03/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς, δέκα καλοκαιρινά διηγήματα

Οι πρωτόπλαστοι

Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι, με ποικίλες θεματικές εμμονές και τεχνοτροπικές κλίσεις, τα πρώτα βιβλία των οποίων ήδη απασχόλησαν κριτικούς, επιτροπές βραβείων αλλά και αναγνώστες, για δέκα συνεχόμενα Σάββατα, σχεδόν όλο το καλοκαίρι, θα μας κρατάνε συντροφιά με καλοκαιρινές αφηγήσεις θρυμματισμένες ή αρραγείς, ρεαλιστικής,.
      Pin It

Του Λευτέρη Καλοσπύρου

 

Αυτόπτης μάρτυρας Νο.1: Δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι με ενοχλούσε κάπως το θέαμά τους. Ομως δεν θα το κουνούσα ποτέ από την ομπρέλα και τη σκιά μου για να πάω να νουθετήσω ένα ζευγάρι μεσήλικων χαχόλων. Αλλωστε, ντρεπόμουν να γυρίσω να τους κοιτάξω κατάματα. Από το λίγο που πρόλαβα να δω πάντως, σαρώνοντάς τους με δυο κλεφτές χιαστί ματιές καθώς έγειρα στο πλάι στην ξαπλώστρα για να πιάσω τη σακούλα με την εφημερίδα μου κι επέστρεψα πάλι στην ύπτια στάση μου όσο εκείνοι έστηναν την τέντα τους μπροστά από τους τελευταίους θάμνους που χώριζαν το δάσος από την ακτογραμμή, εκείνος έμοιαζε με Μεξικάνο –κοντόχοντρος, με αστείο φουντωτό μουστάκι– κι εκείνη με Ελληνίδα ηθοποιό σε βιντεοταινίες των 80’s. Χείλη σαρκώδη και φουσκωμένα σαν ζουληγμένα σωσίβια-κουλούρες, αλυσίδα στο πόδι, ένας θύσανος στο κεφάλι της. Τι άλλο. Φακίδες στο στήθος και σπυράκια στο πρόσωπο. Μου θύμιζε μια σχέση που είχα στις αρχές των ’90s. Ανούσια πάρτι στην αμμουδιά, χάσιμο χρόνου, η παρέα απλωμένη γύρω από τη φωτιά. Στο κασετόφωνο να παίζει στο ριπίτ το «Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε». Δεν τρέφω κανένα αίσθημα νοσταλγίας για εκείνη την εποχή. Κι όσο κι αν με απωθούσε το ζευγάρι του «Μεξικάνου» με την «ηθοποιό», δεν μπορώ να παραβλέψω το παράλογο των εναντίον τους κατηγοριών. Θεωρώ αδύνατο να έκλεψαν εκείνοι το πορτοφόλι. Αλλά ακόμη κι αν το έκαναν, πού στην ευχή θα μπορούσαν να το έχουν κρύψει;

 

Συγγραφέας: Το κοριτσάκι έκλαιγε με γοερούς λυγμούς και κάθε φορά που προσπαθούσε να ηρεμήσει κλείνοντας τα μάτια του, σκουπίζοντας τα βλέφαρά του με την ανάστροφη της παλάμης και κρατώντας την αναπνοή του σαν να κοιμόταν και βρισκόταν στην αρχή μιας άπνοιας, τα κύματα από τη στενοχώρια γι’ αυτό που του συνέβαινε επέστρεφαν πιο ορμητικά και το κατέκλυζαν. Τότε το κλάμα του δυνάμωνε και οι παύσεις ολοένα λιγόστευαν και δεν έδειχνε τώρα σαν να κάνει άπνοια αλλά με κάθε καινούργια παύση έμοιαζε να ανατροφοδοτεί τη δίψα και τη λαχτάρα του για περισσότερο κλάμα, κι άλλο κλάμα, κι άλλοι λυγμοί και ουρλιαχτά. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν θα επιστρέψει στην ίδια παραλία και θα ξεντυθεί για να κάνει ό,τι έκαναν και οι γονείς της εκείνη τη μέρα και όλες τις άλλες μέρες που κατασκήνωναν εκεί, θα καταλάβει ότι το κλάμα της δεν ήταν η φυσιολογική αντίδραση στο θέαμα που αντίκριζε –ο μπαμπάς κι η μαμά θυμωμένοι και ανίσχυροι, περικυκλωμένοι από κάτι αγριάνθρωπους που τους φώναζαν και τους κατηγορούσαν– αλλά μια έκκληση για προσοχή και φροντίδα σε όσους παρακολουθούσαν αμέτοχοι τη σκηνή και δεν της έδιναν σημασία και δεν έσπευσαν να την ηρεμήσουν, όπως θα έκαναν οι γονείς της εφόσον έκλαιγε το παιδί κάποιου άλλου. Αυτή η σκέψη κι αυτές οι αναμνήσεις θα της φέρουν δάκρυα στα μάτια, θα τη γεμίσουν τύψεις και ενοχές.

 

Αυτόπτης Μάρτυρας Νο.2: Λοιπόν, εκείνος τους φώναζε ότι η παραλία ανήκει στην οικογένειά του γιατί ο παππούς του έχασε εκεί τα χέρια του στο ψάρεμα με δυναμίτη και γιατί ο πατέρας του έχτισε με τα δικά του χέρια το σπίτι τους, το εξοχικό τους, που κάποτε έπιασε φωτιά, εκεί, λίγο πριν από το ακρωτήρι, στο σημείο που η γη στενεύει και μοιάζει με πλοκάμι από χταπόδι ή ουρά δεινοσαύρου. Και η γυναίκα του, που αν τη φύτευες σε άλλο περιβάλλον την έλεγες και χαμηλοβλεπούσα, τους έσπρωχνε μακριά και τσίριζε ότι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να το κάνουν αυτό κι ότι η παραλία ανήκει σε όλους κι ότι αν ήταν όλοι σαν εκείνους τους δυο οι κοινωνίες θα ’ταν καλύτερες και δικαιότερες, γιατί δεν θα υπήρχαν τάξεις και ο καθένας θα μπορούσε να ζήσει ελεύθερα το όνειρό του. Και τότε ένας κύριος που έμοιαζε ψύχραιμος προσπάθησε να ηρεμήσει το ζευγάρι, αλλά έκανε το λάθος να τους ζητήσει ευγενικά να επιστρέψουν το πορτοφόλι του που είχε κλαπεί για να μην καλέσει την αστυνομία και τους προέτρεψε, ξανά σε ήρεμο τόνο, να πάνε μετά λίγο παραπέρα, πίσω από τα βράχια, να συνεχίσουν την ηλιοθεραπεία χωρίς να ενοχλούν άλλο τον κόσμο, υπάρχουν και μικρά παιδιά εδώ, δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε, καταλαβαίνετε, και γιατί δεν πάτε άραγε στις παραλίες που υπάρχουν κι άλλοι σαν εσάς, και φυσικά η κάλπικη ευγένεια έκανε μεγάλη ζημιά και το ζευγάρι έσκασε σαν βόμβα κι όταν ο άντρας έπιασε το πέος του ήμουνα σίγουρος πως θα τους κατουρούσε όλους, όμως εκείνος έβαλε ξαφνικά τις φωνές και η γυναίκα του τον σιγοντάρισε και τότε έγινε ένα πανδαιμόνιο-δεν-φαντάζεσαι και όλα τ’ άλλα είναι πια ιστορία. Εγώ πιο πολύ απ’ όλους εκείνο το κοριτσάκι τους λυπόμουν.

 

Κατηγορούμενος για προσβολή της δημοσίας αιδούς Νο.1: Οταν κάνουμε έρωτα, είμαστε σαν όλους τους άλλους. Δεν προσπαθούμε να φανούμε ταπεινοί. Δεν προσπαθούμε να φανούμε μετριόφρονες. Τα όργανά μας είναι διάφανα, φωτεινά. Είμαστε οι κινούμενοι πίνακες της αόρατης αιωνιότητας. Είμαστε όλοι οι άνθρωποι που έχουν υπάρξει από τις απαρχές του κόσμου. Μπορείς να μας δώσεις όποιο σχήμα θες.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

* Το μυθιστόρημα του Λ. Καλοσπύρου «Η μοναδική οικογένεια» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις (2013).

 

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

 

Scroll to top