Ο Κουφέστιος, ο Ατσίνορας κι ο Φτυάρης, τρία ποτήρια που δεν τα 'πιανε κανένας, κατά πώς διεκτραγωδεί ο ποιητής, μεγάλωσαν μαζί σε ορεινό χωριό, παρέα πήγαν στο σχολειό, αντάμα βγήκαν στη βιοπάλη και πολέμησαν δίπλα δίπλα στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Στην Κατοχή οι δρόμοι τους χώρισαν, βάδισαν σε στενόχωρες ατραπούς ώσπου ξανάσμιξαν μετά την απελευθέρωση στο ακριτικό νησί τους, παλεύοντας νυχθημερόν να τα φέρουν βόλτα. Τα βάσανά τους γλύκαινε το κρασί που γεύονταν συχνά, πότε στο σπίτι του ενός και πότε των άλλων.
Ιλίγγους ευφραντικούς τούς προκαλούσε, καθώς δρόσιζε άφθονο τον ουρανίσκο, απ' όπου σκαρφάλωνε παρευθύς στο κεφάλι, οδηγώντας τους σε κατάσταση ευθυμίας και διονυσιακής διέγερσης, στο τσακίρ κέφι πά' να πει. Λίγη ντομάτα με κρεμμύδι ξερό, καμιά σαρδέλα στο τηγάνι, ενίοτε ρέγκα παστή, τυρί και ψωμί συμπλήρωναν τον ρεφενέ· μεζέδες πρώτης διαλογής· ουκ εν τω πολλώ το ευ. Περασμένα μεσάνυχτα, ένα κατασκότεινο βράδυ αποχωρούν απ' το κονάκι του Φτυάρη οινοβαρείς. Ο Ατσίνορας κατευθύνεται προς τα επάνω τρεκλίζων μεν, αλλά ευθυτενής.
Ναυαγισμένος στη στεριά ο Κουφέστιος, σωστή σκνίπα, παραπατά με καλλιτεχνικά οχτάρια, τον παίρνει ο κατήφορος αντί αυτός εκείνον. Ανήσυχος ο οικοδεσπότης προστρέχει πίσω του, θεωρώντας εαυτόν ικανό να επικουρήσει την αβέβαιη πορεία του φίλου του. Είναι, όμως, σταφίδα κι ίδιος κι έτσι στη δεύτερη στροφή βυθίζεται φαρδύς-πλατύς σ' έναν λάκκο με ασβέστη. Προσπαθώντας να αντιληφθεί τι συμβαίνει, με τις άκρες των δαχτύλων ψηλαφίζει την κεφαλή του καρντάση. Μου εξιστορούν κουτσοπίνοντας και γελώντας στην ταβέρνα της ακτής, γέροντες πια, τις περιπετειώδεις λευκές νύχτες τους.
Ο Δάσκαλος απ' τη Φτέρη της δυτικής Φθιώτιδας, που τσουγκρίζαμε τα ποτηράκια μας όποτε το αυτοκίνητο του Δημήτρη μ' έφερνε στον τόπο του, είχε γνωρίσει τους τρεις πότες, καθώς νεαρός, μεσούντος του Εμφυλίου, δίδαξε επί δυο χρόνια στο μακρινό νησί. Υπηρέτησε αργότερα σε απομακρυσμένα χωριά και κωμοπόλεις της Ρούμελης, παραμένοντας ένθερμος εραστής του αλεξίλυπου οίνου και του τσίπουρου. Καλοστεκούμενος μέχρι τα ενενήντα, φρόντιζε το αμπέλι και τον κήπο του και σόφαρε ώς τη Λαμία.
Συνομιλητής ευχάριστος και νηφάλιο πνεύμα, του άρεσε στις κρασοκατανύξεις να σκαρώνει διονυσιακούς στίχους: «Να μη φτάσω, να μη ζήσω/ αν μια μέρα δεν μεθύσω./ Κι αν πεθάνω, να πεθάνω/ στο ποτήρι μου επάνω./ Την αμέθυστη ζωή μου/ να την έχουν οι εχθροί μου,/ μόν' εκείνοι όσο ζήσουν/ να μη φτάσουν να μεθύσουν./ Οπου Βάκχος δεν σφυρίζει/ κι η ποτήρα δεν γεμίζει/ η ζωή τη αληθεία/ είν' αιώνια τυραννία». Βασανίστηκε τελευταία από ένα σοβαρό εγκεφαλικό και τον Αύγουστο έβαλε πλώρη για τους αιώνιους αμπελώνες. Τα μετέωρα τον κατευοδώνουν με νερά στη Στερεά κι εμείς με γεμάτες ποτήρες, σπονδή στη μνήμη του.
Μετέωρος [email protected]