04/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

71ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΒΕΝΕΤΙΑΣ

Ενας hipster του Βερολίνου στις στέπες της Ανατολίας

Αποκάλυψη του διαγωνιστικού τμήματος είναι ο Τούρκος Καάν Μουτζετζί, που ζει στη Γερμανία. Η πρώτη του ταινία, «Sivas», για τη σχέση ενός αγοριού με έναν τεράστιο σκύλο για κυνομαχίες, είναι σκληρή, συγκινητική και βαθιά πολιτική.
      Pin It

ΑΠΟΣΤΟΛΗ Της Λήδας Γαλανού

 

Αν ο σκοπός ενός φεστιβάλ είναι να λανσάρει στον κόσμο νέους, ενδιαφέροντες, ετοιμοπόλεμους δημιουργούς, η επιτυχία του φετινού Φεστιβάλ Βενετίας ακούει στο όνομα Καάν Μουτζετζί. Μας συστήθηκε με την ταινία του, ντεμπούτο στη σκηνοθεσία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους, «Sivas», με μοντέρ μάλιστα τον Γιώργο Μαυροψαρίδη. Είναι η ιστορία ενός μικρού αγοριού κι ενός μεγάλου σκύλου, μια σκληρή, δυνατή κοινωνική παραβολή που λειτουργεί υποδόρια και σε διάρκεια και που αν η Κριτική Επιτροπή κινηθεί προς την καλλιτεχνική κατεύθυνση, προορίζεται και για βραβεία.

 

Ο 34χρονος Καάν Μουτζετζί μεγάλωσε στην Τουρκία, στην Αγκυρα και σε άλλες πόλεις της Ανατολίας. Το 2003 μετανάστευσε στο Βερολίνο, όπου και ζει σήμερα. Σκοπός του πηγαίνοντας στη Γερμανία ήταν να σπουδάσει κινηματογράφο γιατί, όπως λέει, ήθελε «να κάνει φυσιοδιφικά ντοκιμαντέρ με άγρια λιοντάρια» και η πρώτη του ταινία, παρότι δεν είναι ούτε ντοκιμαντέρ ούτε έχει λιοντάρια, εκφράζει αυτή ακριβώς τη δύναμη υποταγής.

 

Γύρισε στο Βερολίνο κάποιες μικρού μήκους ταινίες, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη και φοίτησε στο New York Film Academy κι επέστρεψε στο Βερολίνο, όπου όμως έκανε δουλειές… παρακινηματογραφικές. Ιδρυσε το «Çekirdek», μια λέσχη όπου μεγαλύτερης ηλικίας Τούρκοι μετανάστες στο Βερολίνο μπορούσαν να πηγαίνουν και να βλέπουν παλιές και σύγχρονες τουρκικές ταινίες. Το όνομα του κλαμπ κλείνει το μάτι στη συνήθεια του τουρκικού κοινού να καταναλώνει τεράστιες ποσότητες πασατέμπου βλέποντας σινεμά. Οι προβολές γίνονταν από μια ταράτσα όπου καθόταν το κοινό προς τον άδειο τοίχο του απέναντι κτιρίου, εντελώς παράνομα, αλλά τόσο επιτυχημένα ώστε τις επισκέφτηκε κι ο Βερολινέζος δήμαρχος.

 

Παράλληλα ο Μουτζετζί άνοιξε στην ατμοσφαιρική βερολινέζικη συνοικία Κρόιτσμπεργκ ένα μπαρ, το Café Luzia, κι ένα concept store, το Voo, κερδίζοντας γρήγορα τη φήμη του πιο πετυχημένου, πιο πρωτότυπου, πιο δημιουργικού hipster της πόλης κι αυτό, για το Βερολίνο, λέει πολλά. Το Café Luzia έγινε η βάση της καλλιτεχνικής κοινότητας των τουρκικής καταγωγής Βερολινέζων, πολλοί από τους οποίους, ως κολεκτίβα, συμμετείχαν και στη δημιουργία τού «Sivas», όπως ο Τσεβντέτ Ερέκ, ο ντράμερ των Nekropsi, που έκανε χρέη ηχολήπτη κι ο video artist Αχμέτ Ογκιούτ που δούλεψε ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο φιλμ.

 

Το ύφος, οι προθέσεις, η ατμόσφαιρα, η εικόνα και η ψυχή τού «Sivas» ωστόσο καμιά σχέση δεν έχουν με το παρελθόν του Μουτζετζί παρά, ίσως, με το απώτερο. Η ταινία εκτυλίσσεται έξω από την Αγκυρα, μέσα στη στέπα, όπου φτωχικά και νομαδικά μεγαλώνει ο μικρός Ασλάν, κάνοντας σκασιαρχείο από το σχολείο για να περιηγηθεί στη φύση. Ο Ασλάν νιώθει μοναξιά, απόρριψη από τους συμμαθητές του για λόγους που δεν καταλαβαίνει: στη σχολική παράσταση της «Χιονάτης» ο δάσκαλος του δίνει το ρόλο του νάνου κι όχι του πρίγκιπα!

 

Αλλά βρίσκει ένα φίλο εκεί όπου δεν το περιμένει: σ’ έναν τεράστιο σκύλο Κάνγκαλ, τον οποίο διασώζει μόνος του από μια κυνομαχία που τον έβγαλε νικημένο. Ο Ασλάν φροντίζει κι υπερασπίζεται τον σκύλο, τον Σίβας, με τη θέρμη που θα ήθελε κάποιος ν’ αντιμετωπίζει τον ίδιο. Μέχρι την ημέρα που ο Σίβας είναι αρκετά γερός για να ξαναγυρίσει στις κυνομαχίες, όπως θέλει η οικογένεια του Ασλάν, πρόθυμη να κερδίσει ένα επιπλέον εισόδημα από τα στοιχήματα. Ο Ασλάν όμως δεν είναι έτοιμος να πιστέψει ότι το κάθε πλάσμα στην κάθε κοινωνία είναι προορισμένο να φορά την ταυτότητα που αυτή του έχει δώσει.

 

Μ’ έναν μικροσκοπικό πρωταγωνιστή (τον Ντογκάν Ιζκί), με σκοτεινό και πεισματάρικο βλέμμα και με ντεκόρ την γκρίζα απεραντοσύνη της ερημιάς της Ανατολίας, ο Μουτζετζί κάνει ένα φιλμ αφαιρετικό, καθηλωτικό, παρά τον ρυθμό του που θα κέρδιζε από μια μεγαλύτερη ταχύτητα. Η βαρβαρότητα των σκυλοκαβγάδων ωχριά μπροστά στη σιωπηλή σκληρότητα της καθημερινής ζωής, ο φυσικός ρομαντισμός (ή απλώς αίσθηση δικαιοσύνης) του ήρωα αντιμετωπίζεται από την πρώτη στιγμή με αμετακίνητο πραγματισμό. Το φιλμ είναι συγκινητικό και σκληρό, πολιτικό και πνευματικό, εκπληκτικό στη φωτογραφία του και ώριμο στα μηνύματά του.

 

Οι φιλοζωικές οργανώσεις ήδη αντιδρούν για τη σκληρότητα των σκηνών τού «Sivas» (το φιλμ δηλώνει ότι κανένα ζώο δεν βλάφτηκε στη διάρκεια του γυρίσματος, όχι ότι θα δήλωνε ποτέ και το αντίθετο), αλλά η αληθινή σκληρότητα της ταινίας βρίσκεται στην απεικόνιση ενός κόσμου χωρίς μέλλον, στην προδιαγεγραμμένη «ενηλικίωση» ενός αγοριού που θα γίνει κυνικός, βίαιος, άπελπις άντρας.

 

«Δεν έκανα στην ώς τώρα ζωή μου τα ντοκιμαντέρ που ήθελα να κάνω, αλλά αυτή η ταινία έχει για ήρωά της ένα μικρό λιοντάρι και για σκοπό της την απόλυτη απεικόνιση της αλήθειας, χωρίς να λειάνω τις άκρες και χωρίς να κλείσω τα μάτια» λέει ο Μουτζετζί. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η επιτυχία τού «Sivas», σε μια γεμάτη ελπίδα κινηματογραφική καριέρα που γεννιέται αυτές τις μέρες στη Βενετία.

 

Scroll to top