20/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η κοινωνική αυτονομία του Πανεπιστημίου

Tο Πανεπιστήμιο δεν υπάρχει στο μυαλό του υπουργού Παιδείας (στο πολιτικό πρόγραμμα της κυβέρνησης των μνημονίων) ως αυτόνομη κοινωνική οντότητα, αλλά ως επιχειρησιακό μέσο για να καταπολεμήσει τη φτώχεια, που η ίδια αυτή κυβέρνηση εγκατέστησε ως δομικό στοιχείο στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου μας.
      Pin It

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥΤου Θεόδωρου Γεωργίου*

 

Το πολιτικό πρόβλημα των σχέσεων του πανεπιστημίου με το κράτος επανήλθε ως θεματικό αντικείμενο στις συζητήσεις και τις διαβουλεύσεις της δημόσιας σφαίρας με αφορμή τις πρωτοβουλίες του υπουργού Παιδείας Ανδρέα Λοβέρδου σχετικά με τις μεταγραφές των φοιτητών και την εισαγωγή της ψηφιακής τεχνολογίας στη διδασκαλία. Εξ αρχής θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το πρόβλημα αυτό υφίσταται ως πολιτικό πρόβλημα από ιδρύσεως του πανεπιστημίου στην ελληνική κοινωνία και γνωρίζει ποικίλες εκδοχές και παραλλαγές. Στην πρόσφατη ιστορία του ελληνικού πανεπιστημίου με τον νόμο 1268/1982 (ο γνωστός νόμος – πλαίσιο) ετέθησαν οι νομικές βάσεις και ορίστηκαν οι πραγματολογικές συνθήκες, στο πλαίσιο των οποίων οργανώνονται οι σχέσεις πανεπιστημίου και κράτους. Οι βάσεις και οι συνθήκες επαναδιατυπώθηκαν με τον πρόσφατο νόμο 4009/2011 (ο νέος νόμος – πλαίσιο).

 

Οι συνάδελφοι της νομικής επιστήμης μπορούν να αναλύσουν και να ερμηνεύσουν το νομικό πλαίσιο, το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και το κράτος. Το πλαίσιο αυτό εξειδικεύει θεμελιώδεις επιστημολογικές αρχές, οι οποίες ανάγονται στο εκπαιδευτικό και μορφωτικό πρόγραμμα του Humboldt (ο οποίος υπήρξε ο ιδρυτής του πανεπιστημίου της νεωτερικής κοινωνίας) και στο πρόγραμμα εκπαιδευτικής πολιτικής που επεξεργάστηκε ο κοινωνιολόγος Max Weber. Ο πρώτος (ο Humboldt) εκπόνησε το πρόγραμμα της αυτονομίας του πανεπιστημίου ως κοινωνικής σφαίρας και ο δεύτερος (ο Weber) σχεδίασε την οργάνωση και τη λειτουργία της ιδιαίτερης και αυτόνομης κοινωνικής περιοχής που ονομάζεται πανεπιστήμιο.

 

Δύο αιώνες μετά τον Humboldt (αρχές του δέκατου ένατου αιώνα) και έναν αιώνα μετά τον Weber (αρχές του εικοστού αιώνα) οι συγκροτησιακές και οι οργανωτικές – λειτουργικές αρχές του πανεπιστημίου κωδικοποιούνται σε δύο θεμελιώδη αξιώματα: πρώτον, σύμφωνα με την οντολογική – συγκροτησιακή αρχή το πανεπιστήμιο είναι μία κοινωνική οντότητα (σφαίρα ή περιοχή), της οποίας το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα έγκειται στο εξής: μέσω του πανεπιστημίου η ίδια η κοινωνία στοχάζεται τον εαυτό της (στη φιλοσοφική ορολογία), δηλ. με τα λόγια του κοινού νου μέσω του πανεπιστημίου η εκάστοτε κοινωνική μορφή ζωής κατασκευάζει το παρόν της, ανακατασκευάζει το παρελθόν της, σχεδιάζει το μέλλον της, διαχειρίζεται τα συλλογικά όνειρά της. Ολα όσα συνιστούν τα περιεχόμενα της κοινωνικής συνείδησης (ιδέες, σχέδια, όνειρα, μνήμες, προκαταλήψεις, υστεροβουλίες, φαντασιώσεις, κοσμοεικόνες κ.ά.) στο πανεπιστήμιο υπόκεινται σε γνωσιακό και επιστημολογικό έλεγχο και το τελικό αποτέλεσμα (στον βαθμό που μπορεί καταστεί μετρήσιμο μέγεθος) παραπέμπει σ’ αυτό που ονομάζουμε: το πνεύμα της εποχής μας.

 

Δεύτερον: σύμφωνα με τη βεμπεριανή οργανωτική – λειτουργική αρχή η οργάνωση και η λειτουργία της ιδιαίτερης και αυτόνομης κοινωνικής περιοχής που υποστασιοποιεί το πανεπιστήμιο θα πρέπει να υπακούει στη λογική (ή ορθότερα στη φύση) του ίδιου του πράγματος. Με άλλα λόγια το πανεπιστήμιο, κατά τον Weber, θα πρέπει όσον αφορά την οργάνωσή του να θέτει το ίδιο τους οργανωτικούς κανόνες και όσον αφορά τη λειτουργία του να θέτει το ίδιο τις λειτουργικές διαδικασίες του. Οι κανόνες και οι διαδικασίες απορρέουν από την ιδιαίτερη κοινωνική θέση του πανεπιστημίου. Τα προβλήματα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και μόρφωσης θα πρέπει κατά τον Weber να αντιμετωπίζονται ως ζητήματα καθολικών, θεωρητικών, επιστημολογικών και ηθικών αρχών και όχι ως «ζητήματα διοικητικού οργανισμού, εδρών και προσόντων» (βλ. το σχετικό κείμενο του Weber με τον τίτλο: η επιστήμη ως επάγγελμα).

 

Μετά απ’ αυτή την επιστημολογική περιδιάβαση στη γενεαλογική θεμελίωση του πανεπιστημίου ο Ελληνας πολίτης αλλά τελικά και όλοι όσοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως τοποτηρητές της αυτονομίας του πανεπιστημίου θέτουμε το ερώτημα: ποιοι άραγε είναι οι λόγοι που οδηγούν τον υπουργό Παιδείας να λαμβάνει αποφάσεις, που αναφέρονται στο ζήτημα των μεταγραφών και στο ζήτημα της ψηφιακής τεχνολογίας σε αναφορά με την πανεπιστημιακή διδασκαλία, με άξονα εξωπανεπιστημιακούς στόχους και με αποτέλεσμα να μετατρέπει το ίδιο το πανεπιστήμιο σε μέσο για να διορθωθούν (πώς άραγε;) οι εισοδηματικές πολιτικές των κυβερνήσεων των μνημονίων;

 

Η προτεινόμενη από την κεντρική κυβέρνηση λύση στο πρόβλημα των μεταγραφών όχι μόνον υπονομεύει την επιστημολογική αρχή αυτόνομης κοινωνικής συγκρότησης του πανεπιστημίου, αλλά μετατρέπει το ίδιο το πανεπιστήμιο σε μέσο (Medium), διά του οποίου προωθούνται προγράμματα, των οποίων στόχος είναι να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της φτώχειας στην ελληνική κοινωνία. Αντιλαμβάνεται λοιπόν και εκείνος ακόμη που εμπειρικά και διαισθητικά προσεγγίζει την πραγματικότητα, ότι το πανεπιστήμιο δεν υπάρχει στο μυαλό του υπουργού Παιδείας (στο πολιτικό πρόγραμμα της κυβέρνησης των μνημονίων) ως αυτόνομη κοινωνική οντότητα, αλλά ως επιχειρησιακό μέσο για να καταπολεμήσει τη φτώχεια, που η ίδια αυτή κυβέρνηση εγκατέστησε ως δομικό στοιχείο στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου μας.

 

Η κυβέρνηση των μνημονίων, αντί να επεξεργαστεί ένα νέο ολοκληρωμένο πρόγραμμα εισοδηματικής πολιτικής (άραγε μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο με το ανθρώπινο δυναμικό που έχει στη διάθεσή της;) που θα μπορούσε τις επόμενες δεκαετίες να αμβλύνει τις επιπτώσεις της γενικευμένης κοινωνικής φτώχειας, επιλέγει (δηλ. λαμβάνει την πολιτική απόφαση) να επιτεθεί εναντίον του πανεπιστημίου και να υπονομεύσει την αυτονομία του. Θα πρέπει όμως τελικά να καταλάβουν όλοι όσοι αυτοαναγορεύονται σε πολιτικούς σχεδιαστές (τέτοιος είναι ο υπουργός Παιδείας) και αρνούνται τον ρόλο και την ιδιότητα του πολιτικού, ότι οι ιδέες του πολιτικού διαφωτισμού δεν μπαίνουν σε ζυγαριά, ούτε σε συναλλαγές. Οι ιδέες του πολιτικού διαφωτισμού είναι αδιαπραγμάτευτες και ανεξαργύρωτες. Μία τέτοια ιδέα είναι η κοινωνική αυτονομία του πανεπιστημίου. Και επειδή η ιστορία του ελληνικού πανεπιστημίου έχει πολλά θετικά επιτεύγματα να επιδείξει, δεν χρειάζεται να ανοίξουμε και πάλι την πληγή που ονομάζεται: σχέσεις ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και το κράτος.

 

Συνοψίζοντας μπορούμε να υποστηρίξουμε τα εξής: πρώτον, η προωθούμενη ρύθμιση για τις μεταγραφές των φοιτητών δεν είναι απλώς και μόνον διοικητικό και οργανωτικό μέτρο. Δηλ. δεν αλλοιώνει μόνο τον φοιτητικό πληθυσμό στα ελληνικά πανεπιστήμια. Αλλά έχει μία ουσιαστική επιστημολογική διάσταση που αναφέρεται στην υπονόμευση της επιστημολογικής αυτονομίας και στην αποδόμηση της διοικητικής αυτοτέλειας του πανεπιστημίου. Δεύτερον: η συγκεκριμένη πολιτική απόφαση της κυβέρνησης των μνημονίων, εντός του πνεύματος της κρίσης, μετατρέπει το αυτόνομο πανεπιστήμιο σε επιχειρησιακό μέσο εισοδηματικής πολιτικής. Ως πολιτική ιδέα αυτό το πράγμα έχει στοιχεία πολιτικού τυχοδιωκτισμού και μακροπρόθεσμα διαμορφώνει τις συνθήκες για να καταργηθούν και τα τελευταία οχυρά υπεράσπισης του ορθολογικού και νεωτερικού πανεπιστημίου με πρόσχημα την αντιμετώπιση της κρίσης και την καταπολέμηση της φτώχειας.

 

* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

 

Scroll to top