Της Ιωάννας Σωτήρχου
Άλλαξε τη ζωή όλων μας αλλά ποτέ δεν μάθαμε τα -ελάχιστα, είναι αλήθεια- θετικά μέτρα που ωστόσο προβλέπονταν, τα οποία όλως τυχαίως είναι αυτά ακριβώς που ουδέποτε εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα. Ανέτρεψε το πολιτικό σκηνικό και τους διαχωρισμούς του παρελθόντος. Παγίωσε μια δεδομένη προπαγανδιστική ατμόσφαιρα. Ποιο είναι το χειρότερο απ’ όλα όσα σχετίζονται με το Μνημόνιο; Το γεγονός ότι η λογική φαίνεται να μας έχει εγκαταλείψει αφού αγόμαστε και φερόμαστε από το θυμικό μας.
«Είναι ακριβώς η κυριαρχία της θυμικής προπαγάνδας, μέσω της διαχείρισης των συναισθημάτων εντός του δημόσιου διαλόγου γύρω από το Μνημόνιο και την κρίση κατ’ επέκταση, που έχει ελαχιστοποιήσει τη συζήτηση μέσω ανταλλαγής ορθολογικών επιχειρημάτων των αντικρουόμενων πλευρών. Η απομείωση της δημόσιας συζήτησης από ορθολογικά επιχειρήματα και από τη στήριξη των αντικρουόμενων απόψεων με απτά -κατά το δυνατό- στοιχεία, συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας ανορθολογικής δημόσιας σφαίρας, όπου τα ζητήματα συζητώνται υπό την επιρροή πρωτίστως των συναισθημάτων και όχι της λογικής.
Το θυμικό στον διάλογο
»Η κυριαρχία του θυμικού εγείρει πάθη, δογματισμό και φανατισμό και διευρύνει τις πολωτικές τάσεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η κυριαρχία του θυμικού στον δημόσιο διάλογο, δρώντας αθροιστικά σε συνδυασμό με προϋπάρχουσες παθογένειες της κοινωνίας, έχει συμβάλει στην ανάδειξη του δεξιού πολιτικού άκρου ως πολιτικής και κοινωνικής λύσης απέναντι στη διαμορφωμένη κρίση, δημιουργώντας μια κατάσταση επικίνδυνης πόλωσης εντός της κοινωνίας, η οποία μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες».
Ο Σταμάτης Πουλακιδάκος -μέλος του ειδικού διδακτικού προσωπικού στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών- που μας μιλάει δεν το κάνει επειδή είναι ένας άνθρωπος που έχει διαβάσει ολόκληρο το Μνημόνιο. Αλλά επειδή διερεύνησε τον τρόπο που αυτό συζητήθηκε, από δημοσιογράφους και πολιτικούς, στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής, «Προπαγάνδα και δημόσιος λόγος. Η παρουσίαση του Μνημονίου από τα ελληνικά ΜΜΕ», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις DaVinci.
Το βιβλίο, πέρα από την παράθεση των βασικών δράσεων του Μνημονίου, περιλαμβάνει μια επισκόπηση της έννοιας της προπαγάνδας και των μορφών που έχει λάβει στα διάφορα στάδια της σύγχρονης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής εξέλιξης. Ο ερευνητής μελέτησε οκτώ διαφορετικά Μέσα Ενημέρωσης: τρία τηλεοπτικά κανάλια (Μέγκα, Αλτερ, ΝΕΤ), τρεις ιστοσελίδες παραδοσιακών δημοσιογραφικών μέσων («Καθημερινή», «Νέα», «Ελευθεροτυπία») και δύο αμιγώς διαδικτυακές ιστοσελίδες αρκετά υψηλά σε επίπεδο επισκεψιμότητας κατά την περίοδο της έρευνας (news247, newsit), εξετάζοντας την εκφορά πολιτικού και δημοσιογραφικού λόγου γύρω από το Μνημόνιο το διάστημα 01/02/10 μέχρι 30/06/10. Και διαχώρισε για τους σκοπούς της έρευνας, με επιστημονικά κριτήρια, τις προπαγανδιστικές μεθόδους, σε λογικές και θυμικές.
• Ποιες είναι οι βασικές διαπιστώσεις από την έρευνά σας;
Η προσέγγισή μου είναι επικοινωνιοκεντρική, δηλαδή κρίνει τον τρόπο που ο δημόσιος λόγος αρθρώνεται διά μέσου των ΜΜΕ, των κυρίαρχων διαύλων εκφοράς του, με συνευθύνη τόσο των πολιτικών δρώντων όσο και των ίδιων των ΜΜΕ. Επομένως κρίνω την παρουσίαση και όχι τις πολιτικές του Μνημονίου. Ενα πρώτο βασικό συμπέρασμα είναι ότι η παρουσίαση του Μνημονίου και των δράσεών του ήταν μονόπλευρη, επιλεκτική και ελλιπής.
• Πιο συγκεκριμένα;
Στην προσπάθειά τους να πείσουν οι αντιμαχόμενες πλευρές το κοινό- το ΠΑΣΟΚ υπέρ του Μνημονίου, η κοινοβουλευτική Αριστερά κατά- χρησιμοποίησαν διάφορες επικοινωνιακές-προπαγανδιστικές μεθόδους. Στη συντριπτική πλειονότητα των εφαρμογών τους είχαν σκοπό να επηρεάσουν συναισθηματικά τον κόσμο. Οι μεν υποστηρικτές του με μια συναισθηματική, κυρίως θετική αφήγηση για μια καινούργια ελπίδα για την Ελλάδα, οι δε αντίπαλοί του με μια αρνητική συναισθηματική ρητορική εναντίον του. Μια από τις ονομασίες του, που είχε κυριαρχήσει τότε στη δημόσια συζήτηση είναι «μηχανισμός στήριξης». Πρόκειται για έναν ευφημισμό που παραπέμπει σε κάτι θετικό, ενώ ουσιαστικά ήταν μια σύμβαση που επισφράγισε μια διαδικασία δανειοδότησης με μια σειρά μέτρων που οφείλει να τηρεί ο δανειολήπτης προκειμένου να του εκταμιεύονται οι δόσεις. Η αντίφαση εδώ είναι ότι τα Μέσα εστίασαν στα πάρα πολλά δυσάρεστα μέτρα του Μνημονίου, τις μειώσεις και περικοπές. Ηταν εξαιρετικά πλημμελής και ελλιπής η παρουσίαση όλων των πτυχών του, που παραμένουν άγνωστες και έμειναν μακριά από τη δημόσια συζήτηση: οι περισσότεροι διατύπωναν κρίσεις, απόψεις και αξιολογήσεις, χωρίς να παραθέτουν τις δράσεις που προέβλεπε. Κάτι που οφείλεται και στη λογική των Μέσων και ιδιαίτερα της τηλεόρασης που ευνοεί τις εξαιρετικά σύντομες δηλώσεις.
• Εντοπίζετε και την απουσία αυτοκριτικής. Μας εξηγείτε τον τρόπο;
Ενα ακόμη χαρακτηριστικό της παρουσίασης είναι η εκτεταμένη μετάθεση ευθυνών ανάμεσα στα δύο πρώην μεγάλα κόμματα που είχαν εναλλαχθεί στην εξουσία στην προ κρίσεως εποχή που αλληλοκατηγορούνταν. Σ’ αυτό το παιχνίδι μπαίνουν και τα αριστερά κόμματα που κατηγορούν και τους δύο. Αρα η μετάθεση ευθυνών είναι εγγενής σε όλους τους πολιτικούς χώρους.
Επιπλέον το Μνημόνιο έφερε έναν καινούργιο πολιτικό-ιδεολογικό διαχωρισμό στην ελληνική πολιτική σκηνή: δεν έχουμε πλέον το δίπολο (κεντρο)Αριστεράς ―Δεξιάς, αλλά Μνημονίου― αντι-Μνημονίου που εκφράζεται με μια αντιπαλότητα πρωτίστως μεταξύ Κέντρου και Αριστεράς. Το Μνημόνιο έφερε μια μετάλλαξη του πολιτικού σκηνικού που αποκρυσταλλώθηκε στις μετέπειτα πολιτικές αναμετρήσεις, με τις συγκυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ.
• Πώς ερμηνεύετε το εύρημα ότι οι δημοσιογράφοι εμφανίζονται πιο επικριτικοί έναντι του Μνημονίου από τους πολιτικούς;
Αυτό συμβαίνει επειδή τα ιδιωτικά ΜΜΕ πατάνε σε δύο «βάρκες». Αφενός στα ιδιοκτησιακά συμφέροντα και αφετέρου στην αποδοχή τους από το κοινό, οπότε προφανώς για να «ευχαριστήσουν» το κοινό τους οι δημοσιογράφοι υιοθέτησαν μια πιο «ελεγκτική»-κριτική στάση έναντι του Μνημονίου.
• Σε ποια βασικά συμπεράσματα καταλήγει η έρευνά σας;
Οσο περνούσε ο καιρός, και μολονότι το Μνημόνιο υιοθετήθηκε, η προπαγάνδα δεν μειωνόταν. Το αντίθετο. Η χρήση προπαγανδιστικών μεθόδων στον λόγο των ομιλούντων αυξανόταν. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι αυτή η επικοινωνιακή στρατηγική δεν είναι αποσπασματική αλλά διαρκής και συνεχίζουμε να τη βιώνουμε.
Ακόμη, σημαντικά συμπεράσματα προκύπτουν και για τον ιδεολογικό διαχωρισμό των ελληνικών κομμάτων που χρησιμοποιούν με διαφορετικό τρόπο τις προπαγανδιστικές μεθόδους. Η Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ) χρησιμοποιεί τις λιγότερες λογικές προπαγανδιστικές μεθόδους από όλους εστιάζοντας στη χρήση θυμικών μεθόδων και μάλιστα αρνητικών, προκειμένου να επηρεάσει το κοινό κατά του Μνημονίου. Στο αντίθετο άκρο συναντάμε το Κέντρο, με κυριότερο εκφραστή το ΠΑΣΟΚ, που αναλαμβάνει το έργο της υπεράσπισης του Μνημονίου, χρησιμοποιώντας περισσότερο λογικές προπαγανδιστικές και θετικές θυμικές μεθόδους, τουλάχιστον κατά τους πρώτους μήνες της δημόσιας συζήτησης για το Μνημόνιο.