08/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Παρεκκλίσεις της πολιτικής

Οι «παρεκκλίσεις» αυτές κατά την άσκηση της εξουσίας από τη συγκυβέρνηση των Σαμαρά – Βενιζέλου μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: πρώτον, η πολιτική μετατρέπεται σε «μετα-πολιτική», δεύτερον, η πολιτική μετασχηματίζεται σε «βιοπολιτική» και, τρίτον, η πολιτική μεταμορφώνεται σε «αστυνομία».
      Pin It

Του Θεόδωρου Γεωργίου*

 

Τα τελευταία πέντε χρόνια (2009–2014) η ελληνική κοινωνία, παράλληλα με τη βαθιά οικονομική κρίση, βιώνει την «αποδόμησή» της ως πολιτικής οντότητας. Το νόημα της πρότασης αυτής μπορεί να αρθρώνεται ως ισχυρισμός υπερβολής, ωστόσο σαν κοιτάξουμε τα πολιτικά πράγματα του τόπου μας με ιδιαίτερη επιμέλεια θα διαπιστώσουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα που μπορούμε να τα ονομάσουμε «παρεκκλίσεις της πολιτικής».

 

Σε κάθε θεωρητική ανάλυση τα εμπειρικά φαινόμενα συνιστούν την αφετηρία της. Ας απαριθμήσουμε λοιπόν κάποια τέτοια εμπειρικά φαινόμενα που συνδέονται άρρηκτα με την πολιτική συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας. Το υπουργικό συμβούλιο εδώ και δυο–τρία χρόνια έχει συνεδριάσει μόνο δύο ή τρεις φορές. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: πού λαμβάνονται οι αποφάσεις της κυβερνητικής εξουσίας;

 

Γιατί κι αν ακόμη δεχτούμε ότι οι πολιτικές αποφάσεις που αναφέρονται στη λειτουργία και την οργάνωση της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας λαμβάνονται από το «μετα-δημοκρατικό» συλλογικό όργανο που ονομάζεται «τρόικα», θα πρέπει αυτές να αποτελούν αντικείμενο διαβούλευσης με το συλλογικό όργανο της πολιτικής συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας που ονομάζεται «υπουργικό συμβούλιο».

 

Ενα άλλο εμπειρικό φαινόμενο είναι αυτό του εργασιακού καθεστώτος της πλειονότητας των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Ομάδες εργαζομένων στον δημόσιο τομέα (σε αριθμούς αποτελούν την πλειονότητα κατά τους ειδικούς) εργάζονται υπό το καθεστώς της επιστράτευσης. Δεν έχουν στη διάθεσή τους το ανεξαργύρωτο δικαίωμα της απεργίας, σύμφωνα με την πρακτική του πολιτικού διαφωτισμού. Στις συζητήσεις και στους διαλόγους της δημόσιας σφαίρας (εφημερίδες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, επικοινωνιακά δίκτυα εν γένει) πολλοί ομιλητές κάνουν λόγο για εργασιακό μεσαίωνα.

 

Στο πλαίσιο της απαρίθμησης των εμπειρικών φαινομένων που συνδέονται με την πολιτική συγκρότηση της κοινωνίας μας επιβάλλεται να γίνει μία αναφορά στην πρόσφατη κοινοβουλευτική διαδικασία για τη δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφίσματος με θεματικό αντικείμενο τη «μικρή ΔΕΗ».

 

Ηταν οφθαλμοφανές ότι η σχετική διαδικασία γίνεται στην ολομέλεια του ελληνικού Κοινοβουλίου και όχι σε τμήμα του που λειτουργεί κατά τη θερινή περίοδο. Και εδώ οι συζητήσεις στη δημόσια σφαίρα ήταν εξαντλητικές και αναλυτικές σχετικά με τον ρόλο και τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, αλλά τελικά στην κοινωνική συνείδηση εξακολουθεί να αιωρείται το αναπάντητο ερώτημα: πώς και γιατί η πολιτική ηγεσία (η τωρινή και συγκυριακή) επωμίζεται να διεκπεραιώσει μία υπόθεση που υπονομεύει την ίδια την πολιτική συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας;

 

Τελικά όλοι εμείς οι Ελληνες πολίτες συνειδητοποιούμε ότι η κοινοβουλευτική διαδικασία για τη «μικρή ΔΕΗ» δεν ήταν μία τυπική διαδικασία, αλλά μία υπόθεση ουσίας η οποία λειτουργεί ως κριτήριο πολιτικής ορθολογικότητας για τον χαρακτήρα και τη δομή της κυβερνητικής εξουσίας. Ο,τι συνέβη στην υπόθεση «μικρή ΔΕΗ» -τόσο σε κοινοβουλευτικό επίπεδο όσο και στην εργασιακή σφαίρα- αποδεικνύει περίτρανα ότι οι «παρεκκλίσεις της πολιτικής» και αυξάνονται και πολλαπλασιάζονται.

 

Οι «παρεκκλίσεις της πολιτικής» κατά την άσκηση της πολιτικής εξουσίας από τη συγκυβέρνηση των Σαμαρά – Βενιζέλου μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: πρώτον, η πολιτική μετατρέπεται σε «μετα-πολιτική», δεύτερον, η πολιτική μετασχηματίζεται σε «βιοπολιτική» και, τρίτον, η πολιτική μεταμορφώνεται σε «αστυνομία».

 

Κατά τον Αριστοτέλη πολιτική είναι η μέθοδος μέσω της οποίας εξασφαλίζεται η ευδαιμονία (το «ευ ζην») των πολιτών στην πόλη. Για τα δεδομένα της νεωτερικής πολιτικής κοινωνίας (κατά συνέπεια και για τα δεδομένα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας) η ευδαιμονία όλων όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως μέλη μιας πολιτικής κοινωνίας είναι στόχος και σκοπός που δεν μπορεί να εξαργυρωθεί με κανένα τίμημα.

 

Επομένως, για την τωρινή πολιτική ηγεσία του τόπου μας (δηλαδή για τη συγκυβέρνηση των Σαμαρά – Βενιζέλου) το ερώτημα που τίθεται είναι αμείλικτο και ταυτόχρονα ριζοσπαστικό: γιατί εγκατέλειψαν την πολιτική και επιδίδονται σε πρακτικές παρεκκλίσεις της πολιτικής; Εάν το επιχείρημά τους είναι κατά νοηματικό περιεχόμενο η «διάσωση της χώρας», τότε είναι σίγουρο πως και οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ότι κουβαλάνε νερό στον πίθο των Δαναΐδων. Ο τόπος δεν έχει ανάγκη από διασώστες. Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι να ασκούν πολιτική κατά τον Αριστοτέλη και να μην επινοούν τεχνικές «μεταπολιτικής».

 

Τι είναι λοιπόν η «μεταπολιτική»; Ο έγκυρος αυτός όρος της πολιτικής φιλοσοφίας περιγράφει όλες εκείνες τις τεχνικές και όλες εκείνες τις διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες οι πολιτικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται στο πλαίσιο της ανοιχτής αντιπροσώπευσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά σε χώρους οι οποίοι τοποθετούνται εκτός του κοινοβουλευτισμού. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι συναντήσεις της τρόικας με τους υπουργούς της κυβέρνησης στα γραφεία του υπουργείου Οικονομικών. Συνήθως στις συνθήκες της «μετα-πολιτικής» οι χώροι και τα κέντρα που λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις είναι κρυφά και δεν ελέγχονται μέσω των ανοιχτών κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

 

Κατά τους εισηγητές του πολιτικού διαφωτισμού όλες (χωρίς καμία εξαίρεση) οι πολιτικές αποφάσεις που αναφέρονται στη λειτουργία και την οργάνωση μιας πολιτικής κοινωνίας λαμβάνονται εντός του πλαισίου του κοινοβουλευτισμού. Η ιδιόρρυθμη «μεταμόρφωση» του ελληνικού Κοινοβουλίου στη θέση του επικροτητή αποφάσεων που ελήφθησαν σε άλλους χώρους, όπως συνέβη με την κοινοβουλευτική διαδικασία της ψήφισης των μνημονίων, είναι «μεταπολιτική» διαδικασία.

 

Στο δεύτερο ερώτημα: «τι είναι βιο-πολιτική»; Η απάντηση για όλους μας έχει άμεση βιωματική εγγύτητα. Εδώ και πέντε χρόνια για την τωρινή πολιτική ηγεσία εμείς οι Ελληνες πολίτες δεν υπάρχουμε ως πολίτες, αλλά σαν γυμνές φυσικές υπάρξεις, οι οποίες θα πρέπει επιπροσθέτως να θυσιαστούμε προκειμένου να «σωθεί η χώρα», σύμφωνα με το επιχείρημα των Σαμαρά – Βενιζέλου.

 

Η τωρινή συγκυβέρνηση αντί να ασκεί πολιτική (κατά τον Αριστοτέλη) ασκεί «βιοπολιτική» (όπως τονίζει σχετικώς ο Τζόρτζιο Αγκαμπεν): οι πολίτες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας δεν έχουν την πραγματολογική δυνατότητα να αυτοπροσδιοριστούν ως πολίτες στο πλαίσιο του πολιτικού διαφωτισμού, αλλά ως φυσικά όντα στα οποία χορηγούνται (μέσω μισθών, συντάξεων και επιδομάτων) ψίχουλα υλικής επιβίωσης. Το αριστοτελικό αίτημα για μια πολιτική που εξασφαλίζει την ευδαιμονία των ατόμων και της πόλης μετατρέπεται σε αίτημα επαιτείας από την πλευρά των Ελλήνων πολιτών για φυσική και υλική επιβίωση!

 

Σχετικά με την τρίτη παρέκκλιση της πολιτικής που ονομάζεται «αστυνομία», μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής: πρώτον, στο επιστημολογικό επίπεδο την ιδέα αυτήν επινόησε ο Γάλλος πολιτικός φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο Ρανσιέρ, η πολιτική δεν αποσυντίθεται ή, ορθότερα, δεν αποδομείται στις μέρες μας με βίαιες και αυταρχικές μεθόδους (βλ. τις δικτατορίες του 20ού αιώνα), αλλά υφίσταται εσωτερικές μετατοπίσεις, τις οποίες οι πολίτες δεν αντιλαμβάνονται με τη χωρική εγγύτητα του δημοκρατικού παρελθόντος.

 

Με τον όρο «αστυνομία» (la police), ο Ρανσιέρ εννοεί μία σειρά από πρακτικές και ένα δίκτυο τεχνικών που έχουν να κάνουν με τον έλεγχο της πνευματικής (ψυχικής) συγκρότησης του ατόμου και με την επιτήρηση της φυσικής παρουσίας του. Για τα ελληνικά δεδομένα αυτά σημαίνουν ότι η σημερινή πολιτική ηγεσία έχει «κατασκευάσει» ένα τέτοιο δίκτυο και ελέγχου και επιτήρησης.

 

Δεν έχουμε παρά να αναφερθούμε στη συμπεριφορά του Ελληνα πολίτη ως φορολογούμενου, ο οποίος καταβάλλει τις εισφορές του στο κράτος χωρίς να έχει ως πνευματική συνείδηση κατανοήσει τι σημαίνει «φορολογία». Αυτό επιβάλλεται και αυτό γίνεται! Σχετικά με τη φυσική παρουσία του ατόμου στον δημόσιο χώρο, εκείνο που μπορεί να πει κάποιος επιγραμματικά είναι το εξής: δεν υφίσταται ο άνθρωπος ως ατομική ψυχή στον δημόσιο χώρο της ελληνικής επικράτειας.

 

Πού καταλήγει κάποιος μετά απ’ όσα καταγράφηκαν; Το συμπέρασμα είναι ένα – και εννοείται ότι τίθεται προς δημόσια διαβούλευση: οι παρεκκλίσεις της πολιτικής, τις οποίες όχι απλώς υιοθέτησαν αλλά θέσπισαν (κατά τον Καστοριάδη τούς έκαναν θεσμούς) οι τωρινοί συγκυβερνήτες (Σαμαράς – Βενιζέλος) δεν είναι μία ευκαιριακή επινόηση, αλλά αντιθέτως εγγράφονται βαθιά στην πολιτική εμπειρία της ελληνικής κοινωνίας. Και υπάρχουν φόβοι ότι εάν ριζώσουν, τότε η ίδια η πολιτική συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας βρίσκεται σε κίνδυνο.

 

…………………………………………………………………………………………………………………..

 

* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

 

Scroll to top