07/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«BOYHOOD»: ΕΝΑ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜΑ, ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΕΝΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ

Ενα αγόρι μεγαλώνει στη μεγάλη οθόνη

Ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ γύριζε επί δώδεκα χρόνια, μια βδομάδα τον χρόνο, την ταινία που του χάρισε Αργυρό Λιοντάρι σκηνοθεσίας στο Βερολίνο και οι κριτικοί αποθεώνουν. Ο σκηνοθέτης, ο πρωταγωνιστής του Ελαρ Κολτρέιν, που ξεκίνησε τα γυρίσματα 6 χρονώ παιδάκι, και η κινηματογραφική του μαμά, η υπέροχη Πατρίσια Αρκέτ, κουβέντιασαν μαζί μας.
      Pin It

Tης Λήδας Γαλανού

 

Το «Boyhood», η νέα ταινία του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ, μετά την περσινή επιτυχία «Πριν τα Μεσάνυχτα», είναι κάτι παραπάνω από σινεμά. Είναι ένα κινηματογραφικό πείραμα και, ταυτόχρονα, ένα φιλμ φτιαγμένο βιωματικά, για ν’ αγγίξει τις κοινές προσωπικές αναμνήσεις του κάθε θεατή. Γυρίστηκε μέσα σε 12 χρόνια, μια βδομάδα τον χρόνο. Η δημιουργική ομάδα της ταινίας, ο Λίνκλεϊτερ, το συνεργείο του και οι ηθοποιοί του, βρίσκονταν σ’ ένα σταθερό ετήσιο ραντεβού για να προσθέσουν ένα χρόνο στην ιστορία ενός αγοριού που μεγαλώνει. Με τη μαμά του, τον μπαμπά του, την απορία των παιδικών χρόνων, την επαναστατικότητα της εφηβείας, τον πρώτο έρωτα, την ανάσα πριν τα 18 και την ενηλικίωση. Ενα ειλικρινές αριστούργημα, με χιούμορ και με τρυφερότητα, που υπερβαίνει την κινηματογραφική δοκιμή –του να βλέπεις τους ηθοποιούς να μεγαλώνουν πραγματικά με τον χρόνο που περνά– και γίνεται μέρος της ζωής του κοινού. Οπως έγινε μέρος και της ζωής των ανθρώπων που την έφτιαξαν.

 

«Εγώ δεν θυμάμαι καθόλου πώς ξεκίνησε αυτή η ιστορία, γιατί ήμουν 6 χρόνων», μας λέει γελώντας ο Ελαρ Κολτρέιν, το «αγόρι» της ταινίας. Ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ, φυσικά, θυμάται πολύ καλά πώς επέλεξε το αγοράκι, πάνω στο οποίο έβαλε ένα τεράστιο στοίχημα στην καριέρα του: «Προσπαθούσα, γεμάτος φιλοδοξία, να κάνω μια ταινία και λαχταρούσα να βρω το καλύτερο παιδί που υπάρχει για τον ρόλο. Γνώρισα πολλά παιδιά. Αλλά ο Ελαρ είχε μια ιδιαίτερη αύρα, αυτά που έλεγε, η ζωή του. Είχε μια ευαισθησία. Κοιτάζεις ένα παιδί κι αναρωτιέσαι τι είδους έφηβος θα γίνει, πώς θα είναι όταν μεγαλώσει. Δεν μπορείς παρά να μαντέψεις και να εμπιστευτείς το ένστικτό σου. Ενιωθα ότι θα γινόταν κάτι πιο κοντά σε καλλιτέχνης παρά, για παράδειγμα, αθλητής. Ηξερα ότι η ταινία θ’ αντανακλούσε, με κάποιον τρόπο, την κατεύθυνση που θα έπαιρνε στη ζωή του».

 

Το παράξενο και, ταυτόχρονα, αυτονόητο με την ταινία, είναι ότι ο 20χρονος σήμερα Ελαρ Κολτρέιν επέλεξε πράγματι να γίνει ηθοποιός: «Η δουλειά σε μια τέτοια ταινία ήταν απίστευτη και με έπεισε, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, ότι θέλω να δημιουργώ τέχνη. Η διαδικασία της δημιουργίας ενός έργου τέχνης είναι το πιο σημαντικό για μένα. Αν αυτό είναι η ηθοποιία, την απολαμβάνω πολύ κι είναι κάτι που μπορώ οπωσδήποτε να κάνω, αν έχω το σωστό πρότζεκτ για να δουλέψω».

 

Για την Πατρίσια Αρκέτ, η επιλογή της συμμετοχής στην ταινία είχε εντελώς διαφορετική σημασία: «Με πήρε ο Ρικ και μου είπε: Ξέρεις, σκέφτομαι να κάνω αυτήν την ταινία, να γυρίζω μια βδομάδα τον χρόνο για 12 χρόνια. Και του λέω: Θεέ μου, σκέφτεσαι εμένα; Μου λέει ναι, αναρωτιόμουν τι θα κάνεις τα επόμενα 12 χρόνια. Μάλλον θα ψάχνω για δουλειά, του είπα, αλλά αν σκέφτεσαι εμένα, θέλω να το κάνω. Αμέσως ήθελα να το κάνω, δεν σκέφτηκα καθόλου το ρίσκο. Για την ακρίβεια, δεν πίστευα ότι θα έβρισκε τα χρήματα για να κάνει την ταινία. Απλώς ήμουν ενθουσιασμένη, ήθελα να συμμετάσχω κι ήξερα ότι ήταν καταπληκτική ιδέα. Κάθε χρόνο, όλους μας, μας συνέδεε μια αίσθηση του ότι ήμασταν τρομερά τυχεροί που βρισκόμασταν εκεί. Ανυπομονούσα να έρθει ο καιρός, κάθε χρόνο. Η μόνη φορά που στενοχωρήθηκα γι’ αυτό το πρότζεκτ ήταν πέρυσι, όταν τελείωνε. Υπήρχε μεγάλη συναισθηματική φόρτιση και με την ιδέα ότι θ’ αφήναμε τον υπόλοιπο κόσμο να τη δει και να έχει άποψη, ν’ αποφασίσει αν του φάνηκε καλή ή κακή. Σκεφτόμουν, αυτή ήταν μια πολύ προσωπική διαδικασία, δεν θέλω τη γνώμη τους, δεν με νοιάζει ποια είναι η γνώμη τους, θέλω μόνο να συνεχίσουμε να το κάνουμε αυτό ιδιωτικά!»

 

Η ταινία είναι γυρισμένη ολόκληρη στο Τέξας, τον τόπο καταγωγής του Λίνκλεϊτερ και του πρωταγωνιστή του, στις μικρές πόλεις και τα απέραντα, ανοιχτά τοπία του: «Οι περισσότεροι άνθρωποι στην Αμερική δεν μεγαλώνουν στις 20 μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, αλλά σε μικρές πόλεις. Πηγαίνουν με το αυτοκίνητο στη μεγάλη πόλη να κάνουν τη δουλειά τους, αυτή είναι η πιο συνηθισμένη εμπειρία στην Αμερική. Οπότε δεν με πείραζε να γίνω πολύ συγκεκριμένος με την επιλογή της περιοχής όπου εκτυλίσσεται η ταινία. Αν γίνεις πολύ ακριβής και ειλικρινής, μπορείς ταυτόχρονα να είσαι και καθολικός. Μου φάνηκε πολύ αληθινό για την ταινία και, αν κάτι είναι αληθινό για έναν άνθρωπο, μπορεί να γίνει αληθινό και για όλον τον κόσμο».

 

Με τον ίδιο τρόπο, «συλλογικό» ήταν και το σενάριο του «Boyhood» ή, τουλάχιστον, συμπεριέλαβε στοιχεία από τη ζωή και τις αναμνήσεις όλων των συντελεστών. Εξηγεί η Πατρίσια Αρκέτ: «Αυτή η ηρωίδα είναι διαφορετική από εμένα σε πολλά πράγματα. Αφηνε τους άντρες να υποβιβάζουν είτε τον γιο της είτε την ίδια, έκανε τα στραβά μάτια, σαν να μην μπορεί να το δει, χωρίς όμως στ’ αλήθεια να προστατεύει τα παιδιά της. Εγώ δεν είμαι έτσι.

 

Μέρος της δουλειάς ήταν να μη μοιάζεις μ’ αυτό που είσαι, να ανήκεις σ’ αυτή την προηγούμενη γενιά μ’ έναν παράξενο τρόπο, πνευματικά, όπως ήταν οι γυναίκες λίγο παλιότερα. Ηταν ένας συνδυασμός της μητέρας μου, του πώς συμπεριφερόταν εκείνη, της δικής μου ιστορίας, πώς ήμουν με τον γιο μου, τον Ενζο, όταν ήταν 10, πώς ήταν η μαμά του Ιθαν μαζί του, του Ρικ μαζί του, ή η Καθλίν, η παραγωγός μας με την κόρη της. Ο Ρικ μεγάλωσε με την ανύπαντρη μητέρα του κι αυτό είχε μεγάλη επίδραση πάνω του. Αρχικά τον ενδιέφερε να αφηγηθεί την ιστορία των παιδικών χρόνων και σκέφτηκε, νομίζω, «υπάρχει κάτι που θέλω να πω για όταν ήμουν 6;». Ή «τα 7 ήταν ενδιαφέρουσα ηλικία για τη Λόρελαϊ, την κόρη μου, γιατί να μη γυρίζω μια βδομάδα τον χρόνο και ν’ αφηγούμαι μικρά κομμάτια απ’ αυτές τις ιστορίες κι άλλες ιστορίες διαφορετικών ηλικιών;». Αυτό ήταν το αρχικό όραμα κι εμείς προσπαθήσαμε να συμπληρώσουμε τα κενά».

 

Σε μια τόσο προσωπική διαδικασία, η οργάνωση της παραγωγής, η συγκέντρωση του μπάτζετ, ήταν επιτυχίες απρόβλεπτες και καθόλου αυτονόητες. «Μια κι έχω δουλέψει σ’ αυτό τον χώρο πολλά χρόνια», λέει η Αρκέτ, «εκείνο που με ξάφνιασε μ’ αυτήν την ταινία ήταν ότι δεν ακολούθησε κανένα «επαγγελματικό μοντέλο» του σινεμά, του τύπου «το κοινό μας είναι άντρες, 25 με 32» ή «πρέπει να συμπεριλάβουμε αυτό στην πλοκή», ή «μήπως αυτό το σημείο θα είναι βαρετό για τον θεατή». Δεν υπήρχαν αυτά.

 

Η ταινία ήταν αυτό που ήταν. Στην Ευρώπη δίνονται πολλά χρήματα σε ταινίες μόνο για καλλιτεχνικούς λόγους. Στην Αμερική δεν το έχουμε αυτό, τα πάντα τα καθορίζει το εμπόριο, τα πάντα έχουν να κάνουν με το κέρδος ή τη χασούρα. Κι από την άλλη, έχεις έναν σκηνοθέτη σαν τον Ρικ, που είναι τόσο γενναίος κι αποφασίζει να κάνει αυτή την ταινία, που είναι πολύ επαναστατική απλώς επειδή είναι πραγματικά μια ανθρώπινη ταινία».

 

Ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ παραδέχεται ότι ο κυνισμός είναι ένα στοιχείο που παραμερίζει από τη σκέψη του: «Η ζωή είναι η ζωή κι είμαστε τυχεροί που την έχουμε, εγώ αυτό πιστεύω. Κι ας έχει τις σκοτεινές άκρες της γύρω γύρω. Υπάρχει μια κάποια κανονικότητα καθώς μεγαλώνεις κι ενδιάμεσα εμφανίζονται κάποιες ακραίες καλές ή κακές στιγμές. Ολοι, ακολουθούμε ο ένας τη ζωή του άλλου. Υπάρχουν όλοι αυτοί οι οικογενειακοί δεσμοί.

 

Ολα αυτά προσπαθήσαμε να τ’ αποτυπώσουμε στην ταινία, προσφέροντας στους εαυτούς μας την πολυτέλεια ενός τόσο μεγάλου καμβά δώδεκα χρόνων, από τα 7 ώς τα 19. Αυτό μας έδωσε μεγάλο περιθώριο να συμπεριλάβουμε πολλές πτυχές της ζωής. Και το πώς θα το διαβάσει ο κόσμος, ως αισιόδοξο ή όχι, λέει περισσότερα για τους ίδιους».

 

Ο Ελαρ Κολτρέιν μοιράζεται όλη τη δροσιά της ηλικίας του: «Νομίζω ότι η ταινία δεν είναι ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη. Είναι ουδέτερη. Η ζωή είναι πανέμορφη κι αυτό είναι το θέμα. Νομίζω ότι αυτό με έμαθε η διαδικασία του γυρίσματος της ταινίας, ότι βρίσκονται όλα εκεί μπροστά μου. Η ζωή συμβαίνει».

 

INFO: Το «Boyhood» του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη, 11 Σεπτεμβρίου από τη UIP.

 

Scroll to top