Της Μικέλας Χαρτουλάρη
Εκείνο το χάραμα του Αυγούστου στο Νέο Δελχί, στη φτωχική γειτονιά της «αγοράς των ποδηλάτων», ο συγγραφέας στήθηκε στην είσοδο της Γκουρντβάρα όπου συνωστίζονταν όλοι οι άκληροι περιμένοντας την καθημερινή ελεημοσύνη τους: μια χούφτα ζεστό χαλβά που τους έδιναν οι Σιχ του ναού. Πλησίασε, άπλωσε κι αυτός την παλάμη του, και μονομιάς όλα τα άλλα χέρια τραβήχτηκαν. Τι είχε συμβεί; Αραγε είχε σπάσει κάποιον άγραφο ηθικό κανόνα; Μήπως τους είχε προσβάλει άθελά του; Μήπως του έδωσαν προτεραιότητα από αίσθημα κατωτερότητας; Τότε αισθάνθηκε να του πιάνουν σφιχτά τον καρπό. Ο επικεφαλής Σιχ τού τράβηξε το χέρι και τοποθέτησε μια γωνιά χαλβά ανάμεσα στα δάχτυλά του. Στάθηκαν τότε όλοι οι παρίες αμίλητοι και περίμεναν. Ο συγγραφέας ξέχασε τις προειδοποιήσεις για το φαγητό του δρόμου που διαλύει το ανοσοποιητικό σύστημα των δυτικών, κι έφαγε με αγαλλίαση την μπουκιά του. Τότε ένιωσε ότι είχε ένα κομμάτι της Ινδίας στο στόμα.
Ετσι πολιτεύτηκε ο Χρήστος Χρυσόπουλος τους δύο μήνες του 2012 που περιπλανήθηκε από το Ρατζαστάν ώς το Ουτάρ Πραντές. Ενσωματώθηκε στο περιβάλλον για να γευτεί, έστω και επιφανειακά, την εμπειρία ενός άλλου πολιτισμού. Φόρεσε μια κούρτα πάνω από το λευκό λινό παντελόνι του, κινήθηκε πεζή, με τρίτροχα ή με τρένα, παραιτήθηκε από τις σταθερές του, κι όταν γύρισε στην Αθήνα ήταν πιο πολύ ο εαυτός του.
Ετσι και το βιβλίο που γεννήθηκε από αυτή την περιπέτεια, το Σώμα του Τιρθανκάρα (σε λίγες μέρες από τη Νεφέλη), δεν είναι μια διαδοχή από γραφικές καρτ ποστάλ, ούτε ένας εναλλακτικός Lonely Planet, αλλά ούτε ένα φιλοσοφικό ταξίδι. Είναι ένα ιδιότυπο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που τα έχει όλα σε μέγεθος μινιατούρας: δράση, συναρπαστικούς χαρακτήρες και καθηλωτικές περιγραφές, σασπένς, χιούμορ, συγκίνηση, ανατριχίλα και αρχαία σοφία, ερωτισμό και θρήνο, κι αντί για συγκρούσεις έχει εσωτερικούς αγώνες. Κυρίως όμως έχει σάρκα. Πρόκειται για το πιο γήινο από τα εννιά βιβλία του. Ο αναγνώστης το νιώθει διότι «συναντά» τον γυμνό ασκητή στην Γκάλτα, και «παρακολουθεί» την αποτέφρωση των νεκρών στον Γάγγη, ή την τριαντάρα Μάνγκλα να χορεύει στο τρένο αφήνοντας να φανεί το ρομαβελί της, τη χιλιοτραγουδισμένη αχνή κάθετη γραμμή γυναικείας τριχοφυΐας πάνω από τον αφαλό προς τα στήθη.
«Στην Ινδία το πνεύμα σωματοποιείται. Οι κάστες, η γλώσσα, η σκέψη, η γιόγκα, το ντύσιμο, η τέχνη, ο διαλογισμός, η τελετουργία… όλα συντείνουν στην κηδεμονία της σάρκας» γράφει ο Χρυσόπουλος. Κι ο ίδιος αφέθηκε, λέει, να υποτάξει τη νόηση στην ενσυναίσθηση, «κέρδισα μια ουσιαστικότερη συνείδηση του ενστικτώδους». Στο τέλος όμως αποδέχθηκε βαθύτερα την εμμονή του να δουλεύει με διανοητικά εργαλεία. Γι’ αυτό ξεχώρισε τον μαρμάρινο Τιρθανκάρα στον Ζαϊνιστικό ναό Λαλ Μάντιρ. Το σώμα αυτού του θεού, λιγνό, χυτό, δίχως μυϊκή γράμμωση, στέκεται στον αντίποδα της αρχαιοελληνικής ρώμης. «Είναι το μόνο ιδανικό που πήρα από την Ινδία: ένα σώμα σμιλεμένο από τον νου».
Η Νικόλ, ο Μπρους και οι Αλλοι
Το καινούργιο βιβλίο του 46χρονου Χρυσόπουλου μάς προκαλεί τελικά να σκεφτούμε σοβαρά το ήθος με το οποίο προσεγγίζουμε το διαφορετικό, την ετερότητα, τον Αλλο. Ο συγγραφέας επιμένει στο θέμα και εξηγεί πώς έφτασε να κερδίσει την ύψιστη εκδήλωση φιλίας, το Ναμαστέ μέρε ντοστ – Γειά σου φίλε μου, των Ινδών. Δεν έχουμε λοιπόν εδώ μια δημοσιογραφική προσέγγιση α λα Νταρλύμπλ (Ιερή Ινδία, Μεταίχμιο), ούτε ένα μυθιστόρημα δρόμου με τον τυχοδιωκτισμό του Μπρους Τσάτουιν (παρακολούθησε την προεκλογική εκστρατεία της Ιντιρα Γκάντι), ούτε έχουμε ένα πολιτικό επιχείρημα όπως στις μαρτυρίες του Μοράβια ή του Παζολίνι. Εχουμε ένα αναστοχαστικό λογοτεχνικό αφήγημα, όπως ήταν το Νυχτερινό στην Ινδία του Ταμπούκι ( Αγρα), το οποίο διαμορφώνεται μέσα από τις συναντήσεις του συγγραφέα, όχι με τόπους και εικόνες αλλά με γεγονότα και ανθρώπους.
Είναι χαρακτηριστική η κωμικοτραγική διασταύρωση του Χρυσόπουλου με τη Γαλλιδούλα Νικόλ, πρωτοετή φοιτήτρια Οικονομικών στο Παρίσι, μέσω της οποίας σχολιάζει εκείνους τους δυτικούς που νομίζουν ότι δείχνουν ενδιαφέρον για τον Αλλο, όμως στην πραγματικότητα αρνούνται να κάνουν ένα βήμα προς αυτόν. Η Νικόλ υπογραμμίζει το δικαίωμά της να είναι ο εαυτός της, με έναν τρόπο σχεδόν υπεροπτικό. Ταξιδεύει μόνη στην Ινδία αλλά είναι αφελής απέναντι στους κινδύνους. Τρώει σ’ ένα πανδοχείο κρέπες με πάστα φουντουκιού και δημητριακά με χυμό πορτοκάλι. Κυκλοφορεί με κολάν, κοντομάνικο μπλουζάκι και τα κατάξανθα μαλλιά της λυτά, χωρίς να ενοχλείται που προκαλεί τα βλέμματα. Αδιαφορεί για τις κοινωνικές συμβάσεις αλλά αδιαφορεί και για τις ευαισθησίες των Ινδών. Και τρέχει στα αξιοθέατα με τον ταξιδιωτικό οδηγό της σαν ευαγγέλιο, αλλά αγνοεί παντελώς την κουλτούρα που επισκέπτεται. Ετσι η κρίση της θα είναι πάντα θολωμένη από την, αδιαμφισβήτητη μέσα της, αίσθηση της δυτικής ανωτερότητας.
………………………………………….
Αστεγοι εδώ, ανέγγιχτοι εκεί
Τον Φεβρουάριο του 2012, ο Χρυσόπουλος κυκλοφόρησε τον Φακό στο στόμα (Πόλις), ένα συνταρακτικό Χρονικό, για τους άστεγους που κατακλύζουν την Αθήνα της κρίσης, σαν «ζωντανοί-νεκροί», σαν φαντάσματα από τα οποία οι κάτοικοι αποστρέφουν το βλέμμα τους. «Το ζητούμενο είναι», έγραφε, «μια αλλαγή παραδείγματος, η οποία θα μας κρατήσει μακριά από την τυφλή βία και ταυτόχρονα θα αποδομήσει την ξενοφοβική, καθηλωτική και ρατσιστική εκδοχή του δικού μας αυτοειδώλου».
Εξι μήνες αργότερα, στη βόρεια Ινδία, είδε χιλιάδες «ανέγγιχτους» να κοιμούνται, να τρώνε και να πλένονται με μπιτόνια κατά μήκος των λεωφόρων, «σαν να είχαν πειστεί ότι ήταν προορισμένοι εξαρχής να ζουν έτσι». Ανήκαν στην κατώτερη κάστα, και ο Χρυσόπουλος θύμωσε όταν συνειδητοποίησε πως αποδέχονταν την ταξική καταγωγή τους σαν «βιολογικό συστατικό της ύπαρξής τους». Παρόλα αυτά, σχολιάζει στον Τιρθανκάρα, παρότι η ζωή μπορεί να είναι κόλαση για κάποιους, παρότι υπάρχει απελπισία και καταπίεση και απίστευτα βάρβαρη βία και εγκληματικότητα, «στην Ινδία δεν υπάρχει χυδαιότητα». Γι’ αυτό «είναι ανθρώπινο να ζεις εδώ…».
Στο βιβλίο του δεν υπάρχουν οι μαχητικές σελίδες που γνωρίζουμε από εκλεκτούς Ινδούς λογοτέχνες (Αρουντάτι Ρόι, Αμιτάβ Γκος, Τζιτ Θαχίλ) για τα μεταποικιακά συμφέροντα της Βρετανίας, για τα κινήματα των χωρικών ενάντια στις πολυεθνικές, για τις πολιτικές συγκρούσεις στο Κασμίρ, για την κρατική αυθαιρεσία ή την καθημερινή βία. Ο Χρυσόπουλος δεν πολιτικολογεί κι ας είναι πολιτικοποιημένος. Βυθίζεται όμως στο ινδικό τηλεοπτικό σύμπαν και αφηγείται τρεις ιστορίες ιδεολογικής χειραγώγησης. Περιγράφει τις διαφημίσεις για λευκαντικό προσώπου που κολακεύουν τις δυτικότροπες φαντασιώσεις των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Παρακολουθεί τον ρωμαλέο γιόγκι Μπάμπα Ράμντεβ, που εξάπτει τις μάζες ενάντια στην πολιτική διαφθορά υιοθετώντας ένα μεσσιανικό προφίλ. Και σχολιάζει το αγγλόφωνο κανάλι που αναφέρεται εξαντλητικά στα ιατροδικαστικά τεκμήρια εγκλημάτων απίστευτης αγριότητας. Σοκαριστικό.