Pin It

viktwras-netasΤου Βίκτωρα Νέτα

 

Οσοι ζήσαμε την απερίγραπτη φρίκη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφυλίου -οι πάνω των 70 χρόνων σήμερα- και επιζήσαμε, ξαναζούμε εκείνες τις εφιαλτικές μέρες και νύχτες, βλέποντας στην τηλεόραση εικόνες από τις βάρβαρες σφαγές σε Ουκρανία, Ιράκ, Συρία, Γάζα και Ισραήλ, Αφρική και σε άλλες χώρες όπου μηδαμινή είναι ακόμη η αξία της ανθρώπινης ζωής. Η φρίκη της σφαγής συμπληρώνεται από τις εικόνες των εκατομμυρίων προσφύγων -μόνο το 2013 ήταν 50 εκατομμύρια- ανδρών και γυναικόπαιδων, που εγκαταλείπουν τα βομβαρδισμένα σπίτια τους και πορεύονται εξαθλιωμένοι, νηστικοί και διψασμένοι για να σωθούν από τη θηριωδία των συνανθρώπων τους.

 

Ποιος μπορούσε να πιστέψει ότι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν θα είχαμε μια μακροχρόνια ειρήνη, αλλά θα είχαμε και «τρίτο» ακήρυχτο πόλεμο που θα στοίχιζε -και συνεχίζει να στοιχίζει- περισσότερο από τον προηγούμενο σε ανθρώπινες ζωές και καταστροφές. Δεν έφτασε το αίμα δεκάδων εκατομμυρίων στρατιωτών και αμάχων για να συνέλθει ο άνθρωπος και να πάψει να είναι το πιο άγριο θηρίο του πλανήτη μαζί με ένα είδος αρουραίων -είναι το μόνα όντα του ζωικού βασιλείου που αλληλοεξοντώνονται, που κυριολεκτικά «τρώγονται» μεταξύ τους. Οι διεθνείς στατιστικές για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αναφέρουν ότι, υπολογίζοντας όλους τους θανάτους μαζί αμάχων και στρατιωτικών, οι χώρες που πλήρωσαν τον βαρύτερο φόρο αίματος ήταν η Πολωνία, η Γιουγκοσλαβία, η Σοβιετική Ενωση και η Ελλάδα.

 

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στη «Μαύρη Βίβλο της Κατοχής» (Εκδοση του «Εθνικού Συμβουλίου για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα», Αθήνα 2006) το σύνολο των απωλειών έφτασε στο 1.106.922 ανθρώπινες ψυχές. Σε 3.700 πόλεις, οικισμούς και χωριά είχαμε μεγάλες καταστροφές, ενώ οι καταστροφές σε οικοδομές έφτασαν τις 401.000. Αναλυτικά: οι νεκροί του πολέμου 1940-41 ήταν 13.327, οι εκτελεσθέντες σ’ όλη τη χώρα 56.225, οι όμηροι που πέθαναν στα γερμανικά στρατόπεδα 105.000 (οι 60.000 ήταν Ελληνες Εβραίοι), οι νεκροί από βομβαρδισμούς 7.120, οι νεκροί σε μάχες της Εθνικής Αντίστασης 20.650, οι νεκροί στη Μέση Ανατολή 1.100, οι νεκροί του Εμπορικού Ναυτικού 3.500, οι νεκροί από πείνα και ασθένειες 600.000, οι απώλειες από την υπογεννητικότητα 300.000. Επίσης, τα 2/3 του εμπορικού ελληνικού στόλου καταβυθίστηκαν στον πόλεμο και το 1/3 των δασών της χώρας κάηκε. Πίσω από τους ψυχρούς αριθμούς υπάρχουν ανθρώπινα δράματα, που μια μικρή μόνο όψη τους βλέπουμε στις τηλεοπτικές οθόνες. Παιδιά στον πόλεμο, γνωρίσαμε τον θάνατο συγγενών πολεμιστών της Αλβανίας και στη συνέχεια, στην κατοχή, γνωρίσαμε την αγριότητα των κατακτητών, που έκαιγαν χωριά ολόκληρα σε αντίποινα, ενώ από τους κατοίκους όσοι προλαβαίνουν έφευγαν στα βουνά για να σωθούν από τη σφαγή. Ετσι δυνάμωσε τον αντάρτικο. Οταν στην επαρχία Βοΐου του Νομού Κοζάνης διαδόθηκε την άνοιξη του 1943 ότι οι Γερμανοί καίνε τα χωριά, ξεσπιτώθηκε και η δική μας οικογένεια. Τα εγκαταλείψαμε όλα και φύγαμε με τα πόδια ακολουθώντας μονοπάτια για να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη μετά από πολλές μέρες δρόμο. Στη Θεσσαλονίκη φτάσαμε όταν οι Γερμανοί σάρωναν τις εβραϊκές συνοικίες και έστελναν στοιβαγμένους σε εμπορικά βαγόνια 54.000 Εβραίους στα στρατόπεδα του θανάτου. Ελάχιστοι κατέφυγαν στο αντάρτικο και σώθηκαν.

 

Εφιαλτικές ήταν οι νύχτες της Κατοχής, με τους βομβαρδισμούς των συμμάχων στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Κανείς δεν κοιμόταν πριν από τις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Μέναμε όλοι ξάγρυπνοι, και εμείς τα παιδιά. Και όταν ακούγαμε τις σειρήνες του συναγερμού τρέχαμε στα υπόγεια καταφύγια για να σωθούμε.

 

Την άλλη μέρα βλέπαμε στους δρόμους να μεταφέρουν τους νεκρούς από τις βομβαρδισμένες περιοχές. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν εξαθλιωμένοι πολίτες. Τα λιγοστά τρόφιμα μοιράζονταν με το δελτίο και μετά τον πόλεμο. Θλιβερές είναι οι αναμνήσεις και από όσα ζήσαμε μετά τον πόλεμο. Πήγαινα στο σχολείο σέρνοντας μια καρέκλα, που την πηγαινοέφερνα από το σπίτι, γιατί τα θρανία είχαν γίνει καυσόξυλα κατά την Κατοχή. Θέριζαν και οι ασθένειες και η πείνα. Η σωτηρία μας ήταν τα πρωινά συσσίτια στο σχολείο. Μας έδιναν τη μια μέρα γάλα με κακάο, την άλλη τσάι, ένα σταφιδόψωμο, μια φέτα κίτρινο τυρί και μια κουταλιά μουρουνέλαιο, που μύριζε απαίσια. Αυτά, όμως, έσωσαν τα παιδιά της μαύρης εποχής.

 

Ξυπνούν τους εφιάλτες του πολέμου οι βαρβαρότητες που βλέπουμε στις οθόνες της τηλεόρασης και φτάνουμε να αισθανόμαστε στην Ελλάδα τυχεροί γιατί περνάμε οικονομική κρίση και δεν ξαναζούμε τη φρίκη της Κατοχής. Εκεί, δυστυχώς, καταντήσαμε, αφού περάσαμε τον Εμφύλιο και τη δικτατορία των συνταγματαρχών και δεν καταφέραμε επί 40 χρόνια να οικοδομήσουμε μια έντιμη Δημοκρατία, απαλλαγμένη από τη διαφθορά, τη συναλλαγή και τον κομματισμό. Πότε, επιτέλους, κόμματα και πολίτες θα αναλάβουν τις ευθύνες τους και θα λογοδοτήσουν στα σημερινά παιδιά, που βλέπουν σκοτεινό το μέλλον τους;

 

[email protected]

 

Scroll to top