ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Του Ακη Παπαντώνη
«The queen bee marries the winter of your year» (The beekeeper’s daughter)
24 Αυγούστου 1953. Η Σύλβια Πλαθ ανακαλύπτει το κουτί με τα υπνωτικά χάπια της μητέρας της, αφήνει ένα σημείωμα στο οποίο λέει πως αποφάσισε να κάνει έναν μακρύ περίπατο και θα λείψει ολόκληρη την ημέρα και κατεβαίνει στο υπόγειο του σπιτιού της. Με ένα ποτήρι νερό καταπίνει όσα χάπια έχει ανά χείρας. Το μεσημέρι της 26ης Αυγούστου, και ενώ η εξαφάνισή της έχει γίνει είδηση στα μέσα ενημέρωσης, ο αδερφός της τη βρίσκει καθώς συνέρχεται. Αργότερα, στο νοσοκομείο, θα χαρακτηρίσει την πράξη της «ύστατη πράξη αγάπης» —το 1953 η Σύλβια Πλαθ ήταν 21 ετών.
Σημείο αναφοράς στη ζωή τής Πλαθ υπήρξε η σχέση της με τον Τεντ Χιουζ. Μάλιστα στα «μη επιμελημένα» ημερολόγιά της[1] προοικονομεί την ημέρα της γνωριμίας της με τον Χιουζ, πως η σχέση τους θα την οδηγήσει στον θάνατο. Ο χρησμός της επιβεβαιώνεται: αυτοκτονεί το 1963. Η επιτύμβια στήλη της στο Hebden Bridge του Yorkshire αναγράφει: Σύλβια Πλαθ-Χιουζ• το όνομα του συζύγου της έχει έκτοτε πολλάκις υπάρξει στόχος βανδαλισμών —στο πρόσωπό του καθρεφτίζεται ο δήμιος της Πλαθ. Ομως ο Χιουζ, μετέπειτα διαχειριστής των πνευματικών δικαιωμάτων τής Πλαθ μαζί με την αδερφή του, βρίσκει αρκετούς υποστηρικτές, όπως η ποιήτρια A.Σ. Μπάιατ, η οποία έχει δηλώσει: «Δεν νομίζω πως [η Πλαθ] ήταν ολόκληρος άνθρωπος»[2]. Στον ίδιο βηματισμό οι βιογράφοι της την αποδίδουν ως την τυπική νεαρή Αμερικανίδα μητέρα, ως το κορίτσι της διπλανής πόρτας που ήθελε να γίνει η Μέριλιν Μορνόε της λογοτεχνίας[3]. Αυτή η αντίφαση μεταξύ της εικόνας (την οποία συνδιαμορφώνουν οι δεκάδες φωτογραφίες ενός ανέμελου, όμορφου ξανθού κοριτσιού) και των γραπτών της αποτυπώνεται (και) στο ποίημά της Aftermath, όπου ιχνογραφείται ένα κράμα «απρόθυμα καλής νοικοκυράς» και «παρηκμασμένης Μήδειας».
Κι αν η αυτοκτονία είναι κοινός τόπος για μια σειρά λογοτέχνες —από τον Ερνεστ Χέμινγουεϊ και τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας ώς τη Βιρτζίνια Γουλφ και τον Κώστα Καρυωτάκη— η περίπτωση της Πλαθ είναι σχεδόν μοναδική, καθώς η σκιά της αυτοχειρίας της (παρά την ευεργετική δημοσιότητα που επέσυρε) έχει λειτουργήσει ως το αποκλειστικό πολωτικό φίλτρο στις αναγνώσεις του έργου της. Τα καθοριστικά γεγονότα της ζωής της είναι ξεκάθαρα: ο πρόωρος χαμός του (φιλοναζιστή) πατέρα της —ο νεκρός «μπάσταρδος» του ποιήματος Daddy, βαρύς όσο μια «σακούλα γεμάτη Θεό»—, ο νευρικός κλονισμός που υπέστη και οι θεραπείες που δοκίμασε (μέχρι και ηλεκτροσόκ), ο γάμος και ο ταραχώδης χωρισμός της με τον Χιουζ, η ζωή σε μια μικρή πόλη του γκρίζου Yorkshire—«[…] δεν είμαι δέντρο με τη ρίζα μου στο χώμα» αναφέρει στο ποίημά της I am vertical—, η δοκιμασία της μονογονεϊκής οικογένειας, η κριτική πρόσληψη του έργου της, η σχέση υποτέλειας προς τη μητέρα της (βλ. υποσημείωση 6). Ομως, τα κυρίαρχα συναισθήματα/ένστικτα τα οποία ενστάλλαξε η Πλαθ στα γραπτά της —ανασφάλεια, ζήλια, φοβία για το αναπόδραστο, πόνος της μοναξιάς— δεν είναι παρά τα δομικά υλικά της ζωής, της θνητότητας. Η ίδια, σε ένα σχόλιό της για τον «Γυάλινο Κώδωνα», λέει πως η πρόζα της δεν είναι αυτοαναφορική, περισσότερο επέλεξε να παραμορφώσει την προσωπική εμπειρία παρά να την αφομοιώσει• με δικά της λόγια: «όπως θα φαινόταν [ο κόσμος μου] μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα ενός γυάλινου κώδωνα» [4].
Ισως, εν τέλει, η προτροπή εν όψει της 50ής επετείου από τον θάνατο της Σύλβιας Πλαθ θα πρέπει να είναι η επιστροφή στην εξερεύνηση του έργου της, χωρίς αναγνώσεις «στα διάστιχα» ή «πίσω από τις λέξεις», αλλά με μη ευαισθητοποιημένη ματιά, λες και δεν πρόκειται για την αυτοκαταστροφική ποιήτρια, αλλά για την ετερώνυμή της Βικτόρια Λούκας[6]. Το φορτίο της, άλλωστε, το γνώριζε πρώτα απ’ όλους η ίδια: «για εκείνον μέσα στον γυάλινο κώδωνα, [...] ο [έξω] κόσμος είναι το κακό όνειρο»[5].
………………………………………………………………………………………………………………………………….
[1]«The Unabridged Journals of Sylvia Plath», επιμέλεια K.V. Kukil, Anchor Books (2000).
[2]«What Possessed A.S. Byatt?», συνέντευξη στους New York Times (26-05-1991).
[3]«American Isis», Carl Rollyson, St. Martin’s Press (2013).
[4]«Biographical note – Τhe Bell Jar», Aurelia Plath, Harper & Row (1970).
[5]«The Bell Jar», Sylvia Plath, Faber & Faber (2005).
[6]σ.σ. η πρωτότυπη έκδοση του «Γυάλινου Κώδωνα/The Bell Jar» έγινε με το ψευδώνυμο Βικτόρια Λούκας, καθώς η Πλαθ δεν ήθελε η μητέρα της να γνωρίζει πως γράφει (και δη την εν λόγω ιστορία).