Του Γρηγόρη Ιωαννίδη
Πολύ καθυστερημένα γράφω για τη μεγάλη φετινή επιτυχία του Εθνικού και του Γιάννη Κακλέα, στους αριστοφανικούς «Βατράχους». Η αλήθεια είναι πως παρακολούθησα την παράσταση στο στενό, απομειωτικό θεατράκι της Ηλιούπολης, πριν από λίγες μέρες, μακριά από τη λάμψη της Επιδαύρου, κοντά στο τέλος της περιοδείας της. Επομένως οι εντυπώσεις μου θα έπρεπε να κρίνονται κανονικά με αυτά τα δεδομένα και αυτά τα σταθμά.
Κι ωστόσο η παράσταση του Εθνικού ακόμη και τώρα έμοιαζε να διατηρεί μπροστά στο κοινό της το σφρίγος μιας φρέσκιας πρότασης. Το έχει αυτό ο Κακλέας. Εχει τον δικό του τρόπο να κάνει τους ηθοποιούς του να αισθάνονται λειτουργοί μιας ιδέας που δεν παλιώνει εύκολα. Αυτό είναι το πρώτο που παρατηρεί κανείς στους «Βατράχους» του Εθνικού. Τη διάθεση της καλής παρέας που μπορεί -το ξέρει και το έχει καταλάβει- να ξεπεράσει τη συμβατική παραγωγή και να κάνει το καλοκαίρι μας σημαντικότερο και πλατύτερο.
Επειτα είναι η κεντρική ιδέα για τον Αριστοφάνη που ακολουθεί ο σκηνοθέτης και δίπλα σε αυτόν οι ηθοποιοί του Εθνικού. Το έχω πει και παλιότερα: το θέατρό μας δεν χρειάζεται άλλον έναν, αλλά έναν άλλο Αριστοφάνη. Τον έχει ανάγκη και –εδώ που τα λέμε– έχει να ωφεληθεί πολλά από αυτόν. Σε σχέση με την αλλεπάλληλη άροση του τραγικού λόγου τόσα χρόνια τώρα με κάθε μέσον και κάθε τρόπο, η αρχαία κωμωδία μοιάζει ακόμη παρθένα γη. Μετά τη λαϊκή και αστική ευφορία των περασμένων δεκαετιών, μετά την επιθεωρησιακή φούσκα, είναι καιρός να στραφούμε σε άλλα κοιτάσματα του μεγάλου αττικού νου, να τον δούμε όχι μόνον ενώπιον του καιρού, αλλά και εναντίον του, να τον φωτίσουμε πολύπλευρα, να τον αιφνιδιάσουμε.
Και ιδού τώρα ένας Αριστοφάνης που στην απόδοση του Κακλέα φωτίζεται αλλιώς. Δεν λείπει η λαϊκή διάθεση, εδώ όμως υπάρχει κάτι στον πυρήνα που παίρνει το πρωτογενές, πλατύ αίσθημά του και το ανεβάζει κατακόρυφα. Είναι μια ποιητική μυθιστορία οι «Βάτραχοι» του Κακλέα, είναι το μακρύ ταξίδι δύο γκαφατζήδων αντιηρώων (ο ένας εκ των οποίων, παρακαλώ, θεός) με μελαγχολική αρχή και ακόμα μελαγχολικότερο τέλος. Είναι ένας αληθινός τρόπος να δεις τα πράγματα από την αστεία τους πλευρά, ή έστω να διαλύσεις για λίγο τη σοβαρότητα της γύρω κατάστασης με φαντασία και λόγο. Γι’ αυτό και ο Αριστοφάνης των «Βατράχων» του Εθνικού είναι προικισμένος με κάτι που μας έλειψε από πολλές άλλες, παλιότερες ιθαγενείς αποδόσεις του: με χιούμορ και ποίηση.
Είναι γνωστά ασφαλώς όλα αυτά σε όσους παρακολούθησαν την παράσταση. Θέλω λοιπόν να σταθώ σε κάτι άλλο, σε μια άλλη παράμετρό της, που συχνά ξεφεύγει από τις κρίσεις μας. Οπως πιστεύω, η παράσταση στηρίζει την επιτυχία της όχι μόνο στα πραγματολογικά στοιχεία της, στην Παράβαση των ποιητών, ή στην αληθινά ωραία ιδέα του Κακλέα πως μια πολιτεία που θυμάται τους ποιητές της, που τους διατηρεί ζωντανούς στη μνήμη και στο θέατρό της, που τους χρησιμοποιεί και που τους πειράζει ακόμα, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Καλά όλα αυτά, μα τίποτα δεν θα λειτουργούσε αν δεν υπήρχε από κάτω το υπόβαθρο μιας σπουδαίας τεχνικής, με την οποία ο Κακλέας δίνει στη συγκεκριμένη παράσταση το σκηνικό της βάρος.
Τεχνική, λοιπόν… Στο δέσιμο των σκηνών και στον τρόπο να διατηρεί τον ρυθμό αμείωτο, στον τρόπο να μεταφέρει τη δράση από το ένα επεισόδιο στο άλλο χωρίς διακοπές, διαλείμματα ή κενά, με έναν σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο και με την άνεση του παραμυθά. Στο να διδάσκει τηλεοπτικούς αστέρες να παίζουν σαν θεατρική ομάδα στο ίδιο ύφος, ακόμα και στον ίδιο τόνο. Τεχνική, τέλος, στο να αποδίδει τον Αριστοφάνη διατηρώντας το δικό του, ιδιαίτερο, στιλ. Γιατί αν το καλοσκεφτείτε, ο φετινός Αριστοφάνης του Εθνικού είχε, πριν απ’ όλα τα άλλα, στιλ στην ατμόσφαιρα και το κλίμα του. Και αληθινά αυτό το ύφος δεν προέρχεται μόνον από τις προηγούμενες δουλειές του Κακλέα στον Αριστοφάνη. Ερχεται κατευθείαν από την πηγή του «Μερσιέ και Καμιέ», του περσινού επικού Μπέκετ στο Φεστιβάλ. Ιδια χρώματα, ίδιος τόνος, ίδια αύρα μελαγχολίας, ακόμα και στη διάθεση να διατηρηθούμε ζωντανοί, τριγυρνώντας ανάμεσα στους νεκρούς, διαλέγοντας από αυτούς λέξεις που ζουν αιώνια.
Δεν έχω παρά καλές κουβέντες για τους συντελεστές. Για τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου (δεν μπορώ να κρίνω τα σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη στην Ηλιούπολη), για τη θαυμάσια μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, τις εμπνευσμένες χορογραφίες του Χρήστου Παπαδόπουλου και τον γυμνασμένο και ανάλαφρο Χορό (που αναλαμβάνει και τη θερμή απαγγελία των ποιημάτων). Και βέβαια όλα τα καλά για τους ηθοποιούς: Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος και ο Πάνος Βλάχος σπάνε την κλάκα του Αριστοφάνη. Μπορείς λοιπόν να είσαι αστείος και αξιοπρεπής, χαμογελαστός και θλιμμένος, καυστικός και επουλωτικός. Ενας θαυμάσιος Ευριπίδης ο Φάνης Μουρατίδης – κάτι στην κοψιά του με παρέπεμπε σε μεταπολεμικό Αμερικανό συγγραφέα. Ο Γιάννης Ζουγανέλης δούλεψε έναν νέο Αισχύλο: η σύγκρισή του με τον Ευριπίδη δεν βρίσκεται στο δίπολο παλιό-νέο, αλλά στο ποιο είδος τέχνης χρειάζεται αυτή τη στιγμή η πολιτεία μας. Σπουδαία ιέρεια, στο ύψος μιας αληθινής ονειρικής φιγούρας, η Εβελίνα Παπούλια.
Τελειώνω με αυτό: Ο αγώνας των δύο ποιητών καταλήγει στην ερώτηση του Διόνυσου με ποιον τρόπο ο καθένας τους προτείνει να σωθεί η πολιτεία. Η απάντηση του Ευριπίδη -αγωνιστική και δραστική- είναι η αναμενόμενη και σηκώνει βέβαια χειροκρότημα από το γύρω κοινό. Η σύντομη απάντηση όμως του Αισχύλου είναι κάτι άλλο, κάτι περισσότερο και βαθύτερα πολιτικό. Το ότι το κοινό χειροκροτεί τη δική του, σοφή τοποθέτηση είναι το πλέον κολακευτικό σχόλιο για την παράσταση. Μπόρεσε αληθινά να διασκεδάσει τον κόσμο, και να τον κάνει να σκύψει βαθιά στον εαυτό και τη δημοκρατία του. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα πολιτικό έργο;
Info: Επόμενες παραστάσεις: 10 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Αλσους, Νέα Σμύρνη, 12/9 Θέατρο Πέτρας, Πετρούπολη, 14/9 Θέατρο «Αλίκη Βουγιουκλάκη», Βριλήσσια, 17 Σεπτεμβρίου, Θέατρο «Αλέξης Μινωτής», Αιγάλεω.