21/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πανεπιστήμιο και οικονομία

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το κοινωνικό αίτημα να μετατραπεί το ελληνικό πανεπιστήμιο από πανεπιστήμιο-σχολείο σε ερευνητικό πανεπιστήμιο. Από την άλλη, όμως, η οικονομική ισχύς θέτει τους όρους της λειτουργίας της που υπακούν στη δική της λογική. Κατά συνέπεια διαμορφώνεται ένα νέο συγκρουσιακό πεδίο στην ιστορική μορφή ζωής.
      Pin It

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥΤου Θεόδωρου Γεωργίου*

 

Οπως με αφορμή το πρόβλημα των μετεγγραφών έγινε και πάλι το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και το κράτος θεματικό αντικείμενο συζητήσεων και διαβουλεύσεων στη δημόσια σφαίρα, έτσι και με αφορμή την πρόσφατη κυβερνητική πρωτοβουλία, να επιτραπεί η χρηματοδότηση της ακαδημαϊκής έρευνας με ιδιωτικά κεφάλαια, τίθεται επί τάπητος το ζήτημα των σχέσεων του πανεπιστημίου με την οικονομική σφαίρα. Το ζήτημα αυτό είναι παλιό και οι σχετικές συζητήσεις τοποθετούνται στην εποχή ιδρύσεως του σύγχρονου πανεπιστημίου. Εάν η εποχή αυτή (όπως γίνεται γενικώς δεκτό στην ιστορία του πανεπιστημίου) είναι οι πρώτες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα, τότε θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το ζήτημα των σχέσεων του πανεπιστημίου με το οικονομικό σύστημα αποτελεί αντικείμενο επιστημολογικής και πολιτικής επεξεργασίας στο πλαίσιο της πλήρους επικράτησης της πολιτικής ως του κατεξοχήν κοινωνικού μηχανισμού ισχύος στη νεωτερική κοινωνία.

 

foithtesΑπό την εποχή εκείνη μέχρι τις μέρες μας (αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα) τα πράγματα (δηλ. η πολιτική, η οικονομία, η αγορά, οι παραγωγικές διαδικασίες και εννοείται πρωτίστως το πανεπιστήμιο) έχουν υποστεί ριζικές αλλαγές.

 

Σχετικά με το πράγμα που ονομάζεται πανεπιστήμιο ισχύει το πρόγραμμα του Humboldt, σύμφωνα με το οποίο το πανεπιστήμιο είναι η κοινωνική εκείνη σφαίρα (περιοχή), μέσω της οποίας η ίδια η κοινωνία στοχάζεται τον εαυτό της. Επειδή όμως το πανεπιστήμιο ούτε οργανώνεται, ούτε λειτουργεί σε κενό αέρος, αλλά είναι μια ιστορική και κοινωνική οντότητα, ορίζει τις σχέσεις της με τα άλλα πράγματα όπως π.χ. είναι το κράτος, η πολιτική, η οικονομία κ.ά. στις εκάστοτε ιστορικές και κοινωνικές μορφές ζωής.

 

Οποιος λοιπόν λαμβάνει την απόφαση να χρηματοδοτείται η ακαδημαϊκή έρευνα με ιδιωτικά κεφάλαια, θα πρέπει προηγουμένως να έχει επεξεργαστεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας της έρευνας. Η πρόταση αυτή έχει πράγματι αξιωματικό χαρακτήρα. Και αυτό συμβαίνει, επειδή δεν μπορεί να τεθεί στη ζυγαριά η αυτονομία του πανεπιστημίου, η οποία συνιστά τον δομικό και συγκροτησιακό χαρακτήρα του ίδιου του πράγματος, δηλαδή του πανεπιστημίου. Με απλά λόγια, η αυτονομία του πανεπιστημίου και ειδικότερα η ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα είναι αξιώσεις ισχύος (δηλ. έχουν να κάνουν με την ίδια την υπόσταση και την ύπαρξη του πανεπιστημίου) που δεν αποτελούν αντικείμενα διαπραγμάτευσης.

 

Οπότε τίθεται το ερώτημα: Ποια μπορεί να είναι τα κριτήρια της πανεπιστημιακής πολιτικής, στο πλαίσιο της οποίας τα ελληνικά πανεπιστήμια θα αναζητήσουν χρηματοδότηση της ακαδημαϊκής έρευνάς τους στον ιδιωτικό οικονομικό τομέα; Το ερώτημα αυτό μπορεί να εξειδικευθεί περαιτέρω για την «ελληνική περίπτωση» του πανεπιστημίου, αλλά θα πρέπει προηγουμένως να ερευνήσει κανείς το νέο διεθνές τοπίο, το οποίο διαμορφώθηκε μετά τη δεκαετία του ’80 και αναφέρεται αφ’ ενός μεν στις δύο κατεξοχήν ακαδημαϊκές δραστηριότητες εντός του πανεπιστημίου, που είναι η διδασκαλία και η έρευνα, και αφ’ ετέρου στις σχέσεις πολιτικής και οικονομίας.

 

Οσον αφορά το πρώτο ζήτημα των ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων, της διδασκαλίας και της έρευνας, θα πρέπει να τονιστεί ότι το μεγάλο ζητούμενο είναι και θα εξακολουθεί να είναι η «ενότητα διδασκαλίας και έρευνας, όπως αυτή ορίζεται στο πρόγραμμα του Humboldt. Σε διεθνές επίπεδο τα πανεπιστήμια ανά τον κόσμο χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σ’ εκείνα που είναι πανεπιστήμια διδασκαλίας των επιστημών (τα ελληνικά πανεπιστήμια ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία) και σ’ εκείνα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα που αναγορεύουν την έρευνα σε πρώτιστη επιστημολογική αρχή. Δηλαδή έχουμε από τη μία μεριά τα πανεπιστήμια-σχολεία (μεταδίδεται και αναπαράγεται σ’ αυτά η επιστημονική γνώση) και από την άλλη τα πανεπιστήμια-ερευνητικά κέντρα (η επιστημονική γνώση σ’ αυτά τα πανεπιστήμια δεν είναι ποτέ δεδομένη και διαρκώς βρίσκεται «υπό κατασκευή»).

 

Οσον αφορά το ζήτημα των σχέσεων της πολιτικής με την οικονομία, και σ’ αυτό τον τομέα θα πρέπει να τονιστεί ότι μετά τη μεταπολεμική περίοδο σε διεθνές επίπεδο η ανατροπή είναι ριζική. Το πάνω χέρι τελικά έχει αποκτήσει η οικονομία και το παλιό καθεστώς τού καταμερισμού εργασίας της κοινωνικής ισχύος ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία έχει καταρρεύσει. Η ιστορική αυτή εξέλιξη έχει οδηγήσει σταδιακά στη ρευστοποίηση των εθνικών οντοτήτων. Στην περίπτωση του σύγχρονου πανεπιστημίου θα πρέπει κανείς να εξετάσει τις επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης.

 

Με βάση όσα εκτέθηκαν έως τώρα, διαπιστώνει κανείς ότι οι σχέσεις του αυτόνομου πανεπιστημίου με την οικονομική σφαίρα εξετάζονται υπό το φως των νέων πραγματολογικών δεδομένων. Τα νέα αυτά δεδομένα ορίζονται: πρώτον, ως η προτεραιότητα της οικονομίας έναντι της πολιτικής και, δεύτερον, ως η επικράτηση του ερευνητικού και επιστημολογικού πανεπιστημίου σε διεθνές επίπεδο έναντι του πανεπιστημίου-σχολείου. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει μια επιστημολογική εικασία: όσο περισσότερο έδαφος κερδίζει το ερευνητικό πανεπιστήμιο τόσο μεγαλύτερες πραγματολογικές δυνατότητες διαμορφώνονται για τις νέες «επιστημονικές επαναστάσεις» (Thomas Kuhn).

 

Στο σημείο αυτό, όμως, θα πρέπει να επιχειρηματολογήσει κανείς εναντίον της άποψης που έχει διατυπωθεί στο βιβλίο του Γερμανού συναδέλφου Richard Münch με τον τίτλο: «Ακαδημαϊκός Καπιταλισμός. Για την πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» (Akademischer Kapitalismus. Über die politische Ökonomie der Hochschulreform, Berlin 2011), σύμφωνα με την οποία η επέκταση των ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων της ακαδημαϊκής έρευνας θα οδηγήσει στη μετατροπή των πανεπιστημίων σε επιχειρήσεις, οι οποίες θα λειτουργούν στη βάση του «new public management». Κατ’ αρχάς θα πρέπει να τονιστεί ότι στη θέση αυτή του Münch κωδικοποιείται η επιχειρηματολογία που αρνείται (ή απορρίπτει) κάθε αλλαγή στο καθεστώς των σχέσεων του πανεπιστημίου με την οικονομία. Η θέση αυτή δεν θέλει να κατανοήσει ότι τα πραγματολογικά δεδομένα έχουν αλλάξει και από την άλλη δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι ο ανεξαργύρωτος και αυτόνομος χαρακτήρας του πανεπιστημίου δεν είναι ένα μεταφυσικό μέγεθος, αλλά μια ιστορική πραγματικότητα, την οποία διεκδικεί η εκάστοτε ιστορική και κοινωνική μορφή ζωής (στη συγκεκριμένη περίπτωση η ελληνική κοινωνία).

 

Αναρωτιέται λοιπόν κανείς πού μπορούμε ως κοινωνία να καταλήξουμε σχετικά με την ιδιωτική χρηματοδότηση της ακαδημαϊκής έρευνας και γενικότερα σχετικά με τη σχέση ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και την οικονομία. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το κοινωνικό αίτημα να μετατραπεί το ελληνικό πανεπιστήμιο από πανεπιστήμιο-σχολείο σε ερευνητικό πανεπιστήμιο. Από την άλλη, όμως, η οικονομική ισχύς θέτει τους όρους της λειτουργίας της που υπακούν στη δική της λογική. Κατά συνέπεια διαμορφώνεται ένα νέο συγκρουσιακό πεδίο στην ιστορική μορφή ζωής που ονομάζεται ελληνική κοινωνία.

 

Το νέο αυτό συγκρουσιακό τοπίο ορίζεται από δύο δυναμικές. Από τη μία, το ανεξαργύρωτο μέγεθος της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην έρευνα και, από την άλλη, η γραφειοκρατική και ολοκληρωτική δυναμική του οικονομικού συστήματος. Θα μπορούσαμε να αναλύσουμε αυτές τις δύο δυναμικές με επιστημολογικούς όρους: από τη μία έχουμε την εσωτερική ελευθερία του πανεπιστημίου και από την άλλη την εξωτερική στόχευση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Η κριτική επιστημολογική σκέψη δεν μπορεί να μετατραπεί σε ιδεολογικό δόγμα και να απορρίψει εκ των προτέρων ως «εχθρό» της την ιδιωτική χρηματοδότηση της ακαδημαϊκής έρευνας. Μπορεί όμως να υπερασπιστεί έως θανάτου, που λέει ο λόγος, την ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα. Αυτό θα πει πως όποιο πανεπιστημιακό ίδρυμα στη συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα στην ακαδημαϊκή έρευνα και τα επιχειρηματικά συμφέροντα του ιδιωτικού κεφαλαίου αποδεχθεί τους όρους του κεφαλαίου, το ίδιο αυτό πανεπιστήμιο αυτοκαταργείται.

 

Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι το ίδιο το πανεπιστήμιο ως πράγμα θέτει ενώπιον του εαυτού του αιτήματα, ζητήματα, ρυθμίσεις και τελικά καταλήγει να αναμετριέται με όλα τα κοινωνικά πράγματα που ορίζουν την υπόστασή του και την ύπαρξή του.

 

* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

 

Scroll to top