15/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

O Θεός χωρίς την αφήγησή του

«Διάβαζε ο Θεός λογοτεχνία; Στ’ αλήθεια την μισούσε; Ή ήταν το κοσμικό ναρκωτικό του;».
      Pin It

Αμάντα Μιχαλοπούλου
«Η Γυναίκα του Θεού»
Μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 2014, σελ. 240

 

«Διάβαζε ο Θεός λογοτεχνία; Στ’ αλήθεια την μισούσε; Ή ήταν το κοσμικό ναρκωτικό του;»

 

Του Ακη Παπαντώνη

 

Εχει ο Θεός φύλο; Εχει φωνή; Θα ήθελε ο άνθρωπος να έχει ο Θεός φωνή (ή φύλο); Κι αν είχε, με ποιον θα επέλεγε ο Θεός να συνομιλήσει; Κι αν είχε, θα ήθελε ο άνθρωπος να ανοίξει κουβέντα με τον Θεό ή να αποδεχθεί το φύλο του; Το ανά χείρας μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου συλλαμβάνει ευφυώς μια συλλογική αναζήτηση —αυτήν περί της φύσης του Θεού— και δομεί στο χαρτί μια προσπάθεια να εντοπίσει το σημείο όπου η ανάγκη για προσωπική αφήγηση (δηλαδή για τη φιλοσοφική αναψηλάφηση της ζωής) συναντά τη «μεγάλη» αφήγηση (δηλαδή εκείνη περί δημιουργίας του Κόσμου και ύπαρξης ή μη μετά το επέκεινα). Η θεματική αυτή, όσο και ο λογοτεχνικός τρόπος, δεν είναι πρωτόγνωρα στο έργο της Μιχαλοπούλου. Οπως πρόσφατα δήλωσε και η ίδια στη Σώτη Τριανταφύλλου (για το www.bookpress.gr), «[...] δεν υπάρχει συγγραφέας χωρίς μεταφυσική πίστη. Νομίζω ότι αυτή η άποψη συμπυκνώνεται κωμικοτραγικά στη φράση του Μάρκες: δεν πιστεύω στον Θεό αλλά τον φοβάμαι. [...] Από αυτή την άποψη λοιπόν όλοι ενδιαφερόμαστε για το θείο – ασκεί πάνω μας μια μαγνητική επιρροή».

 

Η Μιχαλοπούλου εμφανίζει τον Θεό να επιλέγει, από καιρού εις καιρόν, και κατ’ αναλογία της διαχρονικότητάς του και του πεπερασμένου της ανθρώπινης ύπαρξης, μια θνητή ως σύζυγό του. Στη συνέχεια το ζευγάρι συγκατοικεί: ο Θεός αναζητά συντροφιά, αν και ξεκαθαρίζει πως έχει αποσύρει εαυτόν από κάθε τι «εγκόσμιο», «ανθρώπινο», ή «απτό», ενώ η σύντροφος έχοντας βρει τον Θεό (έχοντας, δηλαδή, εκπληρώσει μια προαιώνια ανθρώπινη αναζήτηση), αδυνατεί να συνευρεθεί μαζί του βάσει οποιουδήποτε ανθρώπινου μέτρου, ακυρώνοντας την ίδια στιγμή τον πυρήνα της αναζήτησης.

 

Αυτό το παιγνιώδες σχήμα, που επινοεί η συγγραφέας, ακροβατεί μεταξύ δύο τάσεων. Από τη μία η φιλοσοφική ροπή, από την άλλη η αδυναμία αντίληψης του τι σημαίνει «άχρονο», «άυλο», ή «υπερβατικό». Με άλλα λόγια, η συγγραφέας επινοεί τη «γυναίκα του Θεού» και αμέσως της μεταδίδει την αίσθηση του αδιανόητου (ότι, δηλαδή, κανείς δεν μπορεί να συμβιώνει με τον Θεό).

 

Σ’ αυτό το αφηγηματικό παιχνίδι αναφύονται δύο εγγενείς σκόπελοι: αφενός η (αναπόφευκτη) διάθεση για θεολογικοστοχαστική εμβάθυνση στις σχέσεις του ανθρώπου με τον χρόνο, τον θάνατο, την εσωτερικότητα, τη μοναξιά, τις απαρχές του σύμπαντος και, αφετέρου, η ανάγκη για ανίχνευση και αποτύπωση του Θεού (και των θεϊκών συνιστωσών) με όρους οικείους και ανθρώπινους. Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, η συγγραφέας διαφαίνεται ότι έχει κάνει ευρύτατη έρευνα, χωρίς ωστόσο να κατορθώνει πάντα να εντάξει αβίαστα το πραγματολογικό υλικό της, πάνω σε δεσπόζοντα φιλοσοφικά έργα, στο καθαυτό σώμα της αφήγησης. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, η άχρονη και άυλη μορφή του Θεού γενικά αποδίδεται με χιούμορ και με πειθώ, αν και υπάρχουν στιγμές που η αφήγηση γλιστράει στην αμηχανία ή στο αναμενόμενο.

 

Κεντρικό χαρακτηριστικό του κειμένου —το οποίο κατά στιγμές θυμίζει την «Παιδική Ηλικία του Ιησού» του J. M. Coetzee ή τη «Διαθήκη της Μαρίας» του C. Tobin— είναι πως, με τρόπο δαντικό (άλλωστε τα τρία κεφάλαια του βιβλίου έχουν τα ονόματα εκείνων της «Θείας Κωμωδίας»), όλα τα «θεογενή» ερωτήματα που γεννά η ιστορία προσπαθούν να βρουν απάντηση μέσα από το ανθρώπινο μέτρο. Ο Θεός κάνει τη χάρη στη σύζυγό του να κάνουν ένα ταξίδι επί Γης. Κατά τη διάρκειά του εκείνος εξανθρωπίζεται και εκείνη αναζητά παγωμένη την ανθρώπινη φύση της. Εν τέλει όλα συγκλίνουν στο παιχνίδι της γραφής και της ανάγνωσης: ο Θεός επιδίδεται σε έναν (υπεράνθρωπο) αναγνωστικό μαραθώνιο, στον οποίο παρασύρει και την ηρωίδα, πριν η τελευταία αναζητήσει τη λύτρωση μέσω της (επαν)αφηγημένης πραγματικότητας, δηλαδή μέσω της γραφής (με την οποία καταπιάνεται εν κρυπτώ).

 

Αν ο αναγνώστης αποφύγει ―ως οφείλει, νομίζω― την ταλάντωση ανάμεσα στο αν η Μιχαλοπούλου αφηγείται «κυριολεκτικά» τη σχέση μιας θνητής με τον Θεό ή στο αν εκθέτει το θεολογικό παραλήρημα μιας σαλής, θα έρθει αντιμέτωπος με τα όρια του υποκειμένου να συλλάβει καταγωγικές, κρίσιμες και αναπάντητες συνιστώσες της ύπαρξης.

 

Scroll to top