Pin It

ES20140818_9rtΤου Παντελή Κυπριανού*

 

Σπάνια οι «μεγάλοι» μιλάμε για τους νέους. Κι όταν μιλάμε, ο λόγος, ιδιαίτερα ο «επίσημος» (της εξουσίας και των προσκείμενων σε αυτήν ΜΜΕ), είναι στερεοτυπικός και «εποχικός». Κάθε Μάη μιλάμε για τις εξετάσεις των μαθητών, κυρίως τις εισαγωγικές για τα ΑΕΙ, και στις αρχές Σεπτέμβρη για τις εγγραφές τους. Αντε και μια-δυο μέρες σχολίων για τις φοιτητικές εκλογές και την αποδυναμωμένη, αλλά πρωτεύσασα «γαλάζια» γενιά. Οι εν λόγω αναφορές διανθίζονται συνήθως από τη στερεοτυπική θεώρηση των νέων – το μέλλον της χώρας και τη «συντριβή» μας, γιατί εδώ και πέντε χρόνια 6 κοντά στους 10, πτυχιούχοι και μη, είναι άνεργοι. Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί ο λόγος της Αριστεράς, στον οποίο δεσπόζουν, και σωστά, οι διαρκώς αυξανόμενες εκπαιδευτικές ανισότητες, η χρησιμοποίηση των νέων ως φτηνής και αναλώσιμη εργατικής δύναμης (η γενιά των 700 χθες, των 450 σήμερα) και η μαζική φυγή τους στο εξωτερικό.

 

Στο κλίμα αυτό λιγότερο μας απασχολεί η δυσχέρεια κατανόησης της νέας γενιάς και η αμηχανία διαχείρισης της σχέσης μας με αυτήν. Σημάδι της αμηχανίας αυτής είναι o διάχυτος και αυτοαναφορικός λόγος περί σχολικής βίας. Προσθέστε σ’ αυτόν έναν διάχυτο στερεοτυπικό λόγο που θέλει τους νέους αδιάφορους, ανώριμους ακόμη και αυθάδεις.

 

Τα περισσότερα από τα παραπάνω λίγο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και δεν γίνονται κατανοητά με γενικόλογες ρήσεις, όπως ότι οι νέοι αποτελούν ειδική κοινωνική κατηγορία ή ότι έχουμε πάλι χάσμα γενεών. Χάσμα γενεών υπήρξε μεταπολεμικά, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1960, και αποτυπώθηκε σε ποικίλα κινήματα με αιχμές κυρίως την αντίθεση στον πόλεμο και τη χειραφέτηση από κάθε είδους εξουσία, οικονομική, πολιτική, γονεϊκή.

 

Σήμερα είναι αλλιώς. Αν ο 19ος είναι ο κατεξοχήν αιώνας συγκρότησης της νεότητας ως διακριτής ηλικιακής ομάδας, οι τελευταίες δεκαετίες του 20ού σημαδεύονται από την αποδυνάμωσή της, χωρίς όμως να επανέλθουμε στην πρότερη κατάσταση. Μέχρι τον 19ο αιώνα, και σε πολλές περιπτώσεις πολύ αργότερα, τα παιδιά εντάσσονταν πολύ γρήγορα στον κόσμο των ενηλίκων, κυρίως μέσω της εργασίας. Σήμερα ούτε ο γάμος ούτε, περισσότερο, η δυσεύρετη εργασία συνιστούν ορόσημα ή ισχυρά σύμβολα ένταξης στον κόσμο των ενηλίκων. Δύο δεδομένα αποδυναμώνουν τη διαφοροποίηση των νέων από τους «μεγάλους». Το πρώτο το ανέλυσε πριν από κάποια χρόνια ο Νιλ Πόστμαν: τα ΜΜΕ, η τηλεόραση κατά πρώτον, κατέστησαν ανενεργό ένα «όπλο» των ενηλίκων, που τους επέτρεπε να έχουν λόγο για τους ανηλίκους, την κατοχή των μυστικών των ζωής. Οι νέοι, ανήλικοι και μη, έχουν πρόσβαση, ιδιαίτερα στην ψηφιακή εποχή, στα μυστικά αυτά. Το δεύτερο στοιχείο έγκειται στη συγκρότηση, μέσω και των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, ιδιαίτερων, οριζόντια οργανωμένων, κόσμων των νέων διακριτών από εκείνους των ενηλίκων

 

Ετσι το εξής παράδοξο: με την εξάλειψη των μυστικών αίρεται εν πολλοίς η διάκριση ανάμεσα σε ενηλίκους και ανήλικους. Παράλληλα, η συγκρότηση οριζόντιων δικτύων μεταξύ των νέων συγκροτεί ένα νέο σύνορο με τους ηλικιακά μεγαλύτερους και δυσχεραίνει τη μεταξύ τους επικοινωνία. Παράγωγα εν πολλοίς του ρήγματος αυτού είναι τόσο η ιδιαιτερότητα των συμπεριφορών των νέων όσο και η δική μας αμηχανία να τη διαχειριστούμε. Ενδεικτικά, οι νέοι, στην Ελλάδα και αλλού, ψηφίζουν διαφορετικά από τους «μεγάλους», εντάσσονται δυσκολότερα σε συλλογικότητες, όπως τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα, είναι πιο ανοιχτοί στο διαφορετικό και πιο δύστροποι σε κάθε λογής εξουσία.

 

Προφανώς το ρήγμα με τους ενηλίκους δεν είναι ολικό, υπάρχουν θεσμοί που λειτουργούν αντίρροπα. Ο ανθεκτικότερος στον χρόνο (συνέβαλε τα μέγιστα τον 19ο αιώνα στη συγκρότηση της νεότητας) είναι η τυπική εκπαίδευση, το σχολείο, που κατατάσσει τους νέους με βάση την ηλικία και την επίδοση και επιτρέπει στους γονείς, μέσω της αναζήτησης επαγγέλματος και δικών τους προβολών, να έχουν λόγο στις επιλογές των παιδιών τους. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η μαζική ανεργία, που κρατά τους νέους στο σπίτι και καθιστά τη συμβίωση με τους γονείς συνθήκη για την επιβίωση.

 

Ούτε η αναζήτηση της σχολικής επιτυχίας ούτε η αναγκαστική, συχνά, οικογενειακή συμβίωση μπορούν να ακυρώσουν την αυτονόμηση των νέων και να αποτελέσουν άλλοθι για τον έλεγχό τους. Ζητούμενο, αντίθετα, είναι μια νέα προσέγγιση της νεότητας κι από τις συλλογικότητες κι από τους γονείς και γενικότερα τους «μεγάλους». Οπως έγραψε ο Νίκος Σιδέρης, τα παιδιά δεν χρειάζονται ψυχολόγο, χρειάζονται γονείς. Θα πρόσθετα και δασκάλους.

 

*Αναπληρωτής πρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Προσωπικού στο Πανεπιστήμιο Πατρών

 

Scroll to top