Του Χρήστου Τσακόπουλου*
Υπάρχει γενική αναφορά και συμφωνία από ευρύτερους κύκλους ότι το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης βρίσκεται σε κρίση.
Η συζήτηση αυτή ζωήρεψε τελευταία, με αφορμή τη δημιουργία νέου κόμματος από τον Σταύρο Θεοδωράκη, που πρόσφατες δημοσκοπήσεις το βγάζουν τρίτο σε δύναμη κόμμα. Συμπαθής, νέος, δημοσιογράφος, με εκπομπές στην τηλεόραση κοινωνικού, αντισυστημικού, περιθωριακού, θα έλεγα, χαρακτήρα, ίδρυσε νέο κόμμα, με πρωτότυπο όνομα, χωρίς εκείνα τα γνωστά που χρησιμοποιούνται συνήθως, όπως «συμμαχία», «συνεργασία», «δημοκρατική…» κ.λπ., χωρίς πρόγραμμα, και βγήκε αμέσως τρίτο κόμμα. Σημείο των καιρών; Ισως. Για να δούμε!
Τρία είναι, κατά τη γνώμη μου, τα βασικά στοιχεία που καθορίζουν την κρίση και χαρακτηρίζουν όλα τα κόμματα.
Το πρώτο είναι ότι όλα τα κόμματα είναι συγκεντρωτικά, αρχηγικά.
Την κατεύθυνση έδωσε, μετά τη μεταπολίτευση, το ΚΚΕ, με μαζικές οργανώσεις και συγκεντρωτικό ηγετικό χαρακτήρα, με μονοπρόσωπη εξουσία του γενικού γραμματέα ή του προέδρου ή του αρχηγού, και το μιμήθηκαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλα τα κόμματα. Δεν νομίζω ότι το Ποτάμι είναι κάτι το διαφορετικό.
Σήμερα, οι δημοσκοπήσεις αλλά και πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, διαφορετικού χαρακτήρα, δείχνουν ότι η πλειοψηφία των πολιτών δεν έχει εμπιστοσύνη στα αρχηγικά κόμματα και επιθυμεί συμμετοχικές, αμεσοδημοκρατικής έμπνευσης συλλογικότητες.
Το δεύτερο συστατικό της κρίσης του πολιτικού συστήματος είναι η πολιτική των κομμάτων.
Τα κόμματα, στην τρέχουσα πολιτική πράξη τους, προσπαθούν να μη φανερώνουν την πραγματική στρατηγική τους κατεύθυνση. Ποια είναι, άραγε, η στρατηγική κατεύθυνση του Σταύρου Θεοδωράκη; Μέλλει να φανεί!
Η Ν.Δ. του κ. Σαμαρά παρουσιάζεται ως φιλολαϊκό κόμμα, ενώ υπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
Το ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου, ενώ με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση είναι ενσωματωμένο στην πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, αρέσκεται, παράλληλα, να παρουσιάζεται ότι ανήκει στην Κεντροαριστερά.
Στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν στο εσωτερικό του δύο αντιτιθέμενες, με στρατηγικού χαρακτήρα διαφορές, τάσεις και η ηγεσία του προσπαθεί να ισορροπεί πατώντας σε δύο βάρκες.
Ο κ. Καμμένος προσπαθεί να κρύψει τις ακροδεξιές του θέσεις, προβάλλοντας μια αντιμνημονιακή ρητορική.
Η Χρυσή Αυγή, ενώ είναι ένα φασιστικό, νεοναζιστικό μόρφωμα, προσπαθεί να παρουσιαστεί σαν ένα λαϊκό, εθνικιστικό κόμμα. Ενα κόμμα που υμνεί τον Χίτλερ και που αναπολεί τις δικτατορίες της 4ης Αυγούστου και της 21ης Απριλίου δεν έχει θέση σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα.
Η ΔΗΜΑΡ αναζητεί τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, για τον σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία.
Το ΚΚΕ μιλάει για λαϊκή εξουσία, αλλά, σύμφωνα με το πρόγραμμά του, πρόκειται για εξουσία του κόμματος και κρατισμό. Ακολουθεί πιστά τη λενινιστική στρατηγική και τις θέσεις του Λένιν για το λεγόμενο επαναστατικό, εργατικό κόμμα νέου τύπου, ως δήθεν πρωτοπορία της εργατικής τάξης, που θα πάρει για λογαριασμό της την εξουσία.
Οι Μαρξ και Ενγκελς, αντίθετα, στο προοίμιο του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» γράφουν ότι δεν σκοπεύουν στην ίδρυση ακόμη ενός εργατικού κόμματος αλλά στο να ενώσουν, σε ένα ανώτερο επίπεδο πολιτικής συνείδησης, τη δράση των υπαρχουσών εργατικών οργανώσεων.
Η αναφορά τους αυτή οδηγεί στη θέση του Αντόνιο Γκράμσι, ότι το κόμμα της σοσιαλιστικής αλλαγής πρέπει να λειτουργεί και να δρα ως συλλογικός διανοούμενος.
Το τρίτο και το πιο σημαντικό στοιχείο της κρίσης του πολιτικού συστήματος είναι η διαπλοκή και η διαφθορά.
Τα σκάνδαλα ξεσπούν το ένα μετά το άλλο.
Η εξουσία έχει ταυτιστεί με τη μη ηθική. Η πολιτική έχει καταντήσει ένα επάγγελμα όχι και τόσο αξιοπρεπές.
Η διαφθορά αγγίζει και το ΚΚΕ, γιατί αφενός είναι ένα κατεξοχήν εξουσιαστικό κόμμα και αφετέρου στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», που υποστήριζε και εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι ήταν σοσιαλισμός, περίσσευε η διαφθορά και η παραοικονομία.
Το συμπέρασμα που εξάγεται από τα παραπάνω είναι ότι το κόμμα της ανανεωτικής Αριστεράς, ως πολιτικό υποκείμενο της σοσιαλιστικής αλλαγής, για να είναι εναλλακτικό προς το ισχύον πολιτικό σύστημα της κρίσης πρέπει να λειτουργεί και να δρα ως συλλογικός διανοούμενος και να είναι αμεσοδημοκρατικό και κινηματικό. Αυτό ισχύει και για όλα τα δημοκρατικά κόμματα.
Ο αμεσοδημοκρατικός χαρακτήρας καθορίζεται από τη θεσμοθέτηση, με συγκεκριμένα μέτρα, στο καταστατικό του, των αρχών της ανακλητότητας και της εναλλαγής και από τη λήψη των αποφάσεων μέσω της δημοκρατικά εκφρασμένης θέλησης του συνόλου των μελών του.
Και ο κινηματικός χαρακτήρας, από τον σεβασμό στην πράξη της ενότητας και της αυτονομίας των μαζικών φορέων, από την ανοιχτή στην κοινωνία λειτουργία των πολιτικών του κινήσεων και από την υπέρβαση του εαυτού του στο θέμα της εξουσίας.
* Πολιτικός μηχανικός