02/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ενας ερμηνευτικός χάρτης μιας αντιφατικής πολιτικής πορείας

Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ ήταν η κατάρρευση ενός γενικότερου μοντέλου κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης και υπ’ αυτήν την έννοια η μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο σημαίνει την εξαφάνιση του παλαιού ΠΑΣΟΚ και την ανάδυση ενός νέου. Θα κατορθώσει το σημερινό ΠΑΣΟΚ να επινοήσει εκ νέου τον εαυτό του; Αυτό είναι το μεγάλο διακύβευμα που έχει να.
      Pin It

Των Κώστα Ελευθερίου* και Χρύσανθου Τάσση**

 

Το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ είναι καθοριστικό για την κατανόηση και την ανάγνωση της μεταπολιτευτικής συνθήκης. Η συμπλήρωση τεσσάρων δεκαετιών πολιτικής και κοινωνικής ζωής, η πολυετής κυριαρχία και η ηχηρή κατάρρευση στο πλαίσιο της κρίσης αποτελούν ένα καθοριστικό πλαίσιο αναφοράς για να μελετήσει και να αποτιμήσει κάποιος τον αντιφατικό και με εντάσεις τρόπο με τον οποίο εκδιπλώθηκε το μεταπολιτευτικό εγχείρημα σε όλες του τις φάσεις αλλά και τον πραγματικό αντίκτυπό του στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Η καταλυτική επίδραση του ΠΑΣΟΚ στην ελληνική πολιτική συνίσταται στο ότι τα πολιτικά του αφηγήματα, σε όλες τις εκδοχές τους, είχαν καταστεί ηγεμονικά με την έννοια ότι το σύνολο του πολιτικού φάσματος είτε τα επαναδιατύπωνε είτε διαλεγόταν με αυτά. Συνεπώς ο ηγεμονικός χαρακτήρας του Κινήματος κατοχυρωνόταν ως βεβαιότητα για την προοπτική άσκησης εξουσίας –για την ακρίβεια ήταν το αρχετυπικό κόμμα εξουσίας στη Μεταπολίτευση– και ως συμπύκνωση κάθε παθογένειας που χαρακτήριζε τη μεταπολιτευτική κοινωνία, υπαρκτής ή φαντασιακής, η υπέρβαση της οποίας, με την ανατροπή του ΠΑΣΟΚ από την κυβέρνηση, αναγόταν σε υπαρξιακό στόχο από τις αντιπολιτευόμενες δυνάμεις. Με άλλα λόγια, ο πολιτικός φορέας ΠΑΣΟΚ έθετε –σχεδόν μονόπλευρα– την πολιτική ατζέντα, συγκροτούσε την απαραίτητη κοινωνική συμμαχία και επινοούσε τους κατάλληλους τρόπους (δια)κυβέρνησης για την υλοποίησή της.

 

Η ελληνική κοινωνική επιστήμη των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών ανέδειξε το ΠΑΣΟΚ σε βασικό θέμα ενασχόλησης· υπό μία έννοια ωρίμασε μελετώντας ένα συγχρονικό θέμα το οποίο εκτεινόταν σε πολλαπλά πεδία. Παρά ταύτα, σε πολλές περιπτώσεις, δεν απέφυγε τον σκόπελο της (υπερ)πολιτικοποιημένης ανάλυσης, η οποία είναι μεν αναμενόμενη, αλλά υπό προϋποθέσεις μπορεί να υπονομεύσει έντιμες και φιλόδοξες ερευνητικές προσπάθειες. Ενίοτε έννοιες με συγκεκριμένο περιεχόμενο, περνώντας στον δημόσιο διάλογο, χάνουν το επιστημονικό τους βάρος και καταλήγουν συνθηματολογικές διατυπώσεις. Ως εκ τούτου πολλές φορές η πολιτική ανάλυση, εν προκειμένω, παγιδεύτηκε σε χιλιοειπωμένα σχήματα τα οποία φωτίζουν μεν κρίσιμες πλευρές του ζητήματος ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν αναδεικνύουν τη συνθετότητα του εν λόγω φαινομένου. Αυτά τα σχήματα συνοψίζονται σε τρία: λαϊκισμός, πελατειακό σύστημα, χαρισματική ηγεσία.

 

Το σχήμα «λαϊκισμός» είναι το πλέον διαδεδομένο και επαναλαμβανόμενο σε σχέση με τα υπόλοιπα, κάτι που το καθιστά πια κυρίως πολιτικό και ελάχιστα επιστημονικό. Ο «λαϊκισμός» έχει περιγραφεί ως ρητορικό ύφος, ως κομματική στρατηγική, ως ιδεολογία, ως άθροισμα τυπικών και άτυπων πρακτικών, ως ετερόκλητο σύνολο προταγμάτων και εγκλήσεων που παράγει απλοϊκές πολιτικές στάσεις. Βέβαια λαϊκιστικά ίχνη απαντώνται σε όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές παρατάξεις και σε περιόδους προτού εμφανιστεί το ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη πλευρά, η υπόθεση περί «χαρισματικής ηγεσίας», ενδεχομένως περισσότερο ελκυστική ερμηνευτικά λόγω της καθοριστικής παρουσίας του Αν. Παπανδρέου, ερμηνεύει την ανάδυση του «χαρισματικού κόμματος» σε μια μεταβατική κοινωνία, ωστόσο συνδέει μονόπλευρα την επικράτηση του εν λόγω μοντέλου ηγεσίας με τον ανορθολογισμό και τον αντιεκσυγχρονισμό, όταν, για παράδειγμα, ο πλέον εμβληματικός εκσυγχρονιστής πολιτικός στον 20ό αιώνα, ο Ελ. Βενιζέλος, ήταν και το απόλυτο πρότυπο χαρισματικής ηγεσίας. Τέλος, ως προς το ζήτημα των πελατειακών δικτύων –που είναι καταφανώς κεντρικό για την πρόσδεση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία-, το να περιορίζεται η πελατειακή οργάνωση των σχέσεων κράτους και κοινωνίας στη δεκαετία του 1980 συνιστά αγνόηση του δομικού χαρακτήρα των πελατειακών σχέσεων για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και κατ’ επέκταση η «γραφειοκρατική πατρωνία» που εισηγήθηκε το ΠΑΣΟΚ συνιστά μετεξέλιξη των προηγούμενων μοντέλων, παρά κάτι το εντελώς καινοφανές.

 

Κύριο χαρακτηριστικό των προσεγγίσεων που χρησιμοποιούν τα παραπάνω σχήματα είναι ότι εφαρμόζονται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στο ΠΑΣΟΚ των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ έγινε αντιληπτό, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, ως μια απόπειρα επαναφοράς στον «ορθό δρόμο» ή ακόμα καλύτερα ως μια υπέρβαση της πρότερης παθογένειας. Συνεπώς η εγχώρια κοινωνική επιστήμη δεν ασχολήθηκε συστηματικά με το ΠΑΣΟΚ της συγκεκριμένης περιόδου, κινούμενη στο πλαίσιο μιας μυθοποίησης, που στην καλύτερη περίπτωση το θεράπευε σαν μια «όαση» ορθολογισμού σε μια «έρημο» ανορθολογισμού και στη χειρότερη το απέρριπτε ως ένα παρωχημένο θέμα το οποίο έπρεπε να γίνει αντιληπτό ως ένα επεισόδιο μιας ευρύτερης διαδικασίας – βλ. εξευρωπαϊσμός.

 

Αυτή η εθελοτυφλία δεν επέτρεψε στους κοινωνικούς επιστήμονες να διαπιστώσουν τις θεσμικές κληρονομιές της πρώτης περιόδου στη δεύτερη, οι οποίες όχι μόνο δεν ήταν ανωμαλίες ή εξαιρέσεις αλλά κρίσιμοι όροι για την εκλογική ανάπτυξη και τη διατήρηση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Για παράδειγμα, το σχήμα των «δύο Ελλάδων» ήταν αρκούντως διχαστικό για να θεωρηθεί αντίστοιχο με το δίπολο λαός-κατεστημένο της δεκαετίας του 1980. Επίσης το «σκληρό ροκ» των εκλογών του 2000 δεν ήταν μια κίνηση απελπισίας από την τότε ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αλλά συνειδητή επιλογή για να κερδηθεί μια εκλογική αναμέτρηση. Ο Κ. Σημίτης προβλήθηκε μεν ως αντι-χαρισματικό πρότυπο ηγεσίας, ωστόσο η φετιχοποίηση της τεχνοκρατικής του φυσιογνωμίας διαμόρφωνε ένα άλλου τύπου «χάρισμα» που, σε ένα άλλο επίπεδο σχέσεων ηγεσίας και κομματικής βάσης, κινητοποιούσε πέριξ της τυφλής εμπιστοσύνης σε ένα δεδομένο πρόσωπο – για τους εκσυγχρονιστές τουλάχιστον. Συν ότι ο Κ. Σημίτης έγινε δέκτης εφάμιλλης δαιμονοποίησης από τη Δεξιά, όπως και ο Αν. Παπανδρέου. Τέλος, τα πελατειακά δίκτυα όχι μόνο δεν περιορίστηκαν τη δεκαετία του 1990, αλλά αντίθετα μετασχηματίστηκαν σε πιο σύνθετα δίκτυα διανομής πελατειακών πόρων που πλέον δεν αποτελούσαν πολιτική πρακτική νομιμοποίησης μιας διευθέτησης αλλά βασικός όρος για την αναπαραγωγή της.

 

Ετσι, στη δική μας αντίληψη, καθοριστικός παράγοντας για να παρακολουθηθούν η ανάδυση, η ανάπτυξη, η εξέλιξη και τελικά η πτώση του ΠΑΣΟΚ είναι να ιδωθεί η σχέση του κόμματος με το κράτος ή καλύτερα με τη στρατηγική του κράτους. Πώς δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και στα δύο μεγάλα κοινωνικοπολιτικά εγχειρήματα της Μεταπολίτευσης –εκδημοκρατισμός και εξευρωπαϊσμός– ήταν εκείνος ο φορέας που διασφάλιζε τη νομιμοποίηση και το κυριότερο, την εδραίωση αυτών των σύνθετων διαδικασιών. Και αυτό το πετύχαινε α) με την ανάδειξη ενός μοντέλου πολιτικής συμμετοχής και κινητοποίησης το οποίο αποδείχτηκε παραδειγματικό για την περίοδο της Μεταπολίτευσης· β) με την προώθηση ενός σώματος πολιτικών πρακτικών που τεκμηρίωναν την κυβερνητική του αποτελεσματικότητα· γ) με τη σύμπηξη μιας δυναμικής κοινωνικής συμμαχίας που γείωνε κοινωνικά τα πολιτικά του προτάγματα και δ) με την εμπέδωση μιας αντιδεξιάς στρατηγικής που του επέτρεπε να λειτουργεί ως καθεστωτικό κόμμα, αλλά και ταυτόχρονα να εμφανίζεται ως αντικαθεστωτικό «κίνημα». Η υλοποίηση της στρατηγικής του κράτους, η οποία κάθε φορά συνίσταται στην αναπαραγωγή των δεδομένων σχέσεων εξουσίας σε έναν κοινωνικό σχηματισμό, περνούσε μέσα από αξιοποίηση των ίδιων στοιχείων που καλλιέργησε το ΠΑΣΟΚ. Το «κίνημα» που γεννήθηκε μέσα στην κοινωνία κατέληξε κόμμα του κράτους, κατέστη, δηλαδή, ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός μηχανισμός νομιμοποίησης που επέδειξε έως το 2012 αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα.

 

Στη συνάφεια αυτή το εντυπωσιακό εύρος αντιδράσεων απέναντι στο φαινόμενο ΠΑΣΟΚ –από την απροϋπόθετη αποθέωση στην άνευ όρων καταδίκη– δείχνει ότι βρισκόμαστε ακόμη μακριά από μια συνθήκη ψύχραιμης αποτίμησής του. Δεδομένου ότι το πάλαι ποτέ κραταιό ηγεμονικό κόμμα της Μεταπολίτευσης αντιμετωπίζει το φάσμα της πλήρους πολιτικής περιθωριοποίησης είναι σαφές ότι ο έμπλεος πολιτικών εμπειριών και ιδεών πολιτικοκοινωνικός κύκλος, που φαίνεται να οδεύει σε οριστικό κλείσιμο, έχει πολλά ακόμη να εισφέρει στη συλλογική αυτοκατανόηση της ελληνικής κοινωνίας και σε έναν κριτικό αναστοχασμό για τα θετικά και τα αρνητικά της ΠΑΣΟΚικής εμπειρίας. Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ ήταν η κατάρρευση ενός γενικότερου μοντέλου κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης και υπ’ αυτήν την έννοια η μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο σημαίνει την εξαφάνιση του παλαιού ΠΑΣΟΚ και την ανάδυση ενός νέου. Θα κατορθώσει το σημερινό ΠΑΣΟΚ να επινοήσει εκ νέου τον εαυτό του; Αυτό είναι το μεγάλο διακύβευμα που έχει να διαχειριστεί το κόμμα σαράντα χρόνια μετά την ίδρυσή του.

 

……………………………………………………………………………………………………….

 

* Υπ. Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης Παν/μιου Αθηνών

** Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας ΔΠΘ

 

Scroll to top