15/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το Κακό και ο φόβος

Juan Gabriel Vasquez «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» Μυθιστόρημα, Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ικαρος, 2014, σελ. .
      Pin It

Juan Gabriel Vasquez
«Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν»
Μυθιστόρημα, Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ικαρος, 2014, σελ. 294

 

Του Χρίστου Κυθρεώτη

 

Οταν στην αρχή του μυθιστορήματος (σε δεξιοτεχνική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη), ο Ρικάρδο Λαβέρδε εκφράζει την ανησυχία του για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα ζώα στον ζωολογικό κήπο της «Ασιέντα Ναπόλες» μετά τον θάνατο του ιδρυτή του, Πάμπλο Εσκομπάρ, θρυλικού εμπόρου ναρκωτικών στην Κολομβία της δεκαετίας του ’80, δηλώνοντας χαρακτηριστικά «αυτά δεν φταίνε σε τίποτα», ο αναγνώστης δεν μπορεί να υποψιαστεί πως τα λόγια του αναφέρονται ουσιαστικά σε όλους τους Κολομβιανούς.

 

Η συγκεκριμένη δεκαετία, η δεκαετία του ’80, αποτελεί τον αθέατο πρωταγωνιστή του βιβλίου, παρόλο που κανένα κομμάτι της δράσης δεν εκτυλίσσεται κατά τη διάρκειά της –η αφήγηση επικεντρώνεται στο πριν και στο μετά: στις συνθήκες που οδήγησαν στον ακήρυχτο πόλεμο γύρω από το εμπόριο ναρκωτικών, καθώς και στις επιπτώσεις του, κυρίως για τη γενιά που ενηλικιώθηκε μέσα σε αυτόν, «τη γενιά που γεννήθηκε με τ’ αεροπλάνα, με τις πτήσεις γεμάτες με σάκους και τους σάκους γεμάτους με μαριχουάνα, τη γενιά που γεννήθηκε με τον Πόλεμο στα Ναρκωτικά κι έζησε αργότερα τις συνέπειες».

 

Μέλος αυτής της γενιάς είναι και ο αφηγητής του βιβλίου –ο Αντόνιο Γιαμάρα, που ειρωνικά διαθέτει την ιδιότητα του καθηγητή νομικής σε μια χώρα όπου οι νόμοι δεν ρυθμίζουν τίποτα. Η πλοκή του μυθιστορήματος στήνεται γύρω από τις μοιραίες συνέπειες που είχε για εκείνον η γνωριμία του με τον μυστηριώδη πιλότο και πρώην κατάδικο Ρικάρδο Λαβέρδε –όταν ο Λαβέρδε δολοφονείται, ο Γιαμάρα τυχαίνει να είναι παρών και τραυματίζεται σοβαρά, με αποτέλεσμα να υποστεί ένα είδος μετατραυματικού στρες, που προσφυώς συνδέεται από τον συγγραφέα με το ψυχολογικό αποτύπωμα που άφησε σε μια ολόκληρη γενιά Μπογκοτάνων η έκρηξη βίας και οι αλλεπάλληλες δολοφονίες που δέσποσαν για χρόνια στον δημόσιο βίο της χώρας. Η προσπάθεια στην οποία αποδύεται στη συνέχεια ο Γιαμάρα προκειμένου να λύσει τον γρίφο της δολοφονίας του Λαβέρδε, και κατά συνέπεια να εξηγήσει την τραγωδία που έπληξε και τον ίδιο, είναι στην πραγματικότητα ένας αγώνας του να αποποιηθεί τον παραλογισμό: να πείσει τον εαυτό του πως γι’ αυτό που συνέβη υπάρχει κάποιος λόγος, κάτι που μπορεί να εντοπιστεί, να μελετηθεί και να αποφευχθεί στο μέλλον.

 

Στην έρευνα που διεξάγει, το κεντρικό μυστήριο του μυθιστορήματος –ποιοι και γιατί σκότωσαν τον Λαβέρδε– παραμένει άλυτο, λύνονται όμως πολλά άλλα μυστήρια. Ο Γιαμάρα έρχεται σε επαφή με συνταρακτικά ευρήματα: από την ηχογράφηση στο μαύρο κουτί της πτήσης, στην οποία επέβαινε η γυναίκα του Λαβέρδε ερχόμενη για να τον συναντήσει μετά από χρόνια, λίγες μέρες πριν από τη δολοφονία του, μέχρι ένα άρθρο που περιγράφει πώς είχε περάσει τη μέρα του ο παππούς του Λαβέρδε όταν μια άλλη αεροπορική τραγωδία σημάδεψε την Κολομβία, σχεδόν εξήντα χρόνια νωρίτερα. Και τελικά, μέσω της γνωριμίας του με την κόρη του Λαβέρδε, και της ιστορίας της μητέρας της, Ελένα Φριτς, που εγκιβωτίζεται έξοχα στη ροή της αφήγησης, αυτό με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο Γιαμάρα είναι η ίδια η νεότερη κολομβιανή ιστορία –αυτή είναι η μόνη που μπορεί να «εξηγήσει» τη δολοφονία του Λαβέρδε, μια δολοφονία ανάμεσα σε αμέτρητες, πανομοιότυπες άλλες, καθώς και τη δική του τραγωδία. Δολοφονήθηκε επειδή μάλλον είχε μπλεχτεί σε «κάποια βρομοδουλειά», όπως τόσοι άλλοι. Και ο Γιαμάρα απλώς βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή, όπως τόσοι άλλοι, που δεν «έφταιγαν κι αυτοί σε τίποτα», σαν τα ζώα στον ζωολογικό κήπο της «Ασιέντα Ναπόλες». Το γεγονός ότι ο φόνος παραμένει «ανεξιχνίαστος» υπογραμμίζει με υποδειγματικό τρόπο πως μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο η αιτία δεν μπορεί, ή δεν έχει σημασία, να αναζητηθεί σε ατομικά κίνητρα, επιδιώξεις ή σφάλματα. «“Και ξέρεις κάτι, Αντόνιο; Αυτό πιστεύω κι εγώ: τι σημασία έχει πια;”», όπως το θέτει η ίδια η κόρη του Λαβέρδε.

 

Η αμείλικτη συνέπεια αυτής της συνειδητοποίησης είναι ο φόβος –ο αρχέγονος φόβος απέναντι στο «Κακό του κόσμου». Αυτός είναι που παραλύει τον Γιαμάρα (αλλά και ολόκληρη τη γενιά του) και τον εμποδίζει να ζήσει τη ζωή του, αυτόν προσπαθεί να ξορκίσει με την έρευνά του, αυτόν ανησυχεί η γυναίκα του ότι θα «κληροδοτήσει» στην κόρη τους, αυτός τον παρακινεί στο τέλος του βιβλίου, μετά τη διαμονή του στο σπίτι της Μάγια Φριτς, και αφού έχει καταλήξει στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι δεν έχει σημασία ποιος και γιατί τελικά σκότωσε τον Ρικάρδο Λαβέρδε, να φύγει βιαστικά για να επιστρέψει στην οικογένειά του, την οποία έχει προσπαθήσει να κρατήσει «αμόλυντη» από αυτή την ιστορία. Και αυτός τον κατακλύζει όταν, επιστρέφοντας σπίτι, δεν βρίσκει εκεί κανέναν να τον περιμένει: «κανέναν που ν’ ανησυχεί για μας όταν αργούμε και να μπορεί να βγει να μας ψάξει».

 

Scroll to top