Αν ρίξει κανείς μια ματιά στον χάρτη, εύκολα θα διαπιστώσει ότι η Ευρώπη περικλείεται από ένα δακτύλιο, ακριβώς έξω από τα γεωγραφικά όριά της, στον οποίο επικρατεί ο πόλεμος και η αποσταθεροποίηση. Από μια άποψη το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της τεράστιας επιτυχίας που είχε το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης στην πραγμάτωση του πρωταρχικού του στόχου: τη διασφάλιση της ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Πράγματι, μια πολεμική αναμέτρηση μεταξύ κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι σήμερα αδιανόητη, κάτι που ενδεχομένως να μην ίσχυε αν δεν υπήρχε η τελευταία. Από την άλλη πλευρά, είναι εξίσου ενδεικτικό και μιας ευρωπαϊκής αποτυχίας, η οποία ήδη απειλεί τη σταθερότητα και την ευημερία της ίδιας της Ευρώπης. Πράγματι, μια από τις θεμελιώδεις παραδοχές της κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής ήταν, ανέκαθεν, η διαμόρφωση πέριξ της Ευρώπης μιας ζώνης αποτελούμενης από φιλικά προς την ίδια κράτη, με τα οποία θα απολάμβανε προνομιακές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, ώστε να εξασφαλίσει την ειρήνη και τη σταθερότητα στο άμεσο περιβάλλον της. Αυτό ήταν το σκεπτικό πίσω από πρωτοβουλίες όπως η Ενωση για τη Μεσόγειο και η Ανατολική Εταιρική Σχέση, μεταξύ άλλων.
Τι συμβαίνει, όμως, πέρα από τις διακηρύξεις, στο πραγματικό πεδίο; Ας πάρουμε τρία παραδείγματα που συνοψίζουν το πρόβλημα: στη Συρία η Ευρώπη απέτυχε να καταλήξει σε ένα δικό της, αξιόπιστο σχέδιο ειρήνευσης και να πάρει διπλωματικές πρωτοβουλίες για τον έγκαιρο τερματισμό ενός πολέμου που ήδη έχει γεννήσει ένα ισλαμικό φονταμενταλιστικό κίνημα πρωτοφανούς αγριότητας, έχει βάλει φωτιά και στο Ιράκ, ενώ απειλεί την ειρήνη σε όλη τη Μέση Ανατολή. Στην Ουκρανία αναγνώρισε ως συνομιλητές της και ως εκφραστές, δήθεν, του «ευρωπαϊσμού» δυνάμεις με εξαιρετικά ύποπτες σχέσεις με τον φασισμό και τον νεοναζισμό. Παρασυρόμενη από στερεότυπα του παρελθόντος, υιοθέτησε μια στάση που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, ενισχύοντας τον κίνδυνο ενός νέου, μεταμοντέρνου Ψυχρού Πολέμου που μόνο την Ευρώπη δεν εξυπηρετεί, ενώ ακυρώνει την εικόνα της ως δύναμης για τη σταθερότητα, την ειρήνη και τη δημοκρατία, δεδομένου ότι η παρέμβασή της στη χώρα αυτή της ανατολικής Ευρώπης είχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Πράγματι, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιες ακριβώς ευρωπαϊκές αξίες υπηρετούνται με αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία αυτή τη στιγμή, με την ανοχή -ή μάλλον με την ενεργό υποστήριξη- της Ευρώπης. Τέλος, αγνόησε με υποκριτικό τρόπο, τηρώντας ίσες αποστάσεις, την κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας από τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις κατά την εισβολή του Ισραήλ στη Γάζα, η οποία είχε θύματα κυρίως αμάχους και παιδιά και προκάλεσε μια ανείπωτη ανθρωπιστική καταστροφή. Και πάλι, με την ανοχή της Ευρώπης.
Στις μέρες μας ολοκληρώνεται μια κοσμοϊστορική μετάβαση. Η διεθνής ισχύς, η οποία επί αιώνες ήταν αποκλειστικό προνόμιο της Ευρώπης ή, ευρύτερα, αυτού που είθισται να αποκαλούμε «Δύση», μετατοπίζεται προς την Ασία, τον Ειρηνικό και τη Λατινική Αμερική. Αναδυόμενες οικονομικές και πολιτικές υπερδυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ινδία, αλλά και περιφερειακοί παίκτες, όπως η Ρωσία, η Τουρκία και το Ιράν αμφισβητούν τη δυτική πρωτοκαθεδρία και δεν διστάζουν να δημιουργούν συνασπισμούς μεταξύ τους, ευκαιριακούς ή στρατηγικούς, παρακάμπτοντας την Ευρώπη ή ακόμα και αυτήν την Αμερική. Η Ευρώπη όφειλε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, αλλά και να τα εκμεταλλευτεί, ώστε να εδραιώσει μια δική της, αυτόνομη διεθνή παρουσία. Οχι μόνο δεν έχει συμβεί αυτό, αλλά όσο περνά ο καιρός παρατηρούμε ότι σε πολλές περιπτώσεις αντί να είναι μέρος της λύσης, γίνεται μέρος του προβλήματος. Διολισθαίνει, έτσι, σε μια άνευ όρων εξάρτηση από τον υπερατλαντικό παράγοντα, σε ευθεία αντίθεση με τα ίδια της τα συμφέροντα, κάτι που καταδεικνύεται όχι μόνο από την ατυχή υπόθεση της Ουκρανίας, αλλά και από την υπό διαπραγμάτευση και καλυπτόμενη από πέπλο μυστικότητας Διατλαντική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP).
Βεβαίως, είναι γνωστές και καταγεγραμμένες οι θεσμικές και πολιτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, μια πολιτική που εξαρτάται εκ των πραγμάτων από την εσωτερική ισορροπία δυνάμεων εντός της Ενωσης, όπως αυτή καταγράφεται σε μια ακραιφνώς διακυβερνητική διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι κάθε χώρα έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει σθεναρά μια κοινή ευρωπαϊκή δράση που θα διασφαλίζει τα δικά της συμφέροντα. Δεν είναι, δηλαδή, ακριβές ότι ακόμα και μια μικρή χώρα δεν μπορεί να έχει επιρροή, αφού κατά κανόνα η ευρωπαϊκή διπλωματία βασίζεται στην επίτευξη consensus μεταξύ όλων των κρατών-μελών. Καθιστά, όμως, τη χάραξη κοινής γραμμής δυσχερή ή ευνοεί εκείνα τα κράτη που υιοθετούν εξαρχής τη λιγότερο μετριοπαθή στάση ή, απλώς, είναι ισχυρότερα. Εάν όμως μείνουμε εκεί, χωρίς να διεκδικούμε τη μεταβολή των σημερινών συνθηκών και των δυσμενών συγκυριών, σημαίνει ότι αποδεχόμαστε μια κατάσταση όπου η Ευρωπαϊκή Ενωση, στην εξωτερική της δράση, έχει μόνο δύο επιλογές: ή να μην κάνει τίποτα ή να κάνει λάθος. Κάτι που, πολύ συχνά, είναι το ίδιο πράγμα.
* Δικηγόρος, διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος LL.M από το London School of Economics