ΤΟ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΟ κόστος είναι η αρχή και το τέλος όλων των σχεδιασμών που γίνονται σήμερα. Οταν με τον νόμο 4093/2012 ξεκίνησε η ιστορία της αξιολόγησης στο Δημόσιο, αυτή δεν αφορούσε μόνο τη διαθεσιμότητα-κινητικότητα κάποιων υπαλλήλων, αλλά και την αξιολόγηση δομών και προσωπικού όλου του δημόσιου τομέα. Τότε, ανώτατοι κυβερνητικοί παράγοντες που ασχολούνταν με αυτή την υπόθεση υποστήριζαν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις πως αν η αξιολόγηση έφτανε στις δομές και στο προσωπικό του κράτους που βρίσκονται κάτω από τα υπουργεία, το προσωπικό που θα κρινόταν πλεονάζον ή μη ικανό να υπηρετεί στις θέσεις όπου εργαζόταν θα ξεπερνούσε τους 40.000 με 45.000 υπαλλήλους.
Τέτοια αξιολόγηση δεν έγινε ποτέ, αλλά οι υπολογισμοί που γίνονταν τότε για πάνω από 40.000 υπαλλήλους σε διαθεσιμότητα δεν ήταν εξωπραγματικοί. Εδράζονταν στην προσαρμογή σε ένα μοντέλο Δημοσίου όπου το κράτος σιγά σιγά, αλλά σταθερά, θα περιοριζόταν σε έναν επιτελικό ρόλο πάνω στις υποθέσεις της κοινωνίας και της οικονομίας και θα αποχωρούσε από κάθε παραγωγική διαδικασία.
Αυτό το μοντέλο δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ από τους κυβερνώντες. Απλά η προσαρμογή σε αυτό καθυστερεί ή παίρνει κάθε φορά διαφορετικούς δρόμους – πέρα από το γεγονός ότι σκοντάφτει συχνά πάνω σε νομικά-συνταγματικά εμπόδια. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η επιλογή ενός τέτοιου Δημοσίου πηγάζει από μια ασφαλή εκτίμηση ότι το κράτος οπωσδήποτε πρέπει να προσαρμοστεί στις ανάγκες που επιτάσσει το μοντέλο τής -μετά την κρίση- οικονομίας της χώρας. Και σκοντάφτει ακριβώς πάνω στο γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει από τώρα ποιο θα είναι το μετακρισιακό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας. Ετσι το μόνο σίγουρο και σταθερό κριτήριο μείωσης του Δημοσίου που υπάρχει σήμερα είναι καθαρά δημοσιονομικό και αφορά το μισθολογικό κόστος.
Γύρω στα 15 δισ. για μισθούς
Από την κυβέρνηση και τους δανειστές δεν είναι καθόλου καθαρό σε ποιο σημείο θέλουν να φτάσουν το ποσό που πρέπει να πληρώνει το κράτος για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Φαίνεται μάλλον πως είμαστε κοντά στο όριο, δηλαδή σε μια σταθεροποίηση του ποσού γύρω στα 15 δισ. ευρώ. Οταν αυτό ξεκαθαρίσει, όταν φτάσουν να πουν ότι τόσα θα δίνουμε για μισθούς στο Δημόσιο (και ευρώ παραπάνω), τότε θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση που θα έχει δύο σκέλη: Το ένα σκέλος θα αφορά μείωση του προσωπικού μέσω απολύσεων. Κι αυτές οι απολύσεις θα προκύψουν από την αξιολόγηση. Οι χαμηλά βαθμολογούμενοι υπάλληλοι θα βρίσκονται μπροστά στην πόρτα της ανεργίας. Το άλλο σκέλος είναι ότι θα ανοίξει μια συζήτηση που θα συμπυκνώνεται στο εξής: Με τα λεφτά που διαθέτουμε για μισθούς στο Δημόσιο, ποιους υπαλλήλους θέλουμε; Θέλουμε δασκάλους; Τους πληρώνουμε. Θέλουμε νηπιαγωγούς; Τους πληρώνουμε. Θέλουμε στρατιωτικούς, δικαστές, αστυνομικούς; Τους πληρώνουμε. Δεν θέλουμε τις τάδε ή τις δείνα υπηρεσίες; Δεν τις πληρώνουμε. Καταργούμε θέσεις, καταργούμε φορείς, απολύουμε προσωπικό. Τόσα δίνουμε, τόσους υπαλλήλους μπορούμε να έχουμε.
Αν έχουν επομένως μια αξία οι σημερινές αξιολογήσεις φορέων και προσωπικού, αυτή αφορά το αυριανό ξεσκαρτάρισμα, σε ένα κράτος που επανιδρύεται και κρατάει ό,τι χρειάζεται κι ό,τι μπορεί ή θέλει να πληρώσει. Στο βάθος αυτού του σχεδιασμού βρίσκεται και η ιδιωτικοποίηση σημερινών υπηρεσιών του Δημοσίου. Πρόκειται για τα φιλέτα από τα οποία οι ιδιώτες μπορούν να βγάζουν λεφτά. Το κράτος θα τις κλείνει ή θα τις παραχωρεί στον ιδιωτικό τομέα, οι επιχειρηματίες θα τις αναλαμβάνουν και οι πολίτες θα πληρώνουν αδρά και με όρους αγοράς στους τελευταίους αυτό που έχουν ανάγκη και θα έπρεπε να τους παρέχεται από την πολιτεία.
Γ.Π.