24/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ενας ήρωας που μπορεί να σταθεί δίπλα στον καπετάν Μιχάλη

Το βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη, «Δύο φεγγάρια δρόμο», είχε παρουσιαστεί από τις Νησίδες όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Μια άλλη προσέγγιση του βιβλίου, αυτήν τη φορά από τον εκλεκτό καθηγητή του Πανεπιστημίου, Μ. Μερακλή, δημοσιεύουμε σήμερα.
      Pin It

PsilakhsΤου Μ. Μερακλή*

 

Ενα σπουδαίο μυθιστόρημα έρχεται να προστεθεί στη σειρά σημαντικών πεζογραφικών έργων (κατεξοχήν μυθιστορημάτων) που αναφέρονται στα συμβάντα που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα κατά την περίοδο της γερμανικής Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Το μυθιστόρημα του κ. Ψιλάκη έχει ιστορικό φόντο τα αμέσως επόμενα δύο χρόνια (1950-51) μετά το τέλος του Εμφυλίου. Η δράση του εκτυλίσσεται σ’ ένα μικρό χωριό της Κρήτης, αλλά θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε οποιοδήποτε σημείο του ελληνικού χώρου, όπου επικρατούσε το σκληρό κυνηγητό των ηττημένων αριστερών. Τα στρατοδικεία εξακολουθούσαν να καταδικάζουν, νησιά του Αιγαίου γέμιζαν με εξόριστους, όλα τα κανόνιζε, σε πόλεις και χωριά, «κάποιος ενωμοτάρχης, κάποιος ανθυπομοίραχος».

 

Τα δύο αγόρια του πρώτου προσώπου της αφήγησης έχουν σκοτωθεί (το ένα επιστρατευμένο στον εθνικό στρατό, το άλλο αντάρτης, στο βουνό, άγνωστο πού και πώς), το τρίτο παιδί του, ένα κορίτσι, το κουβαλούν οι χωροφύλακες με χειροπέδες, μ’ εντολή του ενωμοτάρχη να το βγάλουν οι γιατροί χτυπημένο δήθεν από τη διαδεδομένη ακόμα τότε λέπρα και να το πετάξουν στο λεπρονήσι.

 

Ο πατέρας είναι μάλλον ευκατάστατος αγρότης, με εντυπωσιακή φυσική δύναμη που αυθόρμητα ξεσπάει ενάντια στην καταστρατήγηση της δικαιοσύνης, φαινόμενο κυρίαρχο εκείνα τα ανώμαλα χρόνια. Θα βρεθεί κι αυτός εξόριστος σ’ ένα νησί, μολονότι είναι έξω από την πολιτική και τους εφιαλτικούς τότε φανατισμούς. Θεωρώ συγκλονιστική την απάντηση που δίνει στην ερώτηση ενός γιατρού (από τους αγαθούς ήρωες που τοποθετεί έντεχνα ο συγγραφέας απέναντι στους τυραννικούς εκπροσώπους της εξουσίας, αλλά και τους καιροσκόπους ή και τους φοβισμένους που δεν αντιδρούν), αν είναι κομμουνιστής, καθώς πληροφορείται πως ήταν στην εξορία: «Ανάθεμά με αν είμαι, γιατρέ, ανάθεμά με κι αν δεν είμαι». Πήγε στην εξορία και «ντράπηκε». «»Σύντροφε» ο ένας, «σύντροφε» ο άλλος (…) Τους ζήλεψα. Δεν πάλευαν για να σώσουν τους εαυτούς τους, αλλά για να σώσουν τον κόσμο. Πήγα μια μέρα παράμερα, έκλαψα. Τα ίδια έλεγε και ο Λευτέρης μου… (ο σκοτωμένος αντάρτης γιος του). Και δεν έκλαψα μόνο για τον Λευτέρη. Εκλαψα γιατί κανείς δεν θα καταφέρει ποτέ να τον σώσει τον κόσμο. Θα παλεύουνε, θα σκοτώνονται, θα τους εξορίζουν, σήμερα τους κουμουνιστές, αύριο τους άλλους, θαρρώ πως έτσι φτιάχτηκε αυτός ο κόσμος».

 

Ο Γιαννάκος Χλωρός (αυτό είναι το όνομά του) είναι ένας μυθιστορηματικός ήρωας άξιος να στηθεί δίπλα στον καπετάν Μιχάλη. Οχι ως όμοια μορφή και χαρακτήρας, αλλά ως εξίσου δυνατά δοσμένος, με μια πρωτογενώς καθαρή και ευθεία σκέψη και δράση, που οι έκτακτες συντυχιές τον ωριμάζουν ώστε να καταλήγει σε μιαν απαισιόδοξη θεώρηση του κόσμου και της ιστορίας.

 

Πλαισιώνουν τον Χλωρό ανάλογες μορφές, γερόντων προπάντων, αμόρφωτων αλλά και γεμάτων από πλούσια εμπειρία ζωής, μετουσιωμένη σε σοφία, όχι μόνο τη δική τους, αλλά και των πατεράδων και των παππούδων τους, που την κρατούν ζωντανή στη μνήμη τους και στις πράξεις τους, ως πολύτιμη κληρονομιά. Ενας από αυτούς, ο πανταχού παρών Μηνάς, μιλώντας για κάποιον φιλοχρήματο που πήγε στραβά κι απέτυχε στη ζωή του, παρατηρεί: «Είχε χάσει, λοιπόν, τη σοφία που μάζευαν σπυρί-σπυρί οι πρόγονοί του για χιλιάδες χρόνια: να κάνουν τη γης να γεννοβολά. Αυτή είναι η μεγαλύτερη σοφία του κόσμου». Ενας λυράρης αξιολογεί έτσι τα χρήματα: «Τα λεφτά δεν έχουν ψυχή, παιδί μου. Κάμετέ τα ψυχές. Αρνιά, ρίφια, τράγους, κοπέλια»! Εμβληματική μορφή είναι κι αυτή του γέροντα παπα-Πυρόβολου.

 

Η αφήγηση αδρή, με πλούτο λέξεων, όπως μπορεί η ελληνική γλώσσα να τις πλάθει, συχνά συνθέτοντάς τις χωρίς εκζήτηση, απλά και αυθόρμητα («κηπολογώ», «ολημερίζω» (στο χωράφι), «αλέτρισμα», «λιγαίνει» (το φως), «ερημοβούνια», τα «πρωτοβρέξα», «δεκαπεντιστάδες» (αυτοί που γιορτάζουν το Δεκαπεντάυγουστο), «θηλυκομανάδες», «γδυμνοχοχλιός» (υβριστικά), «μαυρομοίρης», «παππουδολαλάδες», «αντροπαλέματα», «ανθρωπολόι», «τρεχαπετάμενη», «ρωτηχτάδες», κι άλλες, σχεδόν αμέτρητες), κι αν παίρνει κάποτε-κάποτε μάκρος, αυτό γίνεται γιατί παρεμβάλλονται στιγμές συνηθειών και εθίμων και γενικότερα της τότε χωριάτικης και αγροτικής ζωής με εντυπωσιακή γνώση και ακρίβεια αφενός, και αφετέρου εκφέρονται από κάποιους κρίσεις στοχαστικές που θραύουν ή αλλιώς εμπλουτίζουν τη συνήθη τυποποίηση των τελετουργιών. Ενας ακόμα γέροντας (ο Φρίξος) π.χ. βλέπει και διαφορετικά το χαρούμενο γιορτάσι του Αγίου Ονουφρίου στις 12 Ιουνίου με τα «καπρικά», όπως γινόταν στο χωριό. «Τύψεις ένιωθε ο Φρίξος για τις θερινές θυσίες των κάπρων. -Κακόμοιροι κάπροι… Μα ποιο αρσενικό έχει μοίρα σε τούτο τον κόσμο να έχετε κι εσείς; Τους βλέπετε, μωρέ; Τους ταΐζεις, τους βαβαλίζεις, τους κανακίζεις όσο θες τη βαρβατιά τους, όσο περιμένεις να γκαστρώσουν τις γουρουνοπούλες. Κι όταν δεις τη γουρούνα γκαστρωμένη, κλείνεις το μάτι στον κάπρο και του δείχνεις το μαχαίρι∙ ζωή κριματισμένη. Του λες: έκαμες τη δουλειά σου, μου γέμισες γουρουνάκια την αυλή και το σώχωρο, εκαβαλίκεψες, ήπιες κι εσύ μια γουλιά χαρά, φτάνει σε. Σκόλασε τώρα, τι να σ’ έχω; Να σε ταΐζω μόνο; Και δώστου κι ακονίζεις κασαπομάχαιρα».

 

Εδωσα κάποια παραθέματα από το βιβλίο, για να αναδείξω αμεσότερα το ύφος και το ήθος του λαμπρού αυτού βιβλίου και της βαθύτερης ομορφιάς του (η ομορφιά συγκινεί βαθύτερα, όταν εμβολιάζεται και με τη δραματική ουσία της ζωής).

 

 

* Ο Μ. Μερακλής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας

 

Scroll to top