Του Γιάννη Σβώλου
Στις αρχές Ιουλίου παρακολουθήσαμε στο Ηρώδειο μια πολύ ενδιαφέρουσα και από συγκεκριμένη άποψη ιδιαίτερα συγκινητική εκδήλωση αφιερωμένη στα 150 χρόνια από την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (4/7/2014). Εφερε ως τίτλο τον σολωμικό στίχο «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα γιομάτη μάγια» και ήταν εντεταγμένη στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών. Φορτισμένη με ειλικρινώς πατριωτικό, τοπικιστικό συναίσθημα, η εκδήλωση προσέλαβε χαρακτήρα υπερπαραγωγής, συνδιοργανώθηκε από το Ελληνικό Φεστιβάλ και τα Επτανησιακά Πολιτιστικά Σωματεία Αττικής και είχε τεθεί υπό την αιγίδα του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων. Η βραδιά ήταν εστιασμένη στην έντεχνη μουσική κληρονομιά των κορυφαίων συνθετών της ιταλότροπης επτανησιακής σχολής και περιλάμβανε στο μεν πρώτο μέρος αποσπάσματα από όπερές τους, στο δε δεύτερο ολόκληρο τον μελοποιημένο Εθνικό Υμνο σε ενορχήστρωση Αλκη Μπαλτά. Συμμετείχαν η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, έξι μονωδοί, η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων, η παιδική Χορωδία Σπύρου Λάμπρου και έντεκα χορωδίες από την Κέρκυρα, την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο, τους Παξούς, τη Λευκάδα και τα Κύθηρα. Διηύθυνε ο Ιάκωβος Κονιτόπουλος. Τη συναυλία εμπλούτισαν εικαστικά θεματικές βιντεοπροβολές του Μάνου Αρβανιτάκη και της Ελίνα Σφουντούρη.
Πέραν της στενά ποιοτικής αποτίμησης των εκτελέσεων, οι οποίες αναπόδραστα κινήθηκαν στην περιοχή του αξιοπρεπούς, εκείνο που άφησε δυνατές εντυπώσεις ήταν η ζωντανή εμπειρία της συγκεντρωμένης ακρόασης έργων της επτανησιακής σχολής. Αναμενόμενα και δικαιολογημένα, για το μεν συγκεντρωμένο επτανησιακό ακροατήριο αυτό έγινε αφορμή τοπικιστικής υπερηφάνειας. Επιπλέον, καθώς το έργο των Επτανησίων συνθετών δεν κατέχει την τακτική θέση που θα του αναλογούσε στο ενεργό ρεπερτόριο της ελληνικής μουσικής ζωής (συμφωνικές συναυλίες, ρεσιτάλ τραγουδιού, παραστάσεις όπερας, ραδιοφωνική παρουσία), η ζωντανή ακρόαση λειτούργησε ως συμπυκνωμένη βιωματική διεργασία αξιολόγησης.
Γέννησε συγκινήσεις και προκάλεσε πρώτες και δεύτερες σκέψεις για το αναπόδραστα -αλλά και αβίαστα- ιταλότροπο στίγμα της συνοριακής μουσικής τους, για την αναμενόμενη απόρριψή τους από τους υπερπατριώτες ανταγωνιστές της νεόκοπης, καλομοιρικής εθνικής σχολής που, μοιραία, μπλέχτηκαν στη διαμάχη του αναπάντητου αιτήματος της ελληνικότητας στον μεσοπόλεμο, για τις μεγάλες απώλειες πρωτότυπου υλικού που προκάλεσαν πόλεμοι και σεισμοί στα Επτάνησα. Κάθε κομμάτι που ακούσαμε διήγειρε διαφορετικούς συνειρμούς: η «Εισαγωγή στην όπερα Μαρία Αντουανέττα» του Παύλου Καρρέρ (1829-1896) αναπαρήγε αυτούσιες εκφραστικές συμβάσεις του πρώιμου Βέρντι, το «Ιντερμέτζο» από την όπερα «Φρόσω» του Διονυσίου Λαυράγκα (1860-1940) ανέδιδε άρωμα γαλλικής μουσικής συνδυασμένο με βεριστικό συναίσθημα, ενώ η σαφώς ανώτερης κλάσης γραφή του Σπύρου Σαμάρα στο απόσπασμα της όπερας «Ιστορία αγάπης» δήλωνε την παρουσία ενός διεθνούς συνθέτη με παράστημα αντίστοιχο ενός Πουτσίνι. Μεταξύ 1829 και 1861, ο Νικόλαος Μάντζαρος συνέθεσε πέντε διαφορετικές μελοποιήσεις του σολωμικού «Υμνου εις την Ελευθερίαν», η πρώτη των οποίων καθιερώθηκε ως Ελληνικός Εθνικός Υμνος το 1865. Το δεύτερο μισό της βραδιάς κάλυψε η εκτέλεση ολόκληρης της μελοποίησής του σε ενορχήστρωση Αλκη Μπαλτά. Στην εκτέλεση συμμετείχαν όλοι οι χορωδοί, έξι μονωδοί και τρεις ηθοποιοί, που απήγγειλαν σολωμικούς στοίχους. Συνέπραξαν το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας και το Χοροθέατρο Ηρος Αγγελος σε χορογραφία Πέτρου Γάλια, η οποία οπτικοποιούσε αφαιρετικά τις διαθέσεις της μουσικής και της ποίησης. Η ακρόαση προκάλεσε την αναμενόμενη συγκίνηση στο ακροατήριο, που βεβαίως σηκώθηκε σε στάση προσοχής στο ανάκρουσμα των εναρκτήριων στίχων – ωστόσο οι εντυπώσεις πήγαν πολύ βαθύτερα και πιο μακριά.
Ακούγοντας ολόκληρο το έργο, κάποιος που γνωρίζει στοιχειωδώς ιστορία της μουσικής και του ευρωπαϊκού πολιτισμού δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει το αισθητικής Μπιντερμάγερ (Biedermaier) στίγμα της γραφής του Μάντζαρου, να συγκινηθεί από την αθωότητα και τη συγκινησιακή της αμεσότητα, να «διαβάσει» με υποψιασμένο αυτί τις ορμητικές εμβατηριακές αλλά και τις σαλονίστικες χορευτικές εκδοχές του βασικού ρυθμού, να γοητευτεί από τη συνειδητά ανεπεξέργαστη χρήση ρητορικών εκφραστικών συμβάσεων (παραλλαγές θριαμβικές, πένθιμες, «πολεμικές», σε ύφος προσευχής κ.λπ.), να ξαφνιαστεί από τις α λα «Ναμπούκο» ασυνόδευτες χορωδιακές παραγράφους και τις μπετοβενικής έντασης συμπράξεις των έξι μονωδών, να χαμογελάσει από τη μετάφραση των στίχων σε μουσικούς πίνακες. Με λίγα λόγια, η ακρόαση τού περίπου 80λεπτης διάρκειας «Υμνου εις την Ελευθερίαν» θύμισε το πολύ απλό -και συστηματικά απωθημένο- γεγονός ότι ο αστικός πολιτισμός των Επτανήσων του 19ου αιώνα ήταν απόλυτα ευρωπαϊκός. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η μεγαλύτερη δικαίωση του υποτιμημένου μουσικού πολιτισμού των Επτανήσων ήρθε από το Ελλαδικό κράτος όταν το 1865 υιοθέτησε τον μαντζαρικό «Υμνον εις την Ελευθερίαν» ως Εθνικό Υμνο.
Ο συνθέτης-αρχιμουσικός Ιάκωβος Κονιτόπουλος πραγματοποίησε αληθινό άθλο: κατόρθωσε να συντονίσει καλά τις πελώριες μουσικές δυνάμεις -ορχήστρα, μονωδούς, χορωδούς- που είχε απέναντί του ώστε να παραγάγει ένα ισορροπημένο, πολλαπλά ενδιαφέρον ακρόαμα.
Ο συνολικός αριθμός των χορωδών ήταν τόσο μεγάλος που αυτοί γέμισαν τη σκηνή του ρωμαϊκού ωδείου και κατέλαβαν και τα κάτω μέρη των πλαϊνών κερκίδων «Α» και «Ε»· τέτοια συρροή συντελεστών είχαμε να δούμε στο Ηρώδειο από την παρουσίαση της «Συμφωνίας των χιλίων» του Μάλερ με τον Φραντς Βέλζερ Μεστ το φθινόπωρο του 2001! Εν ολίγοις, ήταν μια βραδιά για πολλά και διαφορετικά ακροατήρια, που υπήρξε απρόσμενα γόνιμη σε εντυπώσεις και συγκινήσεις.