marinakis

07/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πουλάω – αγοράζω, λέγετε…

Από τότε που αγόρασε τον Ολυμπιακό ο Μαρινάκης, η ομάδα άρχισε να περπατάει πάνω σ’ ένα οικονομικό πλάνο που βάζει το αγωνιστικό σε δεύτερη μοίρα, ανεξάρτητα από το αν βγαίνουν ή όχι οι επιλογές της κάθε χρονιάς.
      Pin It

Του Ν. Ασημακόπουλου

 

Η μεταγραφική λογική με την οποία κινείται ο Ολυμπιακός στην εποχή του Μαρινάκη. Τα υπέρ και τα κατά

 

Ολοι πουλιούνται και όλοι αγοράζονται, αρκεί εκείνοι που έρχονται να είναι πιο φτηνοί από αυτούς που φεύγουν.

 

Tο φαινόμενο δεν παρατηρήθηκε πρώτη φορά φέτος. Κάθε χρόνο τα ίδια γίνονται. Ειδικά από τη στιγμή που εδραιώθηκε, μετά τις πρώτες αναταράξεις, ο Μίτσελ πριν από τρία χρόνια, τα πάντα κινούνται γύρω από τη λογική τού… «πουλάω – αγοράζω, λέγετε». Ο πρόεδρος βρήκε έναν απόλυτα «συνεργάσιμο» προπονητή, ο οποίος λέει «ναι» σε κάθε αλλαγή του ρόστερ οποιαδήποτε στιγμή και υπογράφει την αντικατάσταση οποιουδήποτε ποδοσφαιριστή, αρκεί να φέρει λεφτά στο ταμείο… Δεν υπάρχει, δηλαδή, ένα έστω στοιχειώδες αγωνιστικό πλάνο, και φυσικά η ομάδα δεν διαθέτει ένα συγκεκριμένο κορμό πάνω στον οποίο να βασίζεται, ώστε να κάνει τις απαραίτητες μικρές προσθαφαιρέσεις με στόχο τη βελτίωσή της, όπως γίνεται με τα περισσότερα μεγάλα κλαμπ.

 

Στον Ολυμπιακό κάθονται και σχεδιάζουν τον αγωνιστικό τους προσανατολισμό με βάση την οικονομική και όχι την ποδοσφαιρική λογική, πατώντας στη βεβαιότητα ότι η ομάδα θα έχει πάρει από το ξεκίνημα της σεζόν κατά 99,9% το πρωτάθλημα.

 

Αν κοιτάξουμε προσεκτικά το ρόστερ, θα δούμε να γίνονται κάθε χρόνο κάπου δέκα αλλαγές. Οταν έρχεται πρόταση που συμφέρει, κανένας δεν κάθεται να εξετάσει σοβαρά αν ο παίκτης που είναι να φύγει χρειάζεται στην ομάδα. Από τη στιγμή που τα εκατομμύρια θα αρχίσουν να χορεύουν, οι πραγματικές ανάγκες μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα και απασχολούν ελάχιστους.

 

Φρέσκο παράδειγμα, η ιστορία με τον Μανωλά και τον Σάμαρη. Στον αρχικό σχεδιασμό ήταν να φύγει ο Μανωλάς, από τη στιγμή που θα έφερνε τα 12-15 εκατομμύρια ευρώ που ζητούσε η ΠΑΕ. Η πρόταση καθυστέρησε να φτάσει. Η αρχική απαίτηση του Ολυμπιακού θεωρήθηκε απ’ όλους τους ενδιαφερόμενους υπερβολική. Η Αρσεναλ και η Γιουβέντους αποσύρθηκαν. Κι αν δεν πουλιόταν την τελευταία στιγμή ο Μπενατιά στην Μπάγερν Μονάχου για 26 εκατομμύρια ευρώ, δεν θα ενδιαφερόταν ούτε η Ρόμα, οπότε ο παίκτης θα έμενε.

 

Ο Σάμαρης αντίθετα βρισκόταν στα πλάνα του προπονητή για θέση βασικού στην ενδεκάδα της φετινής σεζόν. Μόλις όμως εμφανίστηκε η Μπενφίκα με τα 9+ εκατομμύριά της, ο προπονητής «έσκισε» πρόθυμα τον σχεδιασμό του και πήγε σε διαφορετικές, πιο δεύτερες λύσεις, αφού διαπιστώθηκε ξαφνικά πως «δεν μπορείς να πεις όχι σε τόσο μεγάλη και ελκυστική πρόταση».

 

Πάμε τώρα και στις διάφορες θεωρίες που πλασαρίστηκαν κατά καιρούς σαν «βασικές αρχές» πάνω στις οποίες θα έστηνε ο Μίτσελ τον Ολυμπιακό «του».

 

Η πρώτη είναι η περίφημη «ελληνοποίηση» της ομάδας, που ενθουσίασε τα πλήθη. Ακούγεται αστείο να μιλάμε για «ελληνικές» και «ξένες» ομάδες στην εποχή της ποδοσφαιρικής παγκοσμιοποίησης, αλλά σ’ ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου άρεσε η ιδέα. Φυσικά, στην πορεία, όλο αυτό αποδείχτηκε παραμύθι. Από την ώρα που οι συνεργαζόμενοι μάνατζερ απαιτούσαν να πουλήσουν τα δικά τους προϊόντα, το κάθε «ταλέντο» Ελληνόπουλο έμπαινε αναγκαστικά στην άκρη. Πλέον, αφού το αγοράζουν, το στέλνουν να παίξει σε άλλη ομάδα -πολλές φορές και στην ίδια από την οποία το πήραν. Μικρό κόστος αγοράς και συντήρησης, με την προσδοκία κάποιος ή κάποιοι να εξελιχθούν και να πουληθούν στα πρότυπα του Σάμαρη ή του Μήτρογλου. Αλλωστε ο Ολυμπιακός, με την τεράστια σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες ρευστότητα που διαθέτει, αγοράζει πια κοψοχρονιά ό,τι πετάει και ό,τι κολυμπάει στην ελληνική ποδοσφαιρική αγορά. Είναι τέτοιο τα σφίξιμο των υπόλοιπων ΠΑΕ, με εξαίρεση τον ΠΑΟΚ, που μπορεί και παίρνει με συνοπτικές διαδικασίες όλους εκείνους που θεωρεί εξελίξιμους, αναγκάζοντας τις περισσότερες ομάδες της Super League να λειτουργούν, θέλοντας και μη, σαν… ποδοσφαιρικές του ακαδημίες, χωρίς κανένας άλλος να τολμάει να μπει σε παρόμοιο παιχνίδι και να κοντράρει μια μεταγραφή. Παίρνει όσους θέλει, τους δοκιμάζει, κρατάει ελάχιστους και τους υπόλοιπους τους σπρώχνει δανεικούς.

 

Φυσικά, ελάχιστοι προωθούνται στη βασική ενδεκάδα. Ειδικότερα φέτος, αν και αποκτήθηκαν και πάλι αρκετοί, ο Ολυμπιακός έχει 18 ξένους και 13 Ελληνες.

 

Είναι λοιπόν φανερός ο σκοπός όλης αυτή της πολιτικής. Να μην πηγαίνουν οι καλοί νεαροί Ελληνες ποδοσφαιριστές σε άλλες ανταγωνιστικές ομάδες, με τον φόβο ότι μπορεί κάποιοι από αυτούς να αποκτήσουν τη μεγάλη μεταπωλητική αξία την οποία θέλει να εισπράξει ο Ολυμπιακός αν «βγει» ο παίκτης.

 

Μέσα σ’ αυτήν τη λογική πάει περίπατο και ο δεύτερος διακηρυγμένος στόχος του προπονητή να δουλεύει με μια λίστα 24 παικτών το πολύ. Ποτέ δεν το τήρησε. Αν θυμόσαστε, πέρυσι περίσσεψαν και κόπηκαν από τη λίστα που δηλώθηκε για τους ευρωπαϊκούς αγώνες ο Μασάντο, ο Τάσος Παπάζογλου, ο Κάρολ, ο Ιμπαγάσα, ο Πελέ κι ο Στσέποβιτς. Φέτος ο Ντοσεβί, ο Φορτούνης και ο Γκαζαριάν.

 

Λογικό. Αυτός είναι άλλωστε ο τρόπος που σκέφτονται και κινούνται στον Ολυμπιακό, έχοντας τη βοήθεια και των «σίγουρων» εσόδων από τη συμμετοχή στο Champions League, με αποτέλεσμα να πετυχαίνουν όλο και μεγαλύτερα κέρδη, τη στιγμή που η ομάδα φαντάζει αχτύπητη στην Ελλάδα, αλλά ψάχνει και πάλι να κερδίσει το ευρωπαϊκό της στοίχημα.

 

Scroll to top