Pin It

Του Νικόλα Σεβαστάκη*

 

Ενα από τα ομορφότερα τραγούδια του σκοτσέζικου συγκροτήματος Mogwai έχει τον τίτλο «Take me somewhere nice». Το θυμήθηκα πάλι διαβάζοντας αυτόν τον καιρό δηλώσεις εκλεκτών καλλιτεχνών υπέρ της ανεξαρτησίας από το Ηνωμένο Βασίλειο. Μέσα από την κατάκτηση της πολιτικής τους ανεξαρτησίας, οι καλλιτέχνες αυτοί διατείνονται ότι αναζητούν μια καλύτερη Σκοτία ή «μια νέα αρχή». Μια λιτή επιστολή υπέρ του «ναι» που υπογράφουν 1.300 μουσικοί, εικαστικοί και συγγραφείς τελειώνει με τα εξής λόγια: «Η θετική μας ψήφος δεν είναι πανάκεια για τη θεραπεία των δεινών της Σκοτίας. Δεν ψηφίζουμε “ναι” πιστεύοντας ότι η Σκοτία είναι καλύτερη από άλλες χώρες. Ψηφίζουμε “ναι” γιατί πιστεύουμε ότι η Σκοτία είναι ίση με τις άλλες χώρες. Ψηφίζουμε “ναι” γιατί έχουμε φανταστεί μια καλύτερη πατρίδα. Τώρα θέλουμε να τη χτίσουμε».

 

Αγαπώ ιδιαίτερα τη σύγχρονη μουσική σκηνή της Σκοτίας που έχει αναδείξει αρχιμάστορες της μελωδίας και της λυρικής σαγήνης όπως οι Wake, οι Jesus and Mary Chain, οι Pastels, οι Belle and Sebastian και αναρίθμητοι άλλοι μέχρι τις μέρες μας. Οι περισσότεροι από αυτό τον χώρο έχουν γοητευτεί από την ιδέα της ανεξαρτησίας. Αντίθετα, το όχι στην ανεξαρτησία κερδίζει περισσότερο στο μέινστριμ και σε περιπτώσεις υπερπλούσιων διεθνών προσωπικοτήτων όπως ο Μικ Τζάγκερ ή η Τζόαν Ρόουλινγκς, η συγγραφέας του Χάρι Πότερ.

 

Περισσότερο ενδιαφέρον έχει όμως το επιχείρημα που συνοδεύει την επιλογή του «ναι». Βρήκα ελάχιστη εθνικιστική μεγαληγορία ή επίδειξη ρηχού και πρωτόγονου αντιαγγλισμού. Συναντώ αντίθετα ένα απροσδόκητο και φαινομενικά έξυπνο επιχείρημα: είμαστε, λένε, υπέρ της ανεξαρτησίας της Σκοτίας ακριβώς διότι δεν αντέχουμε άλλο μια ορισμένη στενόμυαλη, εσωστρεφή και συντηρητική Αγγλία. Ο φιλοευρωπαϊσμός, οι ισχυρές σοσιαλδημοκρατικές ευαισθησίες και μια δικαιολογημένη πολιτισμική αυτοπεποίθηση συνυπάρχουν στο υπέρ της ανεξαρτησίας «στρατόπεδο». Αυτός ο ιδιαίτερος συνδυασμός αποτυπώνεται στη στάση των (πολλών) καλλιτεχνών και πολιτισμικών δημιουργών.

 

Παράλληλα, βέβαια, θα διαβάσει κανείς άρθρα και αναλύσεις για την αφθονία των πλουτοπαραγωγικών πόρων ή για προσδοκώμενα οικονομικά οφέλη από την ανεξαρτησία. Αν, πάντως, εξετάσουμε προσεκτικά τις δυο «παρατάξεις», η διαιρετική τομή έχει ως εξής: από τη μια όσοι θεωρούν πρωταρχικής σημασίας την οικονομική και τεχνοκρατική διάσταση (συνήθως υπέρ της παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο) και από την άλλη εκείνοι οι οποίοι προβάλλουν πολιτικούς και πολιτισμικούς λόγους υπέρ του διαζυγίου. Οι οπαδοί της παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο εμμένουν στις ανησυχαστικές συνέπειες της απόσχισης και στο κόστος που θα έχει μια ασταθής φάση μετάβασης σε ένα νέο και άγνωστο οικονομικό (νομισματικό;) καθεστώς. Οι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας στοιχηματίζουν περισσότερο στις δυνατότητες της χώρας να υπερβεί τις οικονομικές και θεσμικές πιέσεις του «Γουεστμίνστερ».

 

Από τα ερεθίσματα που μπορεί να έχει κάποιος εκ του μακρόθεν, μοιάζει δύσκολη η εκτίμηση για τον τεκμηριωμένο χαρακτήρα της μιας ή άλλης θέσης. Δεν μας πέφτει λόγος, ίσως. Ή μήπως όχι;

 

Νομίζω λοιπόν ότι η διαμάχη στη Σκοτία για το μέλλον της περιοχής αγγίζει ένα ευρύτερο πρόβλημα το οποίο και ξεπερνά τη συγκεκριμένη περίπτωση. Το πρόβλημα είναι το εξής: ενίοτε οι αγαθοί σκοποί δεν λένε πάντα την όλη αλήθεια για μια τοποθέτηση, για μια πολιτική στάση σε σημαντικά ζητήματα στρατηγικού προσανατολισμού. Μπορεί, ας πούμε, να πιστεύω ότι υπηρετώ μια καλύτερη ιδέα για τη χώρα μου και τις τύχες της στο μέλλον. Αγνοώντας όμως μια κρίσιμη παράμετρο, η παραπάνω πεποίθηση αρχίζει να γίνεται λιγότερο λαμπρή.

 

Τι αγνοείται ή παραβλέπεται συνήθως; Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι η ιδέα της απόσχισης, έτσι όπως αρθρώνεται σήμερα από διάφορες ταυτότητες στην Ευρώπη, συντονίζεται αντικειμενικά με τον γενικότερο ευρωσκεπτικιστικό κυνισμό, με έναν δεξιό στην ουσία του «ρεζιοναλισμό». Παρά το ότι επενδύεται από διαφόρους με ριζοσπαστικές αποχρώσεις λαϊκής κυριαρχίας, η λογική της απόσχισης σημαίνει πρακτικά πισωγύρισμα για την Ευρώπη. Αν πράγματι η παρούσα ευρωπαϊκή συγκυρία φέρει έντονα σημάδια θεσμικής σκλήρυνσης και ιδεολογικής μονοκαλλιέργειας (μοντέλα ανταγωνιστικής λιτότητας), ο πειρασμός της απόσχισης θα συμβάλει, ανεξαρτήτως προθέσεων, στην εκτίναξη του εθνικιστικού κοινοτισμού. Και το χειρότερο εδώ είναι ότι σημαντικό τμήμα των αριστερών σε πολλές χώρες της Ευρώπης θεωρεί πως ελλείψει ανθεκτικών και πολιτικά αξιόλογων ταξικών κοινοτήτων, το μοναδικό αποκούμπι συλλογικότητας είναι η ισχυρή εθνική κοινότητα. Με μια διαφορά: αυτή η εθνική κοινότητα να υφαίνεται στη φαντασία ως αντιστεκόμενη σε μια μεγαλύτερη (και συνήθως πιο άδικη) κρατική ή υπερκρατική οντότητα. Με αυτό τον τρόπο, όμως, παραγνωρίζεται ουσιαστικά η παιδευτική σημασία που έχει σήμερα η ιδέα ενός κοινού πολιτικού πεπρωμένου. Τι είναι άραγε αυτό το κοινό πολιτικό πεπρωμένο; Εδώ μπορεί να διαφωνήσει κανείς όσο θέλει, υπό τον όρο ότι συμφωνούμε σε ένα βασικό: στο ότι θέλουμε έναν χώρο ελευθερίας πέρα και πάνω από τον ανταγωνισμό των ιδιαίτερων εθνογλωσσικών, θρησκευτικών ή κοινωνικοταξικών ταυτοτήτων για «απόλυτη» επιβεβαίωση.

 

Επιστρέφοντας τώρα στα της Σκοτίας πάθη. Από τη στιγμή που γύρω από το δράμα της συγκεκριμένης ανεξαρτησίας εγείρονται και άλλα ομοειδή αιτήματα (Καταλονία, Κορσική κ.λπ.), το θέμα είναι πολύ πιο βαρύ από ένα «ναι» ή «όχι» στις «ελίτ του Γουεστμίνστερ». Οσο και αν είμαι χίλιες φορές με τους Mogwai ως προς την αισθητική, διαβάζοντας τα πράγματα από την πλευρά ενός μελαγχολικού Ευρωπαίου, η ψήφος μου θα ήταν «όχι».

 

 

* Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

 

Scroll to top