31/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακροδεξιά σκιά πάνω από την Ευρώπη

«Ο Δεξιός Εξτρεμισμός στην Ευρώπη» Επιμέλεια: Ralf Melzer & Sebastian Serafin. Μετάφραση: Ελίζα Παπαδάκη. Πόλις, 2014, σελ. .
      Pin It

«Ο Δεξιός Εξτρεμισμός στην Ευρώπη»
Επιμέλεια: Ralf Melzer & Sebastian Serafin. Μετάφραση: Ελίζα Παπαδάκη. Πόλις, 2014, σελ. 461

 

Του Γιάννη Τσίρμπα

 

Η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη αποτελεί σήμερα ζέον θέμα στον χώρο των κοινωνικών επιστημών, αλλά και στον δημόσιο διάλογο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ιδιαίτερα στις χώρες, όπως η Ελλάδα, που πλήττονται περισσότερο από την οικονομική κρίση, έναν παράγοντα εντατικοποίησης του φαινομένου, η ανάγκη ανάλυσης και αντιμετώπισής του προβάλλει επιτακτική. Στο παραπάνω πλαίσιο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά ο συλλογικός τόμος «Ο Δεξιός Εξτρεμισμός στην Ευρώπη», που εκδόθηκε το 2013 στη Γερμανία από το, συνδεόμενο με το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ίδρυμα Friedrich Ebert, σε επιμέλεια των Ralf Melzer και Sebastian Serafin. Πρόκειται για μια συλλογή δεκαέξι αναλύσεων που συγκροτούν έναν εμπεριστατωμένο χάρτη του φαινομένου στην Ευρώπη σήμερα.

 

Αρχικά, ο Michael Minkenberg οριοθετεί θεωρητικά το θέμα και καταγράφει την κατάσταση σήμερα. Επισημαίνει ότι η ακροδεξιά σκέψη χαρακτηρίζεται από τον υπερτονισμό ή τη ριζοσπαστικοποίηση παραστάσεων κοινωνικής ομοιογένειας και από την εναντίωση στις θεμελιώδεις αρχές της φιλελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατίας, δηλαδή την ατομοκρατία και την οικουμενικότητα. Κυρίαρχη σ' αυτό το πλαίσιο είναι, προφανώς, η έννοια του αποκλεισμού, η οποία παίρνει διάφορες μορφές: ρατσισμός, αντισημιτισμός, εθνοκεντρισμός, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ξενοφοβία, νατιβισμός, ετεροφοβία. Και είναι η έμφαση σε κάποιο ή κάποια από τα ανωτέρω κριτήρια αποκλεισμού που χρησιμεύει ως εργαλείο κατηγοριοποίησης των διάφορων ακροδεξιών μορφωμάτων. Ο Minkenberg περιοδολογεί το φαινόμενο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καταλήγοντας ότι το τρίτο κύμα, το οποίο βιώνουμε σήμερα, διαφέρει σημαντικά από τα προηγούμενα, κυρίως ως προς την παύση του προσανατολισμού προς το παρελθόν, στο πλαίσιο της «μεταβιομηχανικής» φάσης των δυτικών κοινωνιών και των νέου τύπου αξιακών συγκρούσεων που αυτή σημαίνει.

 

Στον τόμο υπάρχουν επίσης διαφωτιστικές αναλύσεις σε επίπεδο χώρας για τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Ουκρανία.

 

Στα καθ’ ημάς, η Βασιλική Γεωργιάδου εξηγεί κατ' αρχάς γιατί η Ελλάδα δεν συμμετείχε στα προηγούμενα κύματα ανόδου της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, γιατί δεν είχε, δηλαδή, να επιδείξει ακροδεξιές δυνάμεις με αξιοσημείωτη εκλογική επιρροή κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Αποδίδει σε σημαντικό βαθμό αυτή τη «μη συμμόρφωση» στη στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας να απορροφά στις τάξεις της τα διάφορα φιλοχουντικά και υπερεθνικιστικά στοιχεία που κινούνταν στα δεξιά της. Πραγματοποιεί, επίσης, μια ενδελεχή ανασκόπηση του φαινομένου στην Ελλάδα και υπογραμμίζει τη συνέχεια και τη διασύνδεση μεταξύ των διαφόρων ακροδεξιών μορφωμάτων που έχουν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.

 

Στην ανάλυσή της ειδικά για τη Χρυσή Αυγή (Χ.Α.), η Γεωργιάδου σημειώνει ότι πρόκειται για έναν παραστρατιωτικό μηχανισμό με χαρακτηριστικά πολιτοφυλακής, ο οποίος αντιστρατεύεται τις θεμελιώδεις επιλογές της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, δηλαδή τον κοινοβουλευτισμό, τον εξευρωπαϊσμό και τον εκσυγχρονισμό, και μοιράζεται τα πιο ακραία από τα ιδεολογικά στοιχεία ταυτότητας άλλων ευρωπαϊκών ακροδεξιών κομμάτων. Η Χ.Α. συμπυκνώνει, δηλαδή, το διαχρονικό «patchwork» αφήγημα της ελληνικής Ακροδεξιάς, το οποίο, σε συνδυασμό με την ασάφεια για το αν πρόκειται για αυθεντικούς υπονομευτές του συστήματος ή απλώς λαϊκίζοντες εχθρούς του «κατεστημένου», αυξάνει σημαντικά τη δυνητική εκλογική της βάση. Παρατίθενται, επίσης, μια σειρά από ενδιαφέροντα στοιχεία για το προφίλ των ψηφοφόρων της Χ.Α. Ειδικά στο επίπεδο των κριτηρίων ψήφου, η «αποδοκιμασία των κομμάτων» συγκεντρώνει 40% μεταξύ των ψηφοφόρων της Χ.Α., ποσοστό που στο σύνολο του εκλογικού σώματος είναι 14%, καταδεικνύοντας τη διασύνδεση της ανόδου της Ακρας Δεξιάς με τη γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς, την οποία επίσης υποδαύλισε η οικονομική κρίση.

 

Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα κεφάλαια που αναφέρονται στους θεσμικούς τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου που έχουν υιοθετηθεί από διάφορες χώρες και στο αν αυτοί μπορούν ενδεχομένως να «εξαχθούν» και αλλού: οι απαγορεύσεις ακροδεξιών ενώσεων και το πρόγραμμα XENOS στη Γερμανία, τα νομικά εργαλεία ενάντια στον φασισμό στην Αυστρία, με κύρια την «απαγόρευση επαναδραστηριοποίησης», το δίκτυο ενημέρωσης για τη ριζοσπαστικοποίηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και η προληπτική και παρεμβατική πολιτική της Νορβηγίας. Παράλληλα, στον τόμο περιέχεται και ένα κείμενο του Μάρτιν Σουλτς περισσότερο πολιτικού παρά ερευνητικού προσανατολισμού.

 

Τελικά, το αν η Ακροδεξιά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ήρθε για να μείνει ή πρόκειται για ένα προσωρινό φαινόμενο που μπορεί να αντιμετωπιστεί, εξαρτάται, εύλογα, από πολλούς παράγοντες. Ενα από τα αναμφισβήτητα γεγονότα, πάντως, στην κατανόηση του οποίου βοηθά το συγκεκριμένο βιβλίο, είναι ότι οφείλουμε να μην ταυτίζουμε το εύρος της εκλογικής απήχησης των δεξιών εξτρεμιστικών κομμάτων με την απήχηση των απόψεών τους στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Το πρώτο είναι πάντα ένα μικρό υποσύνολο του δεύτερου και αυτό είναι ίσως το πιο ανησυχητικό.

 

Επίσης, μια σειρά από μελέτες που αναφέρονται στον τόμο δείχνουν ότι ενισχυτικός της εξάπλωσης της εξτρεμιστικής Δεξιάς είναι ο ρόλος των κομμάτων που δεν είναι ακροδεξιά, στον βαθμό που τα τελευταία υιοθετούν τη ρητορική και τις προτεινόμενες πολιτικές των ακροδεξιών κομμάτων ή τους προσφέρουν συμμετοχή σε κυβερνητικούς σχηματισμούς. Με αυτό τον τρόπο τα μηνύματα της Ακροδεξιάς νομιμοποιούνται περαιτέρω. Συνεπώς, όσο απαιτείται θεσμική αντιμετώπιση του φαινομένου, άλλο τόσο απαιτείται αλλαγή του δημόσιου λόγου και πολιτική υπευθυνότητα από κόμματα και ψηφοφόρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

 

Scroll to top