Πινκι στο "Brighton Rock" (1947)

26/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο ΣΕΡ ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΑΤΕΝΜΠΟΡΟ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΑ 90 ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ

Ο ψυχοπαθής του Μπράιτον που γύρισε τον «Γκάντι»

      Pin It

Η αγγλική κινηματογραφική βιομηχανία τον θρηνεί και τον αποχαιρετά σαν βασιλιά. Αλλά μήπως βασιλιάς δεν ήταν ο σερ Ρίτσαρντ Ατένμπορο, ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός και πρόεδρος μεγάλων οργανισμών, από τη RADA (Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης) και την BAFTA (Βρετανική Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης) μέχρι την Τσέλσι; Πέθανε στα 90 του χρόνια σε οίκο ευγηρίας του Δυτικού Λονδίνου, όπου είχε μεταφερθεί πέρυσι κοντά στην ήδη πάσχουσα από άνοια σύζυγό του Σίλα Σιμ. Δεν μπόρεσε ποτέ να συνέλθει από το εγκεφαλικό, που πέντε χρόνια πριν τον είχε καθηλώσει σε αναπηρικό καροτσάκι. Ούτε από τον χαμό της μεγάλης του κόρης και της εγγονής του το 2004 στο τσουνάμι στη νοτιοανατολική Ασία.

 

Ολοι όμως θα τον θυμόμαστε σαν έναν babyface νεαρό ή ηλικιωμένο (άσχετα) που ξεκίνησε την μεγάλη του καριέρα σαν ηθοποιός (μια δουλειά που, πάντως, δεν εγκατέλειψε ποτέ, μέχρι και τον Αϊ-Βασίλη έπαιξε) για να το γυρίσει κάποια στιγμή στη σκηνοθεσία. Τότε ήταν που έκανε περήφανους και τους Βρετανούς με μια κλασική επική ταινία, τον «Γκάντι», που φορτώθηκε το 1983 με οχτώ Οσκαρ, ανάμεσά τους το Σκηνοθεσίας για τον ίδιο και το Ανδρικής Ερμηνείας για τον Μπεν Κίνγκσλεϊ. Την ξεκίνησε από το μηδέν, πείθοντας τον λόρδο Μαουτμπάντεν να τον συστήσει στον Νεχρού. Εκανε να σκάσει από το κακό του και τον Ντέιβιντ Λιν, οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν επί χρόνια, που είχε κι αυτός τότε στο μυαλό του μια ταινία για τον Γκάντι, αλλά αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει βλέποντας την τεράστια επιτυχία του Ατένμπορο.

 

Γύρισε πολλές ταινίες («Α Chorus Line», μιούζικαλ με τον Μάικλ Ντάγκλας, «Shadowlands» με τον Χόπκινς και την Ντέμπρα Γουίνγκερ, «In Love and War» με τη Σάντρα Μπούλοκ στον ρόλο μιας νοσοκόμας που ερωτεύεται ο Χέμινγουεϊ στην Ιταλία στη διάρκεια του πολέμου κ.ά.). Δεν ήταν, όμως, αυτό που θα λέγαμε «μεγάλος σκηνοθέτης». Το είχε συνείδηση και ο ίδιος. «Φυσικά και θα προτιμούσα να γράφονται ωραίες κριτικές για μένα, αλλά δεν είμαι ένας μεγάλος auteur. Δεν είμαι ένας μεγάλος σκηνοθέτης. Είμαι όμως καλός σκηνοθέτης. Εχω την ικανότητα να αναγκάζω τους ανθρώπους να συλλογίζονται και να εξετάζουν ορισμένες καταστάσεις», είχε πει. Το ίδιο ανθρωπιστική και πολιτική ήταν και η άλλη πολύ γνωστή ταινία του, το «Cry Freedom» (1987) για τον αγωνιστή εναντίον του απαρτχάιντ Στιβ Μπίκο (να η ευκαιρία για τον Ντένζελ Ουάσινγκτον να κερδίσει υποψηφιότητα για Οσκαρ). Ενώ συνέχισε να προσφέρει ευκαιρίες σε όχι και τόσο γνωστούς ηθοποιούς, αναθέτοντας το 1992 τον ρόλο του «Τσάπλιν» στην ομώνυμη ταινία του στον 27χρονο σούπερ ταλαντούχο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζ.

 

Ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο είναι αδελφός τού επίσης σταρ στη Βρετανία και όλο τον κόσμο σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο, φυσιοδίφη και παρουσιαστή ντοκιμαντέρ (δικές του ταινίες έβλεπε μετά μανίας η Αριάν Λαμπέντ στο «Attenberg» της Τσαγκάρη και έτσι, εκ παραφθοράς, βρήκε όνομα και η ταινία). Γεννήθηκε το 1923 στο Κέιμπριτζ. O πατέρας του, διανοούμενος και διευθυντής στο University College, του επέτρεψε να γίνει ηθοποιός μόνο και μόνο γιατί το 1940 κέρδισε υποτροφία για την περιβόητη RADA. Είχε όμως και μια πολύ ιδιαίτερη μαμά, με έντονη κοινωνική δράση, η οποία το 1939 ανακοίνωσε στα τρία της αγόρια ότι θα έπαιρναν σπίτι τους δυο εβραιοπούλες, πρόσφυγες από τη Γερμανία, τις οποίες μετά τον πόλεμο τις υιοθέτησαν.

 

Οι πρώτοι του ρόλοι τον καθιέρωσαν αμέσως. Και κάπως τον τυποποίησαν για χρόνια ως κακό και εγκληματία. Μέχρι και ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Ντέιβιντ Κάμερον τον αναφέρει στο μήνυμά του ως Πίνκι, ήρωα του «Brighton Rock» του Τζον Μπούλντινγκ, που βασίζεται φυσικά στο περίφημο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκριν. Οσο οι μετοχές του ανέβαιναν τόσο έβγαινε εκτός συνόρων. Συμπρωταγωνίστησε με τους Στιβ ΜακΚουίν και Τζέιμς Γκάρνερ στην περίφημη αμερικανική ταινία του Τζον Στέρτζες «Μεγάλη απόδραση» (1963). Ενώ χρόνια αργότερα ο Στίβεν Σπίλμπεργκ τον έπεισε να επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη, παίζοντας και στα δύο «Jurassic Park» (1993 και 1997) τον Τζον Χάμοντ, ιδιοκτήτη του πάρκου με τους δεινόσαυρους.

 

Επιμ.: Β. Γεωργ.

 

Scroll to top