ΑΠΟΣΤΟΛΗ Της Λήδας Γαλανού
Σε ένα πρόγραμμα που φέτος αποδεικνύεται μάλλον αδύναμο, το ιδιοσυγκρασιακό σινεμά του Ρόι Αντερσον, του Σουηδού σκηνοθέτη τού «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο» και του «You, the living», μοιάζει με ακτίνα φωτός, παρά τη σκοτεινή του, μελαγχολική και, όπως πάντα, σουρεαλιστική ατμόσφαιρα.
Ο τίτλος του, «A pigeon sat on a branch reflecting on existence» / «Ενα περιστέρι κάθισε στο κλαδί κι αναλογιζόταν την ύπαρξη», μεταφέρει μεμιάς το προσωπικό του ύφος, που ο ίδιος χαρακτηρίζει «μεταφυσικό μπουρλέσκ», κι έρχεται να ολοκληρώσει την κινηματογραφική του τριλογία για το «τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος». Με κεντρικούς ήρωες δύο πωλητές που εμπορεύονται αντικείμενα, οι οποίοι σε κάνουν να γελάς, παρά τα σοβαρά κι αποκαρδιωμένα πρόσωπά τους, η νέα ταινία του Αντερσον είναι ένα αινιγματικό, πολυσύνθετο φιλμ. Ταξιδεύει από την Ευρώπη του 18ου αιώνα και του βασιλιά Καρόλου του 12ου, που χρειάζεται επειγόντως μια τουαλέτα, μέχρι ένα σημερινό κατάστημα που λέγεται «Πάρτι», αλλά δεν έχει διεύθυνση, με την ίδια διάθεση που έχουν οι τραγωδίες της ζωής μας όταν, αφού περάσουν, μας κάνουν να γελάμε για εκτόνωση.
Στους δρόμους, πάντως, του πανέμορφου Λίντο, δίπλα στη θάλασσα, πάνω από τις αμμουδερές παραλίες, με τα γεμάτα τρούλους και πάτιο κτίρια, βαμμένα σε πολύχρωμα στούκο, είναι δύσκολο να σκεφτείς ότι κάτι, οτιδήποτε, μπορεί να μην πηγαίνει καλά. Οι αίθουσες, όμως, του φετινού Φεστιβάλ Βενετίας, της 71ης διοργάνωσης του μακροβιότερου κινηματογραφικού φεστιβάλ στον κόσμο, μένουν μισοάδειες στις περισσότερες προβολές.
Η οικονομική κρίση έχει χτυπήσει και τη Μόστρα: μπορεί η μακαρονάδα σ’ ένα απλό εστιατόριο της πόλης να κοστίζει 18 ευρώ, αλλά οι επαγγελματίες του σινεμά που θεωρούν ότι το δεκαήμερο στη Βενετία είναι απαραίτητο, γίνονται όλο και λιγότεροι. Τα προηγούμενα χρόνια, δημοσιογράφοι, αγοραστές και διανομείς έκλειναν εισιτήριο πολλαπλών στάσεων τον Σεπτέμβριο: πρώτα Βενετία και απ’ ευθείας Τορόντο, για το εκεί Φεστιβάλ που όλο γιγαντώνεται. Τώρα το πορτοφόλι απαιτεί επιλογή και οι περισσότεροι επιλέγουν Καναδά, το Φεστιβάλ με περισσότερους μεγάλους τίτλους, επώνυμους συντελεστές, μεγάλη και δυνατή αγορά.
Το φετινό Φεστιβάλ Βενετίας έκανε τα φλας να αστράψουν με την παρουσία του Αλ Πατσίνο, όχι με μία, αλλά με δύο ταινίες, το «The Humbling» του Μπάρι Λέβινσον και το «Manglehorn» του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, και του έδωσε βήμα να μιλήσει, όπως πάντα απολαυστικά: «Δεν ξέρω αν έχω κατάθλιψη. Μπορεί να έχω, αλλά δεν το ξέρω. Ασφαλώς κι έχω περάσει περιόδους όπου έχω βυθιστεί στη θλίψη αλλά ήμουν τυχερός να μην πέσω ποτέ τόσο βαθιά. Εχω πράγματα που με κάνουν να επιπλέω. Εχω τρία παιδιά -είναι μια πηγή χαράς και φωτός-, έχω τους φίλους μου, όσους γνώρισα στη δουλειά ή τη ζωή. Οι σχέσεις που έκανα, οι απώλειες που είχα, όλα αυτά κάνουν το ταξίδι να αξίζει. Ολα αυτά φτιάχνουν τη ζωή σου. Και νιώθω τυχερός για όλα όσα έζησα και ζω».
Και στον αντίποδα, έδωσε έδαφος στον Φατίχ Ακίν, με το «The Cut», να μιλήσει πολιτικά, με αφορμή την ιστορία της Γενοκτονίας των Αρμενίων με την οποία καταπιάνεται η ταινία του, λίγο πριν από την 100ή επέτειο από τη σφαγή, σε μια περίοδο που οι θρησκευτικές συγκρούσεις είναι έντονες στον κόσμο: «Εγώ δεν είμαι Αρμένιος, είμαι Τούρκος. Αισθάνομαι Τούρκος, παρ' ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Γερμανία. Αλλά δεν με απασχολούν τα επιμέρους, η εθνικότητα, αν είμαι μουσουλμάνος ή όχι, δεν χρειάζεται να είσαι κάτι για να μιλήσεις γι’ αυτό. Με απασχολούν τα ταμπού και η Ιστορία των Αρμενίων είναι ταμπού στην τουρκική κοινωνία, ενώ κι ο υπόλοιπος κόσμος δεν γνωρίζει αρκετά για τα γεγονότα. Το σημαντικό είναι να μιλάς, να δείχνεις, να εξηγείς, να ευαισθητοποιείς, να θυμίζεις την ιστορία για να μαθαίνεις απ’ αυτήν. Κι αυτό προσπάθησα να κάνω με την ταινία μου. Σήμερα βγήκαν οι πρώτες κριτικές από τουρκικές εφημερίδες, τρεις, διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού η καθεμιά. Και οι τρεις αγκάλιασαν την ταινία, όχι κινηματογραφικά, αλλά ανθρώπινα και ιστορικά. Κι αυτό για μένα έχει τεράστια σημασία».