31/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το τέρας κάτω από το νερό

Χρήστος Τσιόλκας «Μπαρακούντα» Μυθιστόρημα. Μετάφραση: Αννα Παπασταύρου. Ωκεανίδα, σελ. .
      Pin It

Χρήστος Τσιόλκας
«Μπαρακούντα»
Μυθιστόρημα. Μετάφραση: Αννα Παπασταύρου. Ωκεανίδα, σελ. 584

 

Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

 

Ο Χρήστος Τσιόλκας είναι ένας τολμηρός συγγραφέας. Δεν εξωραΐζει τα θέματά του ούτε μακιγιάρει τις σκοτεινές ή νοσηρές πλευρές τους. Δεν αποφεύγει δηλαδή τις σκληρές σκηνές, αλλά τις πραγματεύεται με νατουραλιστική ωμότητα, τις διασπείρει στην πλοκή, τις ρίχνει βορά στον αναγνώστη ή, μάλλον, πετά τον ίδιο τον αναγνώστη ανυπεράσπιστο μέσα στη σαρκοβόρα αφήγηση.

 

Ο Ντάνι Κέλι, ο ήρωας του Τσιόλκα, είναι αψύς και προσηλωμένος στον στόχο του, που είναι η κατάκτηση της κορυφή στην κολύμβηση, πειθαρχημένος, αποφασισμένος, αδίστακτος. Η αλλαγή σχολείου, προκειμένου να βρει τον προπονητή που θα τον αναδείξει, και η επιθετική συμπεριφορά των νέων του συμμαθητών, που τον ανταγωνίζονται, δεν τον πτοούν. Μετατρέπεται συν τω χρόνω σε μαχητή, σε σκληραγωγημένο πολεμιστή που παλεύει με κάθε τρόπο να ξεπεράσει τον εαυτό του και τους άλλους, που ξέρει κυριολεκτικά να ματώνει με προπόνηση, με λύσσα, με ξύλο. Ολα αυτά συμβαίνουν τη μακρινή δεκαετία του ’90, ενώ τώρα, είκοσι χρόνια αργότερα, μετακομίζει ανόρεχτα μαζί με τον σύντροφό του στη Γλασκόβη, ανόρεχτα γιατί ξέρει ότι ο εγκλεισμός του στη φυλακή θα αποτελέσει εμπόδιο για τη μόνιμη παραμονή του στη Βρετανία. Η επιστροφή στην Αυστραλία είναι μια νέα μορφή νοσταλγίας, επούλωσης και αναζήτησης.

 

Ο Χρ. Τσιόλκας δεν χαϊδεύει αυτιά. Ο σκληρός Κέλι είναι ομοφυλόφιλος, βιαιοπραγεί καβαλημένος από τους δαίμονές του, λυσσομανάει σαν θηρίο όταν δεχτεί προσβολές, σφίγγει τα δόντια και παραμερίζει ό,τι μπαίνει εμπόδιο στον στόχο του. Ο αναγνώστης δεν παρακολουθεί μόνο με κινηματογραφική προσήλωση το μυώδες κορμί του πρωταγωνιστή να τανύεται όταν κολυμπά ή όταν δέρνει, αλλά και την ψυχή του να ανδρώνεται, να σφίγγεται, να φουσκώνει από πείσμα.

 

Ολος του ο ψυχισμός ταλαντώνεται μέσα στο δίπολο εγωισμός – ντροπή. Η πρωτιά είναι το παν, η δεύτερη θέση τίποτα, η στοχοπροσήλωση, ο παραγκωνισμός όποιου πράγματος ή ανθρώπου τον αποπροσανατολίζει από την επιτυχία, η ανταπόδοση κάθε επίθεσης, η απαξιωτική συμπεριφορά προς τους άλλους (γονείς, συναθλητές κ.λπ.), όταν παρακωλύουν την εγωιστική του άνοδο, είναι εκρηκτικά συστατικά, που ανάβουν εύκολα. Κι από την άλλη, βλέπουμε τον φόβο της αποτυχίας, την ντροπή για την ήττα, την προσωπική ευθιξία, όταν η πρωτιά χάνεται και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Σίδνεϊ φαντάζουν μακρινό όνειρο, τη θολή ματιά όταν πιστεύει ότι τον βλέπουν με οίκτο.

 

Η ψυχολογία του Κέλι δεν εξηγείται με νιτσεϊκές ή γιουνγκικές ερμηνείες. Πιο πολύ, ο φιλόδοξος νέος αποτελεί μια τραυματισμένη προσωπικότητα, που επιζητά μέσω της πρωτιάς την κοινωνική αναγνώριση, ενώ η αποτυχία ισοδυναμεί πάραυτα στο μυαλό του με έλεος και συμπόνια εκ μέρους των άλλων. Ολο αυτό το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δίψα για επιβεβαίωση μετατρέπονται εντέλει σε μίσος, που αρχικά εκδηλώνεται ως βίαιο ξέσπασμα και σταδιακά ως απόρριψη της οικογένειας, της αυστραλιανής και ολυμπιακής ιδέας και τελικά του ίδιου του ανθρώπου.

 

Ο πρωταγωνιστής είναι ένα πληγωμένο αρπακτικό, ένα μπαρακούντα, ένας υδρόβιος «ψυχάκιας» που εγκλωβισμένος στην εμμονή του τρώει τις σάρκες του με την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά του. Ο Ντάνι Κέλι εκρήγνυται κινούμενος ανάμεσα σε έναν εγωκεντρικό μηδενισμό και σε μια κοινωνική αμηχανία, αφού παραδέχεται ότι είναι καλός μόνο στο κολύμπι και έχει παραγκωνίσει ασύνειδα όλα τα άλλα.

 

Ο Χρ. Τσιόλκας πλάθει έναν ζωντανό χαρακτήρα, μέσα από τα μάτια του οποίου βλέπει τον αδυσώπητο ανταγωνισμό της κοινωνίας. Ψυχογραφεί πειστικά τον πρωταγωνιστή του, δείχνει πώς η φιλοδοξία εξελίσσεται σε άσβεστο μίσος και πώς η αισιόδοξη ψυχολογία σπάει, όταν πέφτει πάνω στις οξείες αιχμές της ζωής. Με βάση αυτό το πρόσωπο, ο πεζογράφος στήνει την πολυσύνθετη πλοκή του μυθιστορήματός του, όπου η ένταση συναντάται σε κάθε στροφή του δρόμου, αν και οι αναγνώστες όλο και περιμένουν την απώτατη κορύφωση. Η αφήγησή του, ειδικά στις σκηνές που δείχνουν τον κολυμβητή να δαμάζει το νερό, είναι εξαιρετική, καθώς αναπαριστά με ζωντάνια τη μετατροπή του ανθρώπου σε υδρόβιο οργανισμό και μεταφέρει στον αναγνώστη την αίσθηση της πάλης και της καθυπόταξης του υγρού στοιχείου.

 

Με τις συνεχείς εναλλαγές παρόντος-παρελθόντος ο μυθιστοριογράφος συμπληρώνει τα κενά και στο τέλος γλιτώνει τον ήρωά του από την καταδίκη της ιστορίας: ο Κέλι συγχωρεί και συγχωρείται, βρίσκει τη δύναμη να μετατρέψει την πισίνα τόσο σε μέσο υδροθεραπείας για άτομα με ειδικές ανάγκες όσο και σε προσωπική κολυμβήθρα του Σιλωάμ κι έτσι να ξαναβρεί τη χαμένη του ταυτότητα. Αυτός ο συνδυασμός ατομικής ψυχογράφησης και κοινωνικής ανατομίας (λ.χ. ο πανταχού παρών ρατσισμός) συνενώνει σε μια κοινή κοίτη πολλά μικρά και μεγάλα ρυάκια, γεγονός που καταξιώνει το αποτέλεσμα και επιβεβαιώνει τη φήμη που απέκτησε ο Ελληνοαυστραλός συγγραφέας με «Το χαστούκι» (Ωκεανίδα, 2010).

 

Scroll to top