Της Ανθής Παζιάνου
Οι δράσεις και οι εκδηλώσεις που έγιναν μέσα σε 10 μέρες στη Λέσβο από τους πρόσφυγες που επανήλθαν στον τόπο… διαφυγής τους ήταν ποικίλες και φέτος. Σήμερα ολοκληρώνεται το δεύτερο κάμπινγκ των οργανώσεων «Νέοι χωρίς Σύνορα» και «Καλώς ήρθατε στην Ευρώπη», που «φιλοξενεί» στην παραλία της Χαραμίδας τούς… άλλοτε «λαθραίους». Πρόσφυγες που συνελήφθησαν πριν από χρόνια στη Λέσβο και σήμερα επανέρχονται «νόμιμα».
Μα γιατί να επιστρέψουν, αφού κατόρθωσαν να περάσουν τα σύνορα και να βρουν χώρες να τους αποδεχτούν, στον τόπο του… εγκλήματος, την πρώτη ευρωπαϊκή είσοδο μετά το πέλαγος, όπου η Ε.Ε. δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο, τη Λέσβο; Ακριβώς γιατί αυτό το νησί συνδυάζει για κείνους τις πιο έντονες αναμνήσεις. Από τη μία η βιαιότητα του εγκλεισμού στο Κέντρο Κράτησης της Παγανής κι από την άλλη η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη ντόπιων που τους κράτησε όρθιους και η δική τους, απέναντι στις νέες «φουρνιές» που κρατούνται στο νέο Κέντρο Κράτησης στη Μόρια.
Τα συνθήματα και τα παραμύθια που έγραφαν στη δική τους γλώσσα οι προηγούμενοι για τους επόμενους κρατούμενους με τα ανήλικα παιδιά τους έχουν ακόμα ιστορίες να διηγηθούν -γραμμένα στα σκισμένα ρούχα που η εκπρόσωπος της οργάνωσης «Welcome to Europe», Μαρίλυ Στρουξ, φυλά σαν κόρη οφθαλμού.
Αγραφες ιστορίες
Και μόνο στη θέα τους μέσα από μια σειρά εκδηλώσεων, ξυπνούν θύμησες από το κέντρο Κράτησης της Παγανής, την απεργία πείνας, τις εκατοντάδες ιστορίες που δεν γράφτηκαν ποτέ, αλλά και τα κάγκελα που σείονταν από τους διαδηλωτές του «No border» το 2009, οι οποίοι ούρλιαζαν «να κλείσει η φυλακή» και την ίδια ώρα τα βαρούσαν ρυθμικά με πέτρες έξω από το στρατόπεδο συγκέντρωσης για να τους ακούσουν οι έγκλειστοι. Και μετά σιωπή, για να ακολουθήσουν τα ποδοβολητά των φυλακισμένων, σημάδι… ότι η αλληλεγγύη «εισακούστηκε».
Σημαντικός σταθμός των εκδηλώσεων το Νέο Κέντρο Κράτησης, όπου δεκάδες ακτιβιστές έδωσαν ένα μήνυμα συμπαράστασης και αλληλεγγύης σε όσους βρίσκονται εντός, εξιστόρησαν με μικροφωνική τις δικές τους εμπειρίες και ευχήθηκαν «καλή τύχη» στους μετανάστες που βρίσκονται τώρα στη θέση που υπήρξαν κάποτε και αυτοί. Μικρή συναυλία μπροστά στον φράχτη του κέντρου, με μουσική από τη Συρία και το Αφγανιστάν, «έκλεισε» την κινητοποίηση. Νωρίτερα, ομάδα των ακτιβιστών επισκέφθηκε το χωριό της Μόριας, με στόχο την ευαισθητοποίηση των κατοίκων για το φαινόμενο των φυλακών για μετανάστες. Επόμενος σημαντικός σταθμός ήταν και το μνημόσυνο για τους μετανάστες που πνίγηκαν στα νερά του Αιγαίου.
Αλλοι έτοιμοι και άλλοι όχι να διηγηθούν τα όσα πέρασαν, να στενοχωρηθούν, να κλάψουν, να οργιστούν και να καταγγείλουν, σύσσωμα όμως να σταθούν αλληλέγγυοι και να δηλώσουν ότι είναι δίπλα στους ανθρώπους που, επειδή δεν έχουν χαρτιά, με περισσή ευκολία αρκετοί τούς αποκαλούν «λαθραίους», «βρόμικους», «εγκληματίες» και «κλέφτες», ενώ πολλοί δεν διστάζουν να τους συμπεριφερθούν και ανάλογα.
Πριν από χρόνια κι εκείνοι αγωνίζονταν να βρουν αυτό το χαρτί που θα τους έκανε σήμερα –όσους επιβίωσαν– ξανά «αξιοπρεπείς». Αυτό θέλησε να πει στην «Εφ.Συν.» και ο 20χρονος Φαρίντ, που είχε μοιραστεί μαζί μας την ιστορία του ένα χρόνο πριν και μας ζήτησε να τη δημοσιεύσουμε αργότερα.
Η οδύσσεια του Φαρίντ
Ο Φαρίντ είναι σήμερα 20 χρόνων, είναι από το Αφγανιστάν και, εκτός από τη μητρική του γλώσσα, μιλά καλά ελληνικά, αγγλικά και πλέον σουηδικά, καθώς τα τελευταία 4 χρόνια ζει στη Σουηδία. «Δεν ήθελα να μείνω στο Αφγανιστάν και οι γονείς μου με άφησαν να φύγω στα 13 μου. Ξεκίνησα το ταξίδι με λίγα χρήματα από τους δικούς μου και πήγα στο Ιράν, όπου έμεινα για δύο μήνες. Στη συνέχεια πήγα στην Τουρκία», αναφέρει.
Ο Φαρίντ, αν και έμεινε 22 μέρες φυλακισμένος στην Παγανή, μιλά με ουδετερότητα για το Κέντρο Κράτησης: «Δεν έβλεπα ποιος έριχνε το φαγητό, αλλά κανείς δεν μου έκανε κακό και κανείς αστυνομικός στην Ελλάδα δεν μου φέρθηκε άσχημα. Μπορεί επειδή ήμουν παιδάκι, δεν ξέρω». Μετά τον εγκλεισμό, «πήγα στην Πάτρα, αλλά δεν μπόρεσα να ταξιδέψω και επέστρεψα στη Λέσβο. Με πήγαν στη Villa Azadi. Εμεινα ένα χρόνο εκεί και ήταν πολύ όμορφα, εκεί έμαθα να μιλάω ελληνικά κι εκεί ένιωσα ξένοιαστος, παίζαμε παιχνίδια, κάναμε μάθημα».
Τα δύσκολα για τον Φαρίντ ήταν όταν δέχτηκε, 14 χρόνων πια, να φύγει από τη μονάδα φιλοξενίας στην Αγιάσο για να δουλέψει σε ένα χωριό εργάτης. «Στην αρχή χάρηκα και νόμιζα ότι θα μαζέψω λεφτά. Μετά όμως κατάλαβα ότι τα πράγματα θα είναι άσχημα. Το αφεντικό με είχε κλεισμένο στο σπίτι και στο θερμοκήπιο. Δούλευα 12 ώρες τη μέρα, ήταν πολύ δύσκολη δουλειά. Για ένα χρόνο δεν έκατσα ούτε μία μέρα χωρίς να δουλέψω, κουράστηκα πολύ. Επεισα μετά το αφεντικό μου να με αφήσει, γιατί έληγαν τα χαρτιά μου κι έπρεπε να πάω στην Αθήνα να πάρω τη ροζ κάρτα και μετά μου είπε να μην ξαναπάω».