Μπορεί να το πεις και τάση των ημερών, μπορεί να είναι και αντίδραση στην κρίση: ενώ οι μισοί από εμάς δεν έχουν καν τα προς το ζην και οι άλλοι μισοί ίσα που τα κουτσοβγάζουν πέρα, η τηλεόραση έχει γεμίσει με εκπομπές μαγειρικής και τα ράφια των βιβλιοπωλείων με εγχειρίδια γαστριμαργικής σοφίας. Λες και σύσσωμος ο ελληνικός λαός διαλογίζεται νυχθημερόν για το πώς θα μαγειρέψει το πιο πρωτότυπο πιάτο. Δεν είμαστε λαός επί κρίση εμείς – εν κρίσει διαγωνισμών κατσαρόλας είμαστε και επί ξύλου (κοπής) κρεμάμενοι.
Και αν την σήμερον ημέραν, οικονομία και γεύση αποκλίνουν τα μάλα, κάποτε η δεύτερη στήριζε την πρώτη, όσο περίεργο κι αν ακούγεται. Κάποτε, λίγο μοσχοκάρυδο άξιζε όσο ένα σακούλι με χρυσό, κάποτε τα μπαχαρικά – κυρίως το πιπέρι – ήταν η πραγματική αιτία που κατηύθυνε τη μεσαιωνική Ευρώπη προς την ανακάλυψη του υπόλοιπου κόσμου. Μοιάζει με τρέλα, με φαντασιακή διαπίστωση, με πρωτοφανή παραχάραξη της ιστορικής λογικής, ωστόσο ο βραβευμένος καθηγητής Ιστορίας (και γευσιγνώστης) στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, Πολ Φρίντμαν, μέσα από το βιβλίο του «Μπαχαρικά και μεσαιωνική φαντασία» (εκδόσεις «Κονιδάρης») εξηγεί, με στοιχεία πώς το πιπέρι, η κανέλα ή ο μόσχος έγιναν το κατεξοχήν ερμηνευτικό εργαλείο της ιστορίας του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα.
Ο τίτλος μπορεί να παραπέμπει σε ιστορίες αλχημιστών της Αναγέννησης, ωστόσο το βιβλίο διδάσκεται σε πανεπιστήμια, είναι προϊόν πολύχρονης έρευνας και μέσω ιστορικοκοινωνικών μελετών αποδεικνύει το απίστευτο: πώς «ο πόθος, η μόδα και η γεύση κινητοποίησαν ολόκληρες αυτοκρατορίες, άνοιξαν νέους εμπορικούς δρόμους, δημιούργησαν ανταγωνισμούς και πολέμους». Αραγε τι είναι καλύτερο; Να πολεμάς για δυο σπυριά πιπέρι ή για τόνους πετρελαίου; Αν μη τι άλλο, το πρώτο μυρίζει καλύτερα.
Νόρα Ράλλη