10/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Αυστραλός

      Pin It

Του Γιώργου Σταματόπουλου

 

Εφυγε τη δεκαετία του ‘50 για τη μακρινή Αυστραλία, δεκαεννιά χρονώ παλικάρι. Τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια έρχεται κάθε Αύγουστο στο χωριό και κάθεται ώς το τέλος Σεπτεμβρίου, ενίοτε και λίγο ακόμη. Κάνουμε καλή παρέα. Είναι η εποχή που ωριμάζουν τα σύκα, τα δαμάσκηνα, τα αχλάδια, μήλα, ροδάκινα, αχλαδόμηλα κ.λπ. Ξυπνάμε πρωί (ο ύπνος είναι χορταστικός στο χωριό), πίνουμε καφέ στο μικρό, αλλά εξαιρετικό καφενείο του χωριού και προγραμματίζουμε τις εφόδους μας στα καρποφόρα. Ποια συκιά κάνει τα καλύτερα σύκα; Εκεί θα «χτυπήσουμε». Μερικές φορές τα μαύρα είναι πιο νόστιμα από τα ξανθά, αλλά πρέπει να ξέρεις πού θα τα βρεις. Εχουμε «ανακαλύψει» μια δαμασκηνιά στο χωριό με κάτι μπλε πεντανόστιμα δαμάσκηνα. Δεν το έχουμε πει σε κανέναν. Μηχανευόμαστε παντοίους τρόπους να συναντηθούμε εκεί χωρίς, όμως, να μας πάρουν χαμπάρι οι υπόλοιποι. Ενας ξεκινάει από τη μια άκρη του χωριού, άλλος από την άλλη και ξαφνικά στρίβουμε -αεράτοι!- εκεί που πρέπει και τρυγάμε. Στη συνέχεια τα πάμε στο καφενείο και τα μοιράζουμε. Λυσσάνε όλοι, πού τα βρίσκουμε, αλλά εμείς, ατάραχοι, μ’ ένα υποχθόνιο υπομειδίαμα ποιούμεθα την νήσσαν. Κερνιόμαστε ρακές και απολαμβάνουμε την ηδονή των μυστικών μας καρπών… Αλλο πρωί δεν πάμε στο καφενείο. Επιλέγουμε να επιδράμουμε στον κάμπο, όπου αφθονούν ντομάτες και περιβολικά, αγγούρια, πεπόνια, καρπούζια. Εφοδιασμένοι μ’ έναν ελβετικό σουγιά κατασπαράσσουμε ένα πεπόνι. Μοσχομυρίζει ο τόπος. Δροσερό από την υγρασία της γης, αποτελεί το καλύτερο πρωινό. Αφού το καταβροχθίζουμε τότε μόνο καλημεριζόμαστε. Στον γυρισμό χαιρετάμε όλους. Ολοι μας καλούν για ένα τσίπουρο, πρωί πρωί· ναι, αλλά μόνο τότε έχει νόστα, φτάνει ώς τα κάτω άκρα προκαλώντας τρικυμιώδη τινά ευεξίαν… Μας «φορτώνουν» ντομάτες, αγγούρια, πιπεριές, φρέσκα κρεμμύδια (για τη σαλάτα που θα φάμε το μεσημέρι).

 

Πρωίαν ετέραν παίρνουμε τα βουνά. Οχι τίποτα κορυφές, λίγο έξω από το χωριό μόνο, στις παρυφές της Κυλλήνης· μαζεύουμε και λίγη ρίγανη. Πάντα κρατάμε ένα ραβδί από αγριελιά, απαραίτητο στους περιπατητές των ορέων και των δασών. Μου αφηγείται τη ζωή του στο χωριό προτού (εξ)αναγκαστεί να μεταναστεύσει. Παρ’ ότι αντίθετων ιδεολογικών καταβολών μιλάμε για τον Εμφύλιο με ψυχραιμία και κριτική. Οταν αντιλαμβανόμαστε ότι κάτι πάει να στραβώσει διακόπτουμε συναινετικά. Τα μεσημέρια ο καθείς στρογγυλοκάθεται στον χρόνο του. Ο ίδιος είναι μανιώδης λύτης σταυρολέξων κι εγώ μανιώδης αναγνώστης των ίδιων και των ίδιων βιβλίων.

 

Μερικά πρωινά δεν εμφανίζεται στο καφενείο. Αυτό σημαίνει ότι έχει πάει στην παραλία να κάνει το μπάνιο του· μπορεί και να είναι ακόμη στενοχωρημένος γιατί το προηγούμενο βράδυ μπήκε μέσα στην πρέφα μέχρι το λαιμό και δεν μπορεί να το «καταπιεί» εύκολα. Παίζει εμμονικώς πρέφα· ή όλα ή τίποτα.

 

Ενίοτε μας καλεί ο κυρ Ηλίας σπίτι του. Στη μεγάλη του αυλή ορθώνονται πανέμορφα, πολύκαρπα δέντρα. Σίελοι εκκρίνονται. Καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι ο συνταξιούχος σαγματοποιός. Τα βράδια λίγο προτού αρχίσει η πρέφα και αφού έχουν μαζευτεί οι νέοι του χωριού από τα χωράφια σχολιάζουμε ελαφρώς την πολιτική επικαιρότητα, τις κυβερνώσες μαριονέτες. Οι νέοι ιδιοκτήτες του καφενείου φροντίζουν ώστε κάθε μεσημέρι η «Εφημερίδα των Συντακτών» να είναι εκεί, από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας της! Μου μήνυσε ότι έρχεται ο φίλος μου ο «Αυστραλός» σε λίγες μέρες. Με το καλό. Εχουμε κι άλλα. Τον Σεπτέμβρη θα πούμε για τα «άλλα». Για τα χέρια, που γίνονται κατάμαυρα λ.χ. από το ξεφλούδισμα των καρυδιών, για τη συγκομιδή των αμυγδάλων, τον τρύγο, τα ραποσίτια…

 

[email protected]

 

Scroll to top