07/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Εργο τέχνης για απαιτητικούς επισκέπτες

Θεωρείται το ποιητικότερο δημόσιο κτίριο της Θεσσαλονίκης και δικαίως περιλαμβάνεται ανάμεσα στα εκατό δείγματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα. Παρ' όλο που έχουν περάσει μόνον είκοσι χρόνια από τα επίσημα εγκαίνιά του, έχει χαρακτηριστεί από το 2001, με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού «ιστορικό, διατηρητέο μνημείο» και.
      Pin It

Της Χαράς Τζαναβάρα

 

Το Βυζάντιο έχει σημαδέψει τη Θεσσαλονίκη και αδιάψευστοι μάρτυρες είναι τα υπέροχα μνημεία που έχουν διασωθεί ώς τις μέρες μας. Συνέβαλαν σ' αυτό πολλά στοιχεία. Κατ' αρχάς η μικρή απόσταση από τη Χρυσούπολη, όπου το 324 δόθηκε η τελική μάχη ανάμεσα στον Κωνσταντίνο και τον Λικίνιο, η οποία έληξε με νίκη του πρώτου και άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία του κράτους του Βυζαντίου. Μετά ήταν μεταξύ των πόλεων που ήταν υποψήφιες για την έδρα της Νέας Ρώμης, επιλέχθηκε βεβαίως η Κωνσταντινούπολη, αλλά η Θεσσαλονίκη είχε κερδίσει τον τίτλο της «συμβασιλεύουσας» και κατείχε τα πνευματικά πρωτεία σε όλη τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Δεν είναι τυχαίο ότι από τα εδάφη της το 378 ο Μεγάλος Θεοδόσιος εξέδωσε το αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο ανακηρύχθηκε ο χριστιανισμός επίσημη θρησκεία του Βυζαντίου. Ηταν η εποχή που είχε εξαλείψει από τον χάρτη την Αθήνα, η οποία, μέσα στις κόντρες που δημιούργησε η επικράτηση του χριστιανισμού, είχε «τιμωρηθεί» ως λίκνο της παλιάς θρησκείας και είχε υποβιβαστεί σε περιφερειακό κέντρο στο δεσποτάτο του Ευρίπου!

 

Η Θεσσαλονίκη, με πλούσια Ιστορία που συνδέεται κυρίως με την περίοδο της παντοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, διαθέτει καίρια γεωγραφική θέση που συνέβαλε στο να αναδειχτεί σε δυναμικό και πολυπολιτισμικό κέντρο στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Ηταν το οικονομικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίχτηκε και το πρώιμο προλεταριακό κίνημα του 1349. Πρόκειται για τη στάση των Ζηλωτών, όπως είναι γνωστή η εξέγερση των λαϊκών στρωμάτων εναντίον των ευγενών και της «ελέω Θεού» κυριαρχίας τους, που πολύ γρήγορα πνίγηκε στο αίμα.

 

Η δημιουργία μουσείου για τη βυζαντινή περίοδο της Θεσσαλονίκης ξεκινά το 1913, λίγο μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους. Θεσμοθετήθηκε με διάταγμα του γενικού διοικητή Μακεδονίας Στέφανου Δραγούμη και έμελλε να μείνει για χρόνια «στα χαρτιά», παρ' όλο που είχε οριστεί και η έδρα του. Πρόκειται για την παλαιοχριστιανική εκκλησία της Αχειροποιήτου, έργο του 5ου αιώνα που διασώζεται στην αρχική της μορφή και είχε θεμελιωθεί πάνω στα ερείπια του ναού της Θερμαίας Αφροδίτης. Τρία χρόνια αργότερα η έδρα του μετατέθηκε στη Ροτόντα, έργο του 4ου αιώνα που έχει πολλά «δανεικά» στοιχεία από το Πάνθεον της Ρώμης. Στο ιδιαίτερο αυτό κτίριο είχαν συγκεντρωθεί δείγματα της βυζαντινής τέχνης και λειτούργησε ως μουσείο ώς το 1978, οπότε χτυπήθηκε από τους σεισμούς.

 

Το δίκαιο αίτημα της Θεσσαλονίκης για κατασκευή Βυζαντινού Μουσείου διατυπώθηκε το 1975 και σχεδόν ομόφωνα χωροθετήθηκε στη λεωφόρο Στρατού, απέναντι από το Πεδίον του Αρεως. Δύο χρόνια αργότερα προκηρύχτηκε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, ο οποίος όχι μόνον πέτυχε αλλά είχε και αίσιο τέλος, γεγονός όχι και τόσο συνηθισμένο για τα ελληνικά δεδομένα… Το πρώτο βραβείο κέρδισε ο ταλαντούχος αλλά πρόωρα χαμένος Κυριάκος Κρόκος (1941-1998). Γεννημένος στη Σάμο, σπούδασε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και ανήκει στη γενιά που μπολιάστηκε από τους δρόμους των Δημήτρη Πικιώνη και Αρη Κωνσταντινίδη. Μετά την αποφοίτησή του ταξίδεψε στο Παρίσι και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, δουλεύοντας για ένα χρόνο στο ατελιέ του Γιάννη Τσαρούχη, που τότε ζούσε στη γαλλική πρωτεύουσα. Πίστευε ότι η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική και η λογοτεχνία αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, δοκιμάστηκε με επιτυχία σε ιδιωτικά έργα, στα οποία σιγά σιγά συγκροτούσε το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό του λεξιλόγιο. Το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων και η κατοικία-μουσείο του Αλέκου Φασιανού συγκαταλέγονται στα έργα που επιβεβαίωσαν το ταλέντο του, αλλά και τη σταθερή στράτευσή του στην ελληνική αρχιτεκτονική παράδοση.

 

Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη αποτελεί το κορυφαίο έργο του Κυριάκου Κρόκου και το 2005 απέσπασε με ομόφωνη απόφαση το βραβείο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δεν είχε ασχοληθεί μόνον με τη σχεδίαση, αλλά ήταν συνεχώς στο εργοτάξιο, από το 1989 οπότε έγινε η θεμελίωση ώς τις 11 Σεπτεμβρίου 1994, ημέρα των επίσημων εγκαινίων. «Ηθελα ένα χώρο που η κίνηση μέσα σ' αυτόν να δίνει ένα αίσθημα ελευθερίας ανακινώντας τις αισθήσεις και όπου το έκθεμα θα ήταν η έκπληξη μέσα στην κίνηση. Ηθελα να αποφύγω τον καταναγκασμό του μουσείου που επιβάλλει να δεις ένα σωρό έργα στη σειρά, γιατί θυμόμαστε το σκίρτημα απ' το εσωτερικό ενός εξωκλησιού, αλλά συνήθως ξεχνάμε τα έργα που βλέπουμε στα μουσεία», έγραφε λίγο πριν από την ολοκλήρωση των έργων ο Κυριάκος Κρόκος.

 

Χρησιμοποίησε -κατά την προσφιλή και αναγνωρίσιμη επιλογή του- υλικά στη φυσική τους κατάσταση για να καταφέρει κάτι σχεδόν μαγικό: επιστρατεύοντας σύγχρονα στοιχεία, όπως το συμπαγές τούβλο και το πελεκημένο μπετόν, συνέθεσε ένα κτίριο που αποπνέει Βυζάντιο. Δεν είναι μόνον τα κυπαρίσσια που κυριαρχούν στην κεντρική είσοδο, ούτε το σμιλεμένο μπετόν και τα δαντελένια μοτίβα στα ξύλινα ή μεταλλικά στοιχεία, η επιλογή τής τότε άγνωστης βυζαντινής χρωματικής παλέτας και η καθαρότητα στις λεπτομέρειες. Η διάταξη του κτιριακού συγκροτήματος των 11.500 τετραγωνικών, ο σχεδιασμός των ανοιγμάτων, του αίθριου και των στηθαίων δείχνει σαν να… τετραγώνισε το βυζαντινό ύφος. Στο αφιέρωμα της επιθεώρησης «Θέματα Χώρου και Τεχνών» (1996), ο καθηγητής Ανδρέας Γιακουμακάτος εστιάζει την παρουσίασή του στα εσωτερικά κεκλιμένα επίπεδα που επιστρατεύει ο αρχιτέκτονας τα οποία οδηγούν στους εκθεσιακούς χώρους, τα περιμετρικά στέγαστρα και τα ξύλινα ημιδιαφανή πετάσματα. «Παραπέμπουν στη μακεδονίτικη και την ευρύτερη βαλκανική παράδοση», επισημαίνει.

 

Το μουσείο ξεδιπλώνεται σε έντεκα αίθουσες, που άνοιξαν σταδιακά ώς το 2004. Η καθεμία καλύπτει συγκεκριμένη ενότητα αλλά όχι με το «παραδοσιακό» στήσιμο, αφού μέσα από την περιπλάνηση ο επισκέπτης ανακαλύπτει τα εκθέματα αλλά παίρνει και πληροφορίες για τις πόλεις, τη ζωή, τη διατροφή, την οικοτεχνία την εποχή του Βυζαντίου. Σε ειδικούς χώρους εκτίθενται εικόνες του 14ου αιώνα από τη δωρεά του Δ. Οικονομόπουλου και θρησκευτικά χαρακτικά της συλλογής της Ντόρης Παπαστράτου.

 

………………………………………….

 

1 Η πόλη γεννιέται

 

Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε το 316 π.Χ. από τον Κάσσανδρο, σφετεριστή του θρόνου του βασιλείου της Μακεδονίας. Πήρε το όνομα της συζύγου του, που ήταν ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κόρη του Φιλίππου Β' και της Θεσσαλής πριγκίπισσας Νικησίπολης, που ήταν η πέμπτη σύζυγός του.

 

2 Η επιστροφή των θησαυρών

 

Με την ίδρυση του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας το 1914, πολύτιμα εκθέματα μεταφέρθηκαν από τη Θεσσαλονίκη για λόγους ασφαλείας. Επέστρεψαν έπειτα από ογδόντα χρόνια, τον Ιούνιο του 1994, και αποτέλεσαν την πρώτη έκθεση με τον τίτλο «Βυζαντινοί θησαυροί της Θεσσαλονίκης. Το ταξίδι της επιστροφής».

 

3 Οι απέναντι

 

Το Βυζαντινό Μουσείο βρίσκεται απέναντι από το Αρχαιολογικό. Το τελευταίο είναι έργο του Πάτροκλου Καραντινού (1903-1976), κορυφαίου αρχιτέκτονα της προηγούμενης γενιάς και από τους πρωτεργάτες του μοντερνισμού στην Ελλάδα. Εχουν διαφορετικό στιλ, αλλά καταφέρνουν να συνομιλούν δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο πάντρεμα.

 

[email protected]

 

Scroll to top