11/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΑΝΤΖΕΛΑΣ ΜΠΡΟΥΣΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ

«Bάκχες» χωρίς κέφι και ορμή

Το έργο παρουσιάστηκε ολόκληρο, υπήρχε άριστη επεξεργασία του υλικού, ορισμένες καλοστημένες σκηνές και εξαιρετική τεχνική των ερμηνευτών, ωστόσο έλειπε μια βαθύτερα ανατρεπτική εικόνα.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν. Ή φέτος μετακινήθηκε η Αντζελα Μπρούσκου από τις θέσεις της ή μετακινήθηκε το τοπίο πίσω της (και εμείς μαζί του). Με ξάφνιασαν οι «Βάκχες» της, όπως πάντα. Μόνο που αυτήν τη φορά το έκαναν όχι λοξοδρομώντας από το αρχαίο κείμενο, αλλά στρίβοντας το πλοίο κατευθείαν επάνω του, σε ευθεία σύγκρουση μαζί του.

 

Πώς να δούμε αυτές τις Βάκχες; Σαν ένα συμβατικό σύνολο επιμέρους καινοτομιών ή σαν μια ανανεωτική επιστροφή στη βάση; Να τι μου φαίνεται ότι έλειπε από την πρόταση: μια βαθύτερα ανατρεπτική εικόνα, κέφι για μια παράσταση αληθινής και θετικής ορμής. Και να, κατά τη γνώμη μου, τι διέθετε: άριστη επεξεργασία του υλικού, επιμέλεια και ωριμότητα, ορισμένες καλοστημένες σκηνές και την εξαιρετική τεχνική των ερμηνευτών της. Το κυριότερο: η Μπρούσκου διάλεξε –κόντρα είπαμε στο ρεύμα– να ανεβάσει τις «Βάκχες» «ολόκληρες». Παναπεί ασύντμητες, άτμητες, αδιασκεύαστες. Παναπεί με όλο το έρμα του σκοτεινού τους φορτίου.

 

Δεν είναι λίγο αυτό, ασφαλώς. Αλλά να ετοιμαζόμαστε για ναυάγιο. Σαν το παγόβουνο, κάτω από τη φανερή επιφάνεια του έργου ταξιδεύει ένας σκοτεινός όγκος μυστικιστικής, άγνωστης και απροσέγγιστης σε εμάς ανθρωπολογίας, μια ύλη που ούτε μπορεί να γίνει κατανοητή ούτε μπορεί να μεταφερθεί στους δικούς μας κώδικες. Με αυτή την ύλη έρχεται σε επαφή όποιος προσπαθεί κάθε φορά να ανεβάσει τις «Βάκχες». Εργο γεμάτο τρύπες, πηγάδια όπου χάσκει το χαμένο νόημα της αρχαίας πράξης.

 

Η αλήθεια είναι ότι η Μπρούσκου το κάνει αυτό ακόμα και όταν η ίδια στα προλογικά της σημειώματα φανερώνει σπάνια ευαισθησία και διάθεση να δέσει την οπτική της με ερεθίσματα κοινωνικά και πολιτικά. Στην πράξη, ωστόσο, το ανέβασμά της είναι μάλλον μια αναβίωση από τα παλιά: τα μικρόφωνα και τα σύγχρονα (δικής της επιμέλειας) ατάκτως φορεμένα κοστούμια δεν κρύβουν το ανέβασμα ενός αρχαίου δράματος που θέλει να μιλήσει σαν μια παραβολή για τη θεολογική, φιλοσοφική και υπαρξιακή κρίση του ανθρώπου.

 

Θα ήθελα να ξεκινήσω, λοιπόν, με κάποιες γενικές ιδέες που ενυπάρχουν, όπως πιστεύω, στην παράσταση και χρήζουν ξεχωριστής προσοχής. Το ζήτημα του προσώπου είναι μια από αυτές. Μοιάζει, όπως το αντιλαμβάνεται η σκηνοθέτιδα, στον πυρήνα της σύγκρουσης να βρίσκεται από τη μια η αγωνία για τη θέσπιση ενός προσώπου (η ατομικότητα), που εκπροσωπείται στον Πενθέα, και από την άλλη η διάλυση του ενός σε πολλούς, σε έναν θίασο, που φέρνει η παρουσία του Βάκχου. Διόλου τυχαία μια μάσκα χωρίς χαρακτηριστικά τοποθετείται κάποια στιγμή περιπαικτικά στο πρόσωπο του Πενθέα. Και κάποια άλλη στιγμή, ο τελευταίος αγωνίζεται να επανασυσταθεί ως πρόσωπο ανάμεσα στα πολλαπλά κάτοπτρα του Χορού.

 

Μια άλλη ιδέα έχει να κάνει με τη μετατροπή των χορικών σε δρώμενα, καθώς και με τη διάθεση του Χορού να μεταπλάσει τον λόγο σε μίμηση μιας τελετουργίας, κατά την οποία ο φόνος κάποιου γεννά κάποιο άλλο πρόσωπο. Και μια ακόμη έχει ασφαλώς να κάνει με τη σκηνογραφία (του Σταύρου Λίτινα). Πολυτοπική και πολυεστιακή (ακόμα και αν δεν χρησιμοποιούνται όλες οι επιμέρους σκηνές), σαν εκείνες τις μεσαιωνικές παραβολές που αναπαριστούσαν βίους αγίων.

 

Από την άλλη, δεν γνωρίζω κατά πόσον ήταν στην πρόθεση της σκηνοθεσίας να παρουσιάσει έναν τέτοιο Διόνυσο. Δεν υπάρχει αμφιβολία, για τον άλλο κόσμο ο Βάκχος είναι πιθανόν πηγή χαράς· για τη Θήβα όμως είναι πηγή δεινών. Ο Βρώμιος εμφανίζεται εδώ με την όψη υπερόπτη τυράννου, αμείλικτου εκδικητή και τιμωρού, ίσως το πιο σκληρό πρόσωπο θεϊκής υπόστασης που έχουμε δει σε παράσταση των «Βακχών». Βοηθάει σε αυτό και το κλίμα της όλης παράστασης που μένει ζοφερό και βαρύ· συνδράμει και η μετάφραση του Χειμωνά, που φτάνει στα αυτιά μας με βιβλικό ύφος και μια γερή δόση εγκεφαλικότητας: ο Διόνυσος ως ο Παλαιός των ημερών και τα έργα του ως απόφθεγμα της αιωνίας δόξας του.

 

Προσθέστε σε αυτά μερικές αληθινά καλοστημένες σκηνές, όπως του εκμαυλισμού του Πενθέα ή της εισόδου της Αγαύης με τον θύρσο και το μακάβριο τρόπαιο. Καταλήγουμε λοιπόν σε μια επιτυχία; Δυστυχώς όχι. Τα έχει αυτά το θέατρο. Αφού κριθεί στα επιμέρους, πρέπει μετά να κριθεί και επί συνόλου. Και η αλήθεια είναι ότι η παράσταση της Μπρούσκου βαραίνει πολύ, σκεδάζεται σε πολλά και, κυρίως, ό,τι κερδίζει σε βάρος το στερείται σε ενδιαφέρον.

 

Δείτε γι’ αυτό τον Χορό. Που ακολουθεί δυστυχώς την ίδια παλιά εκείνη κινησιολογία, ένα τάχα μου τάραγμα από εσωτερικό δονητή, μια δήθεν ερωτική ανατριχίλα. Είναι πηγή ανίας, και αυτό όχι μόνο γιατί τα χορικά του οδηγούν στην πλήξη. Είναι που δεν πείθει κανέναν ότι αυτά τα νέα κορίτσια και αγόρια πιστεύουν στο ελάχιστο σε ό,τι κάνουν και γιατί το κάνουν (πέρα βέβαια από το να γεμίσουν το καλοκαίρι με εμπειρίες και ένσημα). Με κάνει και εμένα να αναρωτιέμαι, τι αληθινά θέλουμε από το αρχαίο δράμα; Μια μισή αλήθεια ή ένα ολόκληρο ψέμα;

 

Προχωρώ έπειτα στους πρωταγωνιστές. Η Αγλαΐα Παππά είναι μια λαμπρή ηθοποιός, ποιος το αρνείται; Εδώ όμως κλείνει ασφυκτικά τον Διόνυσο σε σεξπιρική πανοπλία. Τον κάνει αληθινά αντιπαθητικό και –περιέργως πώς– υπερβολικά αρρενωπό. Ο Αρης Σερβετάλης είναι δημοφιλής λόγω της έντονης ιδιοσυγκρασίας του. Κατορθώνει να διατηρεί στη φωνή και στο νεύμα μια ιθαγένεια που τον βοηθά πολύ στην ηθογραφία. Πού όλα αυτά όμως στον Πενθέα;

 

Η αρχή είναι αληθινά δυσάρεστη. Κι όμως. Ο Σερβετάλης είναι καλός ηθοποιός όταν μιλάει. Οταν κινείται γίνεται σπάνιος. Θεωρώ πως η σωματικότητά του είναι τη στιγμή αυτή απαράμιλλη στο ελληνικό θέατρο. Ο δικός του πάσχων Πενθέας κάνει την Επίδαυρο να ακούσει το σώμα του.

 

Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα τους ρόλους ανεστραμμένους. Τον βλάσφημο ίσκιο του Σερβετάλη, Διόνυσο, και τον εκφυλισμένο πολεμιστή της Παππά, Πενθέα. Οι άλλοι ηθοποιοί είναι μάλλον διεκπεραιωτικοί. Τι ακριβώς να σημειώσουμε από τον Τειρεσία της Μαρίας Κίτσου, τον Κάδμο του Γιώργου Μπινιάρη, τον Αγγελο της Παρθενώπης Μπουζούρη ή τους Αγγέλους, του Αργύρη Πανταζάρα και του Χάρη Χαραλάμπους; Ακόμα και η Αγαύη της Μπρούσκου είναι μάλλον υποτονική. Τους διασώζει η θαυμάσια τεχνική τους, που φέρνει ακουστικά και τον πιο μακρινό θεατή της Επιδαύρου δίπλα τους.

 

Θαυμάσια η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού και όχι μόνο «συνοδευτική» η σημασία της. Πολλαπλασιάζονται οι παραστάσεις που χρησιμοποιούν τη μουσική σαν χαλί για να πατάει πάνω της, στα μαλακά, η συναισθησία μας.

 

Scroll to top