Οταν κάποιος έχει τόσο νωρίς δει την επερχόμενη καταστροφή και τόσο έγκαιρα διασαλπίσει την ανάγκη της κοινωνικής κινητοποίησης για την αποτροπή της… Οταν ο ίδιος αυτός άνθρωπος –μέρος και μέλος ενός συνολικά απαξιωμένου παλιού πολιτικού συστήματος– έχει προσπαθήσει να λειτουργήσει ως σηματωρός του (τότε) διαφαινόμενου ζοφερού μέλλοντος και ως κήρυκας της εθνικής υποχρέωσης για επείγουσα προσγείωση σε μια πραγματικότητα ασφαλώς επώδυνη, η οποία όμως θα ήταν αντιμετωπίσιμη με κόστος ασύγκριτα μικρότερο, εάν τα αυτιά της κοινωνίας δεν ήταν βουλωμένα με άπειρες στρώσεις από βουλοκέρι εύηχων και ευπρόσδεκτων μύθων… Οταν ο συγκεκριμένος πρώην πολιτικός (ένας πολιτικός που η κοινωνία με την αβελτηρία της κατέστησε πρώην, ενώ ο ίδιος με την ηπειρώτικη αξιοπρέπειά του απεδέχθη -αν δεν επεδίωξε- την πολιτική του υπερορία) έχει προτείνει και εξειδικεύσει, όχι με κασσανδρικές οιμωγές, αλλά με οικονομικά στοιχεία, αριθμούς και εμπεριστατωμένες αναλύσεις του ευρύτερου ελληνικού και διεθνούς πολιτικού περιβάλλοντος, ακόμη και τις πιο δυσάρεστες πλην απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις και αναπροσαρμογές… Τότε, ένας τέτοιος δραματικά δικαιωμένος από τις εξελίξεις πολιτικός οιωνοσκόπος δεν έχει, ενδεχομένως, ανάγκη από απομνημονεύματα για να εξωραΐσει την εικόνα του ή να τροφοδοτήσει αναδρομικά τη δημοφιλία του. Υπάρχουν τα γεγονότα, υπάρχουν τα κατατεθειμένα ντοκουμέντα και είναι τραγικά εύγλωττα.
Πολιτικές παρεμβάσεις
Υπ’ αυτή την έννοια, η απόφαση του πρώην υπουργού Αλέκου Παπαδόπουλου να συγκεντρώσει σε έναν τόμο καλαίσθητο τις πολιτικές του παρεμβάσεις, πρόσφατες ή παλαιότερες, δημόσιες ή προορισμένες για ένα στενό πολιτικό κύκλο, λιγότερο προσφέρει στον ίδιο και περισσότερο στην εθνική μας αυτογνωσία, επιτρέποντάς μας να συνειδητοποιήσουμε αναδρομικά το μέγεθος της εθελοτύφλωσής μας μπροστά σε οτιδήποτε διατάρασσε την ανέμελη παλλαϊκή μακαριότητα. Θα έλεγα μάλιστα πως, ειδικά το πρώτο μέρος του βιβλίου, που περιλαμβάνει τις παλαιότερες και προειδοποιητικές επισημάνσεις του συγγραφέα, υπό μια έννοια μάλλον τον βλάπτει! Διότι, εμφανίζοντας σήμερα, όταν και έχουν καταστεί κοινός τόπος ή πανθομολογούμενες αλήθειες, προειδοποιήσεις που κατετέθησαν σε χρόνο κατά τον οποίον αποτελούσαν αιρέσεις ρηξικέλευθες ή ακόμη και πολιτικά επικίνδυνες για τον εκφραστή τους (είναι, άλλωστε, πασίγνωστο και ιστορικά πολλάκις επιβεβαιωμένο πως κοινός νους του σήμερα είναι η αίρεση του χθες), κινδυνεύει, από τον αναγνώστη που αδυνατεί να μεταφερθεί με τη σκέψη στο διανοητικό περιβάλλον εκείνης της εποχής, να θεωρηθεί πως αναμασά κοινοτοπίες! Εχει τόσο πολύ μεταβληθεί έκτοτε το κυρίαρχο πολιτικό και πνευματικό κλίμα…
Και όμως. Οι προειδοποιήσεις του Παπαδόπουλου, έγκαιρες, σχεδόν πρώιμες και προεξοφλούσες τα επερχόμενα, είχαν απευθυνθεί προς τους (κατάλληλους άραγε;) αποδέκτες σε καιρούς που μόνον πολιτικά ακίνδυνες δεν ήταν για τον εκφραστή τους.
Προς Σημίτη
Χαρακτηριστικά, μια από τις πιο διεισδυτικές, συγκροτημένες και συνοδευόμενες από τα συγκεκριμένα μέσα για περιστολή των δημοσιονομικών ατασθαλιών και των δανειακών εκτροχιασμών παρεμβάσεις του, ο τότε υπουργός την είχε απευθύνει το 1996 προς τον νεοπαγή πρωθυπουργό της εποχής Κώστα Σημίτη. Οπου, καταγγέλλοντας τη νοοτροπία ενός λαού ο οποίος νομίζει ότι σε κάθε στροφή της Ιστορίας θα συναντήσει «το νησί της χαράς», μεταξύ πολλών άλλων ζητούσε πάγωμα μισθών των κρατικοδίαιτων (ας θυμηθούμε τι κόστισε στον Κώστα Καραμανλή, 13 χρόνια αργότερα και με την οικονομική κρίση να έχει εκραγεί, αντίστοιχη προεκλογική εξαγγελία σε μια κοινωνία που είχε υποστεί διανοητική λοβοτομή λόγω της απαγόρευσης φωνών αποπειρώμενων να κρατήσουν μια επαφή με την πραγματικότητα…). Και πρότεινε ακόμη μηδέν τιμαριθμική προσαρμογή για το 1997 και περικοπή επιδομάτων ή πρόσθετων αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων… Εδώ, ωστόσο, οφείλω να αναφέρω –ως δείγμα όχι τόσο του κακώς νοούμενου πολιτικού ρεαλισμού του συγγραφέα όσο ως ανάδειξη της νοσηρής ισχύος του βαθέος κράτους μας– ότι ο Παπαδόπουλος εξαιρούσε από το πάγωμα τους μισθούς δικαστικών και στρατιωτικών…
Αν, όμως, η ιστορική και γενικότερη σημασία του πρώτου μέρους του βιβλίου, με τις παλαιότερες πολιτικές παρεμβάσεις του πρώην υπουργού, πώς να αξιολογηθεί το δεύτερο («Αντιμέτωποι με το μέλλον»), όπου συγκεντρώνονται πολύ πρόσφατες προτάσεις του, οι οποίες στοχεύουν στη διοικητική αναστήλωση του κράτους και τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού μας συστήματος;
Πρόβλεψη στο Σύνταγμα
Οι πρώτες –μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η συνταγματική απαγόρευση παραγωγής δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η επίσης συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του υπουργού Οικονομικών να προβάλλει βέτο σε κάθε δημόσια δαπάνη– έστω και αν θα χρειάζονταν κάποιες εξειδικεύσεις ή προβλέψεις συγκεκριμένων εξαιρέσεων, στον μη ειδικό, που είναι ο υπογράφων, φαίνονται απολύτως εύλογες.
Δεν θα έλεγα, όμως, το ίδιο για το «θεσμικό αρχιτεκτόνημα» που προτείνει ο Παπαδόπουλος, επηρεασμένος, φοβάμαι, από έναν ως νομικό αξιολογότατο συνταγματολόγο, που «πάσχει» όμως, όπως πολλοί ομότεχνοί του, από «νομικό οραματισμό». Αντίθετα θεωρώ πως η ιστορική και συγκριτική πολιτική μελέτη θα αναδείκνυε την ανεδαφικότητα και μη λειτουργικότητα των προτάσεών του (άμεση εκλογή από τον λαό ενός πολιτικά πανίσχυρου και εμπλουτισμένου με σοβαρότατες αρμοδιότητες Προέδρου της Δημοκρατίας και εξάρτηση του πρωθυπουργού καθώς και της κυβέρνησής του από την εμπιστοσύνη ενός Κοινοβουλίου εκλεγόμενου σχεδόν αμέσως μετά τον Πρόεδρο, ουσιαστικά πάντοτε με ολοσχερή –απλή– αναλογική, για μια πενταετία, όπως και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενώ εάν προκύπτει πρόωρη διάλυση της Βουλής, η νεοεκλεγόμενη θα εκλέγεται μόνο για το διάστημα μέχρι τη συμπλήρωση της πενταετίας της προώρως διαλυθείσης).
Πού, λοιπόν, θα οδηγούσε κατά την κοινή πείρα ένα τέτοιο θεσμικό αρχιτεκτόνημα; Η Βουλή, εκλεγόμενη μέσα στο κλίμα θριάμβου του προέδρου, ασφαλώς θα έδινε μια φιλοπροεδρική πλειοψηφία, σε καμία περίπτωση όμως απόλυτη λόγω της απλής αναλογικής (η εξαίρεση από την αναλογική αντιπροσώπευση που προτείνει ο συγγραφέας είναι εκτός τόπου και χρόνου). Θα οδηγούμασταν λοιπόν σε συμμαχική κυβέρνηση, με δεσπόζον ασφαλώς το προεδρικό κόμμα, επειδή όμως η εξουσία φθείρει, ιδιαίτερα σε περίοδο απουσίας ισχυρών ιδεολογικών αναφορών, η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία μάλλον θα φυλλορροούσε μετά από 2 ή 3 το πολύ χρόνια (είτε με αποχώρηση των μικρών συγκυβερνώντων κομματικών σχημάτων είτε ακόμη και με διαρροές βουλευτών από το προεδρικό κόμμα). Αρα θα εκλεγόταν νέα Βουλή για μια διετία. Κατά πάσα πιθανότητα αντιπροεδρική, αλλά ετερόκλητη, με ισχυρά όλα τα κόμματα διαμαρτυρίας, τόσο τα δεξιά όσο και τα αριστερά.
Η κυβερνησιμότητα
Πόσες, λοιπόν, άλλες διαλύσεις θα μπορούσαν να μεσολαβήσουν μέχρι τη λήξη της προεδρικής θητείας και πώς θα διασφαλιζόταν η κυβερνησιμότητα της χώρας;
Αρα, θεσμικοπολιτικά συνεκτική επιλογή θα ήταν: Είτε η εισαγωγή προεδρικού συστήματος αμερικανικού ή κυπριακού τύπου (οπότε η μη εξάρτηση της προεδρικής κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου θα διασφάλιζε την πολιτική σταθερότητα, ενώ το νομοθετικό έργο θα προωθείτο με εναλλακτικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, αφού η απλή αναλογική θα δημιουργούσε Κοινοβούλιο με πάμπολλα κόμματα)… Είτε ενός ημιπροεδρικού, κατά το προτεινόμενο από τον Παπαδόπουλο, αλλά με τις βουλευτικές εκλογές που θα ακολουθούσαν τις προεδρικές να γίνονται με σύστημα διαθέτον ισχυρά πλειοψηφικά στοιχεία, ώστε να διασφαλίζεται ευρύτατη και συμπαγής φιλοπροεδρική μονοκομματική πλειοψηφία, ώστε να καταστεί δυνατή η εξάντληση της προεδρικής πενταετίας. Φαντάζεται, π.χ., κανείς πως θα κυβερνούσε σήμερα τη Γαλλία ο πρόεδρος Ολάντ χωρίς την ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία που εξασφάλισε χάρη στο πλειοψηφικό των δύο γύρων μετά την εκλογή του;
Συμπέρασμα: ο Αλέκος Παπαδόπουλος με το παρόν πόνημα καταθέτει, ως εθνικές παρακαταθήκες, την πείρα, τις εμπεριστατωμένες γνώσεις, το ήθος, θα έλεγα και τη δικαίωσή του, επειδή ο τόπος σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειάζεται άφθαρτες αλλά και έμπειρες εφεδρείες. Ισως, όμως, για το θεσμικό υπόβαθρο της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος θα έπρεπε να προβληματιστεί λίγο περισσότερο.
* Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης