Pin It

Της Μαργαρίτας Κουλεντιανού

 

Εκλεισε η μια εταιρεία, στη θέση της άνοιξε άλλη, με διαφορετική επωνυμία αλλά με το ίδιο αντικείμενο, το ίδιο πελατολόγιο και τους ίδιους υπαλλήλους και η Α., 59 ετών, δεν έδωσε σημασία, αρχές καλοκαιριού που γίνονταν όλα αυτά. Η ίδια ένιωθε ανακούφιση που κράτησε τη δουλειά της, όσο κι αν λυπόταν τους παλιούς της συναδέλφους, που τους είχαν ήδη διώξει τους προηγούμενους μήνες. Την απέλυσαν προχθές, με συνοπτικές διαδικασίες: χωρίς προειδοποίηση, χωρίς αποζημίωση –δικαιώματα που είχε ήδη χάσει το καλοκαίρι με την αλλαγή της φίρμας. Στη θέση της προσέλαβαν μια κοπελίτσα 26 ετών. Σωστό κι αυτό. Οι νέοι πλήττονται περισσότερο από την ανεργία, άλλωστε η κοπέλα θα είναι απείρως πιο ενθουσιώδης, δυναμική, πρόθυμη και ευγνώμων από την εξηντάρα προκάτοχό της. Η Α. γύρισε σπίτι της, ξέροντας ότι είναι μάλλον απίθανο να βρει αλλού δουλειά στην ηλικία της και έχοντας μερικά ακόμη χρόνια για να βγει στην κουτσουρεμένη ούτως ή άλλως σύνταξη.

 

Γνωστή ιστορία και χιλιοειπωμένη, μόνο που αυτή τη φορά το θύμα, η Α., κάθεται απέναντί μου στο τραπέζι της κουζίνας. Εχει σκυμμένο το κεφάλι και τρίβει επίμονα με τα ακροδάχτυλα έναν ανύπαρκτο λεκέ στην ξύλινη επιφάνεια. Δεν της λέω τίποτε, γιατί δεν ξέρω τι να της πω. «Εκείνο που με θυμώνει περισσότερο», λέει, «είναι ότι μέσα μου χίλιες φορές τη μέρα τα βάζω με κείνο το κορίτσι. Είναι ένα παιδί, λίγο μικρότερο από τα δικά μου, ξέρω ότι είχε ανάγκη τη δουλειά, ξέρω δυστυχώς πως σ’ αυτήν θα φερθούν ακόμη πιο άδικα από όσο φέρθηκαν σε μένα, κι όμως πιάνω τον εαυτό μου να θυμώνει μαζί της, γιατί θεωρώ ότι μου πήρε τη θέση».

 

Ομως η Α. το ήξερε ότι δεν ήταν δικιά της η θέση. Δεν το ήξερε από την αρχή, όταν πρωτοπήγε στη δουλειά πριν από είκοσι οχτώ χρόνια, όταν ανέβηκε με ταχύ ρυθμό την κλίμακα της ιεραρχίας, όταν οι συνθήκες στη δουλειά ήταν καλές και το περιβάλλον ευχάριστο και η ίδια αισθανόταν ασφαλής «σαν στο σπίτι της».

 

Το έμαθε αργότερα, όταν άρχισαν να καταρρέουν γύρω της –γύρω μας– οι άνθρωποι και οι θεσμοί, όταν η «εργασιακή ασφάλεια» έγινε το πιο σύντομο ανέκδοτο. Κατάλαβε πόσο επισφαλής ήταν η θέση που κατείχε στο μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της, όταν συνάδελφοι και χρόνια φίλοι της απολύθηκαν, όταν η ατμόσφαιρα στη δουλειά βάρυνε, όταν κλήθηκε να κάνει υπερωρίες χωρίς επιπλέον αμοιβή ή να έχει ανοιχτό το κινητό της, δηλαδή να είναι διαθέσιμη, και τα Σαββατοκύριακα.

 

Η Α. καταλαβαίνει ότι βρισκόμαστε σε οικονομική κρίση. Υπάρχουν όμως πολλά που δεν καταλαβαίνει. Σε τι ωφέλησαν, ως αντίδραση στην κρίση, οι απολύσεις, οι μειώσεις των μισθών, η κατάργηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και η αύξηση των δικαιωμάτων των εργοδοτών. Σε τι ωφέλησε το κλείσιμο των μαγαζιών και των επιχειρήσεων, η ασφυκτική φορολογία, το «άνοιγμα της ψαλίδας». Πώς μπορούν να προωθήσουν την ανάκαμψη οι στρατιές ανέργων, άστεγων, πεινασμένων. Υπάρχουν απαντήσεις σε όλα αυτά, όμως δεν είναι η ώρα για απαντήσεις. Είναι η ώρα για να μιλήσει η Α. σε κάποιον πρόθυμο να την ακούσει. Μοιάζει σαν κοριτσάκι έτσι όπως αρχίζει με το παράπονο, προχωρεί στην οργή και σιγά σιγά το πρόσωπό της φωτίζεται. Μια μεσήλικη που βλέπει τη ζωή της να ανατρέπεται και δεν έχει ιδέα τι την περιμένει αύριο, μέσα από το προσωπικό της αδιέξοδο ανοίγει μονοπάτια για μια άλλη κατανόηση του κόσμου.

 

Σκοτεινιάζει. Η Α. σηκώνεται και ανάβει την τηλεόραση. Θα δούμε τις γιορτές του ΠΑΣΟΚ; τη ρωτάω. Μπα, καλύτερα ας δούμε μπάσκετ, λέει εκείνη ψάχνοντας τα κανάλια.

 

Scroll to top