ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«Το να πεθαίνεις/ είναι μια τέχνη…»
Του Μισέλ Φάις
Μισός αιώνας πέρασε από τότε που η Σύλβια Πλαθ όχι μόνο έγραψε «το να πεθαίνεις/ είναι μια τέχνη, όπως το καθετί/ κι εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά», αλλά και λίγο αργότερα το έπραξε, χώνοντας το κεφάλι της στον φούρνο του γκαζιού το πρωινό της 11ης Φεβρουαρίου του 1963. Εκτός όμως από την «επέτειο» της αυτοχειρίας της σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας, έχουμε και την κυκλοφορία του αποκαταστημένου πλέον «Αριελ» από τις Εκδόσεις Μελάνι (σε ανάγλυφη μετάφραση από την Ελένη και Κατερίνα Ηλιοπούλου και καίρια εισαγωγή της κόρης της, Φρίντας Χιουζ)· της κατάλοιπης δηλαδή ποιητικής συλλογής της, απαλλαγμένης από τις μεταθανάτιες «προσαρμογές» του άντρα της και ποιητή Τεντ Χιουζ.
Για τον αγχώδη και πενθοφόρο βίο αυτής που μετεωριζόταν ανάμεσα στην «απρόθυμη καλή νοικοκυρά» και στην «παρηκμασμένη Μήδεια», αλλά και για τη γυμνότητα των εμμονών της και τον πυρετό της ποιητικής της, γράφουν ο συγγραφέας Νίκος Δαββέτας, ο νέος κριτικός από την Οξφόρδη Ακης Παπαντώνης και η ψυχολόγος―δημοσιογράφος Δήμητρα Διδαγγέλου.
……………………………………………………………………………………………………………………………………….
Του Νίκου Δαββέτα
Σύλβια Πλαθ «Αριελ» Ποιήματα μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου Εκδόσεις Μελάνι, σελ. 230
Συμπληρώνονται φέτος πενήντα χρόνια από την αυτοκτονία της σημαντικότερης ίσως μεταπολεμικής ποιήτριας του αγγλοσαξονικού κόσμου, της Σύλβιας Πλαθ. Η φωνή της σίγησε το πρωινό της 11ης Φεβρουαρίου του 1963 αφού προηγουμένως είχε ολοκληρώσει τη συλλογή «Αριελ, και άλλα ποιήματα». Με αυτήν, όμως, «τους εξεπέρασεν όλους αμέσως και εξακολουθητικά», όπως θα έλεγε και ο Τ. Αγρας για τον αυτόχειρα ποιητή της Πρέβεζας.
Οταν κυκλοφόρησε η εν λόγω συλλογή, με τη φροντίδα και την επιμέλεια του συζύγου της, επίσης ποιητή, Τεντ Χιουζ, ελάχιστοι γνώριζαν ότι κατά κάποιο τρόπο ο Χιουζ είχε λογοκρίνει την έκδοση αφαιρώντας δεκατρία ποιήματα και προσθέτοντας δέκα παλαιότερα. (Μάλλον για λόγους προστασίας των δύο ανήλικων παιδιών του και την αποφυγή δυσάρεστων αντιδράσεων από πρόσωπα του φιλικού περίγυρου που θα αναγνώριζαν σε κάποιους στίχους τον εαυτό τους).
Μετά τον θάνατο του Τεντ Χιουζ κυκλοφόρησε η οριστική και ολοκληρωμένη έκδοση του «Αριελ» παρουσιάζοντας το έργο στις πραγματικές του διαστάσεις. Μόλις λοιπόν το 2004 μας δόθηκε η ευκαιρία να (ξανα)διαβάσουμε την Πλαθ αποκομμένη από τους δημοσιογραφικούς μύθους και τις ευφάνταστες μελέτες των θανατολάγνων κριτικών που μετέτρεψαν ένα στιβαρό ποιητικό έργο σε σημείωμα αυτοκτονίας! Στη χώρα μας, η νέα, αποκατεστημένη έκδοση κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τις εκδόσεις «Μελάνι» σε μετάφραση της Ελένης και της Κατερίνας Ηλιοπούλου και πρόλογο της Φρίντας Χιουζ.
Θα έλεγα πως και μόνο αυτός ο πρόλογος να υπήρχε σε ένα βιβλίο, η έκδοση θα δικαιολογούσε απόλυτα την ύπαρξή της. Είναι αλήθεια ένα ψυχολογικό επίτευγμα το πώς η κόρη της Πλαθ και του Χιουζ ισορροπεί μεταξύ δύο τόσο ισχυρών πνευμάτων, όπως ήταν οι γονείς της, καταγράφοντας με ψυχρό νου και ψύχραιμο χέρι το «εύκρατο κλίμα» που επικρατούσε στη συζυγική σχέση τους. Μεταξύ άλλων σημειώνει εξομολογητικά: «Μετά την αυτοκτονία της και την έκδοση του “Αριελ” γράφτηκαν πολλά σκληρά πράγματα για τον πατέρα μου, τα οποία σκιαγραφούσαν έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο από αυτόν που με μεγάλωσε με ηρεμία και στοργή».
Το πρόβλημα με την ποίηση της Πλαθ, όπως υπογραμμίζει και η μεταφράστρια Κατερίνα Ηλιοπούλου, είναι ακριβώς οι παρεξηγήσεις και οι παραναγνώσεις που γέννησε το γεγονός της αυτοκτονίας, αλλά και κάποιοι στίχοι που θεωρήθηκαν… προφητικοί: «Το να πεθαίνεις / είναι μια τέχνη, όπως το καθετί / Κι εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά». Από εκεί και πέρα, η αρνητική δημοσιότητα, τα κουτσομπολιά για τις απιστίες του Χιουζ, η βιομηχανία του θεάματος, κάλυψαν κάθε συζήτηση για την τέχνη και την τεχνική της.
«Αισθάνομαι πραγματική αποστροφή για κάθε είδους ανάλυση της εμορφιάς ενός ποιήματος ή ενός στίχου στα συστατικά του κατά το παράδειγμα του χημικού», έγραφε ο Αλεξανδρινός κριτικός. «Οταν τα διαβάζω [τα ποιήματα], φαντάζομαι τη μητέρα μου απρόθυμη να υποβαθμίσει με εξηγήσεις τη συμπυκνωμένη ενέργεια που είχε εμφυσήσει σε κάθε στίχο, προκειμένου να διαφυλάξει την ικανότητά τους να σοκάρουν και να ξαφνιάσουν», σημειώνει η κόρη της Σύλβιας Πλαθ. Δεν θα ήθελα λοιπόν στο παρόν σημείωμα να αναλύσω ως χημικός ή να υποβαθμίσω με αφόρητες εξηγήσεις μια εκρηκτική ποίηση στην πιο ώριμη στιγμή της.
Ευτυχώς το μεταφραστικό δίδυμο της παρούσας έκδοσης διέσωσε σε πολλά ποιήματα τη βλάσφημη και αιρετική πλευρά τους, που σόκαρε την κοινή γνώμη και ταρακούνησε αρκούντως την προτεσταντική –και όχι μόνο- ηθική: «Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω / Πέθανες προτού προλάβω / ασήκωτος σαν μάρμαρο, ένα τσουβάλι γεμάτο Θεό / αποτρόπαιο άγαλμα με ένα δάχτυλο ποδιού μελανό». Η συστηματική δουλειά των αδελφών Ηλιοπούλου, με πολλές βοήθειες για τον σημερινό αναγνώστη, προκρίνει το ειρωνικό ύφος. Στη μνήμη μας πάντως παραμένει και η μεταφραστική προσπάθεια της ποιήτριας Νανάς Ησαΐα, που απέδωσε συγκλονιστικά τα εμβληματικότερα ποιήματα του «Αριελ», το μακρινό 1974.