ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ-ΠΑΡΘΕΝΟΠΗ ΜΠΟΥΖΟΥΡΗ ΑΡΗΣ ΣΕΡΒΕΤΑΛΗΣ

08/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ΑΓΛΑΪΑ ΠΑΠΠΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΙΣ «ΒΑΚΧΕΣ» ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ, ΑΠΟΨΕ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ

«Ο ηθοποιός πρέπει να ελέγχει το νευρικό του σύστημα»

Της αρέσει να πειραματίζεται και γι’ αυτό τον λόγο έχει εισπράξει τον θαυμασμό όπως και την αποδοκιμασία του κοινού. Λίγο πριν από την παράσταση, μας μιλάει για την αναμέτρηση με τον άγριο θεό του θεάτρου, σε έναν αντρικό ρόλο, αλλά και για τις μορφές βίας που έχει αντιμετωπίσει πάνω και κάτω από τη σκηνή.
      Pin It

Της Εφης Μαρίνου

 

ΑΓΛΑΪΑ ΠΑΠΠΑΟ Διόνυσος, ανθρωποποιημένος θεός, έρχεται στη Θήβα να επιβάλει την καινούργια θρησκεία, να εκδικηθεί τη βασιλική οικογένεια της μητέρας του Σεμέλης, που δεν πίστεψε ότι απέκτησε γιο με τον Δία. Μεταμορφώνει τις γυναίκες σε μαινάδες και τώρα βακχεύουν στον Κιθαιρώνα. Θα τις ακολουθήσουν ο γερο-Κάδμος, ακόμα και ο μάντης Τειρεσίας. Μόνο ο βασιλιάς Πενθέας (Αρης Σερβετάλης) θα κυνηγήσει με πείσμα τον Διόνυσο, και θα το πληρώσει ακριβά. Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη στην ποιητική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά ξετυλίγονται απόψε και αύριο στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου σε σκηνοθεσία Αντζελας Μπρούσκου.

 

«Είμαι ο Διόνυσος. Ηρθα. Εφανερώθηκα». Είναι η Αγλαΐα Παππά.

 

• Λένε ότι οι «Βάκχες» είναι από τα ωραιότερα κείμενα του αρχαίου δράματος.

 

Εγώ, πάλι, πιστεύω ότι οι «Βάκχες» είναι το ωραιότερο έργο στο παγκόσμιο δραματολόγιο. Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα όταν πριν από μερικούς μήνες άρχισα να το μελετάω στην προοπτική της παράστασης. Είχα πολλά χρόνια να ασχοληθώ με το κείμενο. Ενας από τους λόγους της απομάκρυνσης ίσως είναι πως όλοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ασχολούνται μαζί του. Κάθε χρόνο οι «Βάκχες» ανεβαίνουν είτε σε ανοιχτό είτε σε κλειστό χώρο. Το έχουμε «βρομίσει» πολύ αυτό το έργο. Και ομολογώ ότι αυτή η πληθώρα μού δημιουργούσε σχεδόν μια αποστροφή. Οταν λοιπόν το ξαναδιάβασα έμεινα άφωνη. Μετά από εκατόν είκοσι χρόνια, σχεδόν, βρισκόμαστε στη δύση της τραγωδίας. Ο Ευριπίδης πλησιάζει στο τέλος της ζωής του, εξόριστος, μακριά από την αγαπημένη του Αθήνα. Δεν κοιτάζει πια εμπρός, αλλά στα περασμένα. Γυρίζει πολλές χιλιετίες πίσω και, εμφανίζοντας ξανά τον πάσχοντα Διόνυσο, πηγαίνει στη ρίζα του τραγικού, στην πιο αρχέγονη τραγική πράξη που είναι ο σπαραγμός της σάρκας, η ωμοφαγία. Στήνει όλη αυτή την ιερή και ανίερη αγριότητα, για ν’ αφήσει μια παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές: πως ο άνθρωπος οφείλει να αναζητάει την πνευματικότητα στην ύπαρξή του. Κι αυτό φαίνεται έξοχα στα χορικά του έργου. Δεν έχω διαβάσει ωραιότερα. Ο Ευριπίδης, μέσα από την ύψιστη ποίηση, με μεγάλη κατανόηση προς τα ανθρώπινα, μας λέει πώς πρέπει να ζούμε προκειμένου να φτάσουμε ήρεμοι στο τέλος.

 

• Διόνυσος άφυλος ή αμφίφυλος; Θεός ή άνθρωπος, Εκδικητής ή σωτήρας;

 

Ο θεός του θεάτρου ανθρωποποιημένος. Ακόμα και η θεϊκή του διάσταση εμπεριέχει τη θνητότητα. Είναι ένας θεός που έζησε την εμπειρία του θανάτου και ξαναγεννήθηκε από πατέρα θεό. Είναι όπως ο άνθρωπος, γεμάτος αντιθέσεις: Θεός της φρίκης και της έξαρσης, μες στο αίμα αλλά και μες στους χυμούς, πεθαίνει σαν το φεγγάρι και ξαναγεννιέται διαρκώς, όπως και το θέατρο. Είναι ο δεσμός του ανθρώπου με το φυσικό, η ιδέα της απόλυτης ελευθερίας που σπάει τον ορθολογισμό -αν δεν ξέρεις πού να σταματήσεις, γίνεσαι ολοκαύτωμα. Ο Διόνυσος έρχεται από την Ασία, από τις χώρες που τότε αποτελούσαν το κέντρο του πολιτισμού, ό,τι πιο εξελιγμένο υπήρχε στον κόσμο. Οταν ο Ευριπίδης ονοματίζει τα Βάκτρια τείχη, αναφέρεται στην πηγή της μεγαλύτερης θρησκείας, τον ζωροαστρισμό. Ο Διόνυσος γεμάτος γνώση φέρνει από την Ασία τη θρησκεία της φωτιάς. Σήμερα, θα λέγαμε ότι έρχεται από το top of the top της τεχνολογίας, τη Silicon Valley… Κι αν στο παρελθόν έχει διαπράξει πολλαπλά αμαρτήματα, έχει πια εξιλεωθεί χάρη στη γιαγιά του, τη Ρέα, η οποία και τον μυεί στα καινούργια μυστήρια, αυτά που τώρα θέλει να διαδώσει στην καινούργια θρησκεία που εγκαθιδρύει.

 

• Ποιος είναι ο δικός σας Διόνυσος στην παράσταση;

 

Ο Διόνυσος της παράστασης έχει προκύψει από τη συνεργασία μου με την Αντζελα Μπρούσκου. Εκείνη πήρε την τολμηρή απόφαση να έχει στον ρόλο του Διονύσου γυναίκα ηθοποιό, άρα προφανώς είχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό της. Ελπίζω να τα καταφέρω και να τη δικαιώσω. Με τις «Βάκχες» νιώθω άλλοτε σαν να κρατάω έναν «οδηγό ζωής» κι άλλοτε σαν ο παππούς μου να με παίρνει από το χέρι.

 

• Κάνετε «μικρά» και «μεγάλα» πράγματα. Πότε στο Αττις συμμετέχοντας στις ξεχωριστές παραστάσεις του Θόδωρου Τερζόπουλου, πότε σ’ ένα διαμέρισμα στη Δεινοκράτους ως Μάγδα Γκέμπελς, πότε στον βιομηχανικό χώρο του Βυρσοδεψείου ως Ριχάρδος ΙΙ του Σέξπιρ. Επιλέγετε ή σας επιλέγουν;

 

Δυο είναι οι δρόμοι. Ο ένας έχει να κάνει με την ατομική μου εκπαίδευση και ο άλλος με τη χρήση αυτής της εκπαίδευσης προκειμένου να στηρίξω προσπάθειες νεότερων. Με έχει ιδιαίτερα απασχολήσει το γεγονός ότι δεν υπάρχει μετάδοση γνώσης. Ο,τι βρίσκει κάποιος το παίρνει μαζί του και τελικά ο καθένας αρχίζει από μηδενική βάση. Ακροβατούμε χωρίς δίχτυ ασφαλείας και ό,τι μάθει ο καθένας. Νομίζω ότι είμαστε λαός που στην πραγματικότητα, παρά τους πατριωτικούς οίστρους που παθαίνουμε κατά καιρούς, δεν αγαπάμε το παρελθόν μας. Μας αρέσει να γκρεμίζουμε παρά να συντηρούμε· να επαναπαυόμαστε παρά να χτίζουμε.

 

• Πώς νιώθει ο ηθοποιός όταν εισπράττει αυτό που λέμε «κράξιμο» στην ορχήστρα της Επιδαύρου; Το έχετε βιώσει μεγαλοπρεπώς στην παράσταση της Μήδειας από τον Ρώσο σκηνοθέτη Ανατόλι Βασίλιεφ.

 

Μετά το τέλος εκείνης της επεισοδιακής παράστασης, στον δρόμο προς τα καμαρίνια, θυμάμαι τον κόσμο να μας βρίζει. Θυμάμαι θεατές έξαλλους να φωνάζουν ότι ξεπουληθήκαμε στον Ρώσο, ότι βεβηλώσαμε την Επίδαυρο. Κωμικά πράγματα. Αλλά γιατί τόσο πάθος; Στο κάτω-κάτω μια παράσταση είναι. Και τελικά, σε κάποια γωνία του μυαλού μας ας υπάρχει η σκέψη ότι πίσω ακόμη κι από τη μεγαλύτερη αποτυχία υπάρχει μεγάλος κόπος και κάποτε υπεράνθρωπη προσπάθεια.

 

• Η αποδοκιμασία του κοινού πότε ξεπερνά τα όρια; Πότε από θεμιτή γίνεται ακραία ή προσβλητική;

 

Για τον ηθοποιό ένα γεμάτο θέατρο είναι σαν ένα γεμάτο σαλόνι στο σπίτι του. Λέμε συχνά ότι ο φανατισμός σε συγκεντρωμένες μάζες ανθρώπων μπορεί να τις μετατρέψει σε όχλο. Εγώ πιστεύω ότι το κοινό του θεάτρου δεν γίνεται ποτέ όχλος. Από την άλλη, έχει κάθε δικαίωμα να δείχνει την αποδοκιμασία του, να αντιδρά σ’ ό,τι βλέπει. Αυτό όμως που δεν δικαιούται να κάνει είναι να θίγει τους καλλιτέχνες. Υπάρχουν τρόποι και τρόποι για να δείξει κάποιος τη δυσφορία του. Οσο για τον ηθοποιό, καλείται να δικαιώσει την ιδιότητά του. Να αποδείξει ότι διαθέτει ένα γερό νευρικό σύστημα. Οτι ανά πάσα στιγμή γνωρίζει τι γίνεται μέσα του, γύρω του και απέναντί του. Τέτοιες στιγμές, από τη φύση του επαγγέλματός του, ενεργοποιεί συγκεκριμένους μηχανισμούς. Βρίσκεται σε ενάργεια, έχει έλεγχο των μέσων του και κυρίως του νευρικού του συστήματος. Η «Μήδεια» ήταν εξαιρετική εμπειρία, πολύτιμη για μένα. Και δεν θα ξεχάσω την αντίδραση του Βασίλιεφ όταν βγήκα από την ορχήστρα. Ομως νομίζω πως εκείνη η παράσταση έχει αποκτήσει πια μια διάσταση ανεκδότου και συνεπώς έχασε τις πραγματικές της διαστάσεις. Σίγουρα δημιούργησε ποικίλα συναισθήματα σε θεατές και καλλιτέχνες που συμμετείχαν.

 

• Είχατε πει τότε ότι νιώσατε να έρχεται καταπάνω σας ένα κύμα βίας.

 

Είχα νιώσει ότι αντιμετώπιζα μια βία αντίστοιχη, θα έλεγα, με εκείνη που δημιουργεί η κρατική βία. Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, το πλήθος και η ένταση της βίαιης αποδοκιμασίας μού θύμισε στ’ αλήθεια παλιές εποχές των φοιτητικών μου χρόνων και των πολιτικών κινητοποιήσεων. Η βία έχει πολλές μορφές, και από όπου κι αν εκπορεύεται, για όποιο σκοπό, δημιουργεί ξανά βία. Σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί σε κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο που αν μπεις μέσα του σε γυρνάει πάντα στο ίδιο σημείο, δεν γλιτώνεις ποτέ.

 

• Αν δεχτούμε ότι η κρατική βία είναι σύμφυτη της όποιας εξουσίας, τότε δεν υπάρχει ελπίδα…

 

Οχι, δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο διαχείριση των παθών, εκπαίδευση στον διάλογο, συναίνεση σε κοινούς στόχους και ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα σοβαρό σύστημα Παιδείας που θα δώσει στη νέα γενιά ουσιαστικά εφόδια κι όχι πασαλείμματα. Να ορίσουμε, δηλαδή, το σημείο εκκίνησης και να προσανατολιστούμε όλοι, ο καθένας στο πόστο του, να δουλεύουμε προς μια καινούργια κατεύθυνση.

 

INFO: Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου. «Βάκχες» του Ευριπίδη. Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς. Σκηνοθεσία-Κοστούμια: Αντζελα Μπρούσκου: Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός. Σκηνικά: Σταύρος Λίτινας. Μάσκες-Επιμέλεια σκηνικών αντικειμένων: Μάρθα Φωκά. Φώτα: Νίκος Βλασόπουλος. Επιμέλεια κίνησης: Ερμής Μαλκότσης. Ερμηνεύουν: Αγλαΐα Παππά (Διόνυσος), Αριστείδης Σερβετάλης (Πενθέας), Μαρία Κίτσου (Τειρεσίας), Γιώργος Μπινιάρης (Κάδμος), Αργύρης Πανταζάρας, Χάρης Χαραλάμπους (Δούλος-Αγγελος), Παρθενόπη Μπουζούρη (άλλος Αγγελος), Αντζελα Μπρούσκου (Αγαύη).

 

………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Η ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΤΟ ΜΠΑΪΡΟΪΤ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

 

• Πιστεύετε ότι το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου έχει κουραστεί από τη χρήση του, εξαντλώντας ιδέες, αναζητήσεις γύρω από την αναβίωση του αρχαίου δράματος;

 

Εξήντα χρόνια δεν είναι δα και χρόνια χρήση… Υπάρχουν στην Ευρώπη χώροι που μετρούν εκατό και πλέον χρόνια καλλιτεχνικής παραγωγής, χωρίς να τίθενται ανάλογα ερωτήματα. Το θέμα είναι το είδος της χρήσης. Κατά τη γνώμη μου, η πολιτιστική πολιτική που οδήγησε στη δημιουργία των Επιδαυρίων, ούτε ισχύει ούτε τη θυμόμαστε πια. Είναι όμως χρήσιμο να επιστρέφει κανείς στην αρχή των πραγμάτων. Πρέπει το κράτος και οι εμπλεκόμενοι φορείς ν’ αποφασίσουν τι θέλουν απ’ αυτό το θέατρο. Για παράδειγμα, γιατί η Επίδαυρος να μην αποτελεί για το ευρωπαϊκό θέατρο ό,τι το Μπαϊρόιτ για την ευρωπαϊκή μουσική; Θα μου πεις, στα λόγια όλα είναι εύκολα. Ναι, το ξέρω, αλλά κι αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν έχει νόημα να συνεχιστεί. Ο Γιώργος Λούκος προσπάθησε και προσπαθεί όλα αυτά τα χρόνια να δώσει μια άλλη διάσταση, αλλά βλέπει κανείς τι αντίσταση υπάρχει. Τεράστιος κόπος, ακόμη και για τα πιο απλά. Ισως, τελικά, αυτό να θέλουμε ως κοινωνία: μερικές παραστάσεις εγχώριας παραγωγής κι ένα σύνολο ανθρώπων από γύρω να τρώει ο ένας τις σάρκες του άλλου προκειμένου να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους. Και μέσα σ’ όλο αυτό, ένα κοινό σε σύγχυση, κάτι για το οποίο ευθυνόμαστε απολύτως εμείς. Υπάρχει, βέβαια, και η άλλη επιλογή. Αν δεν υπάρχει η οικονομική, καλλιτεχνική, πολιτική δυνατότητα ν’ αλλάξει το σκηνικό, ας αφήσουμε το θέατρο στους τουρίστες και τους αρχαιολόγους, να ησυχάσει κι αυτό και τα έργα και όλοι μας.

 

• Μια συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια, και κλιμακώνεται τελευταία, θέλει την Επίδαυρο μεγάλο λαϊκό θέατρο. Και υπό αυτή την έννοια κάποιοι θεωρούν απαγορευτικές τις πρωτοπορίες και τους πειραματισμούς που υποτίθεται ότι απευθύνονται σε μικρότερο κοινό.

 

Η βασική αρχή του θεάτρου είναι ένας άνθρωπος δρα και ένας άλλος τον βλέπει. Είτε είναι ένας αυτός που βλέπει είτε έντεκα χιλιάδες, η θεατρική πράξη είναι η ίδια. Και είναι μία. Δεν υπάρχουν διαχωρισμοί, ούτε ταμπέλες. Κατά συνέπεια, ένας θεατρικός χώρος μπορεί να δεχτεί οποιαδήποτε θεατρική πράξη. Και μη μου πείτε ότι κυκλοφορεί ανάμεσά μας καλλιτέχνης που να μην επιθυμεί τη μέγιστη αποδοχή της δουλειάς του… Ομως, επαναλαμβάνω, το θέμα είναι κεντρικό και αφορά την πολιτιστική πολιτική γύρω από τη χρήση ενός θεάτρου όπως είναι η Επίδαυρος. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το θέατρο μπορεί να δεχτεί τα πάντα: Θέατρο, χορό, όπερα, μεγάλες ορχήστρες, πειραματικές παραστάσεις, τα πάντα.

 

Scroll to top