03/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Τα φράκταλ της μνήμης

«Το άλμα της πέστροφας ανάμεσα στα βράχια μου θυμίζει τη ζωή σου» (σ. 115).
      Pin It

Αντόνιο Ταμπούκι
«Ο μαύρος άγγελος»
Διηγήματα. Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης, Αγρα, 2014, σελ. 208.

 

«Το άλμα της πέστροφας ανάμεσα στα
βράχια μου θυμίζει τη ζωή σου» (σ. 115)

 

Του Ακη Παπαντώνη

 

«Οι άγγελοι είναι απαιτητικά όντα, ιδιαίτερα εκείνα της ράτσας που το βιβλίο αυτό πραγματεύεται. Δεν έχουν απαλά πούπουλα, έχουν ένα τρίχωμα, που τσιμπάει». Με αυτές τις λέξεις ο συγγραφέας της συλλογής «Ο μαύρος άγγελος», Αντόνιο Ταμπούκι, προλογίζει (και προοικονομεί) τα όσα ο ίδιος έγραψε (και εξέδωσε) εν έτει 1991. Σε κάθε μία εκ των έξι ιστοριών του εμφανίζεται ένας άγγελος—με σάρκα και οστά ή άυλος, ορατός «από μηχανής Θεός» ή αόρατο φάντασμα—ο οποίος έρχεται να αλλάξει δραματικά τη ρότα της αφήγησης (συχνά επιφανειακά ακύμαντης ώς εκείνη τη στιγμή) ή να υπογραμμίσει την ολοκληρωτική αδυναμία οποιουδήποτε να την περατώσει.

 

Ο Ιταλός συγγραφέας, ο οποίος γεννήθηκε στην Πίζα το 1943 και πέθανε σε ηλικία 68 ετών στη Λισαβόνα (στην πόλη που διάλεξε ως δεύτερη πατρίδα του και η οποία επανέρχεται στο έργο του), υπήρξε από τους σπουδαιότερους μελετητές και μεταφραστές (στα ιταλικά) του έργου του Πορτογάλου ποιητή Φερνάντο Πεσόα, υπήρξε, κατά κύριο λόγο, θιασώτης της μικρής φόρμας. Συχνά-πυκνά στα διηγήματά του αφοσιώνεται στις ίδιες θεματικές: στην τυχαιότητα με την οποία επανέρχεται το παρελθόν στις ζωές των ανθρώπων, στις απρόσκλητες επανακάμψεις κρυμμένων ενοχών, στην επιμονή των πιο μύχιων επιθυμιών, στη στοχαστικότητα των εναλλαγών της ανθρώπινης φύσης ανάμεσα στο καλό και το κακό, το ψέμα και την αλήθεια, το φως και το σκοτάδι (της σκέψης). Αυτά τα «φράκταλ» της ανθρώπινης μνήμης και συνείδησης κυριαρχούν στις έξι «σκοτεινές», σχεδόν γοτθικού ύφους, ιστορίες του «Μαύρου άγγελου», χωρίς πάντως θυμίζουν σε κάτι τη γοτθικότητα των ιστοριών του Εντγκαρ Αλαν Πόε ή τα κλισέ των αφηγήσεων τρόμου. Αντιθέτως, ο Ταμπούκι αφηγείται την εσωτερική ανησυχία των ηρώων του, ξεγυμνώνει τη συντριβή τους και—λίγο πριν το τέλος—φωτίζει λοξά το σκοτάδι τους, όμως ακριβώς τόσο ώστε να αχνοφανεί πως έχουν οδηγήσει τους εαυτούς τους σε αδιέξοδο.

 

Ο (πολυβραβευμένος) Ιταλός συγγραφέας στήνει έξι κομψές παγίδες, μία σε κάθε ένα εκ των διηγημάτων του βιβλίου, για τους πρωταγωνιστές και τους αναγνώστες του, και έχοντας υπάρξει έντονα πολιτικοποιημένος (οι παρεμβάσεις του, μάλιστα, στον ιταλικό έντυπο Τύπο, κατέληξε σε μια μεγάλη δικαστική διαμάχη το 2010 με τον αντιπρόεδρο της Βουλής και στέλεχος του κόμματος του Μπερλουσκόνι) δεν αποφεύγει να μιλήσει για τον φασισμό ή τον εμφύλιο σπαραγμό. Την ίδια στιγμή στήνει ιστορίες γύρω από τη γραφή (και τη λογοκλοπή), γύρω από την ποίηση (και τη συναρμογή της με την επινοημένη αλήθεια), γύρω από τη απρόκλητη βία της πραγματικότητας. Σύμφωνα με την παρούσα ανάγνωση, ο Ταμπούκι επιδίδεται σε ασκήσεις ύφους και κομψοτεχνίας, επιδιώκοντας να μας προειδοποιήσει πως η ζωή ούτε προοικονομείται, ούτε αναλύεται πάντα λογικά στα εξ ων συνετέθη.

 

Αντί κατακλείδας, ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα από τη συλλογή (το οποίο επισήμανε και η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου σε δικό της κριτικό σημείωμα—«Καθημερινή», 15.06.2014): «Ενας εξομολογητής, σκέφτηκε, να υπάρχει σ’ αυτή την εκκλησία κάποιος εξομολογητής; Θα ήταν ωραίο να φορέσει το σακάκι, να κατέβει, να διασχίσει το κλίτος και να κατευθυνθεί προς το εξομολογητήριο. Είμαι εγώ, θα έλεγε, είμαι ένας ποιητής, η ποίηση είναι ένα ψέμα, ψευδόμουν σε όλη μου τη ζωή, όλη η γραφή είναι ένα ψέμα, ακόμα και στα πιο αληθινά πράγματα, δώστε μου άφεση αμαρτιών, σας παρακαλώ, όλη μου τη ζωή δεν έκανα τίποτα άλλο από το να λέω ψέματα. Και ύστερα θα πρόσθετε: Και τώρα ετοίμασα ένα ακόμα ψέμα, ένα διπλό ψέμα, μιμούμαι τον εαυτό μου, τον κοροϊδεύω και αδιαφορώ γι’ αυτό, το διασκεδάζω. Δεν σου δίνω άφεση αμαρτιών, τέκνον μου, θα έλεγε ο εξομολογητής, πρόκειται για σοβαρό αμάρτημα, ένα αμάρτημα εναντίον του εαυτού μας. Κι εκείνος θα απαντούσε: Ολη η γραφή είναι ένα αμάρτημα εναντίον του εαυτού μας, καταλαβαίνετε;, όλη μου τη ζωή θυσιάστηκα, θυσίασα τον εαυτό μου, αμάρτησα ενάντια στον εαυτό μου. Θα το φώναζε στην έρημη εκκλησία, τόσο δυνατά που ο εξομολογητής θα έβγαινε από το εξομολογητήριο. Τέκνον μου, θα έλεγε ο εξομολογητής, δεν σε καταλαβαίνω».

 

Scroll to top