Η εν ψυχρώ δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τη νεοναζιστική φασιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής αποτέλεσε το αποκορύφωμα της πολύχρονης εγκληματικής δράσης της οργάνωσης. Στο ενεργητικό της είχε ήδη πριν από τη δολοφονία εκατοντάδες οργανωμένες εγκληματικές ενέργειες σε βάρος μεταναστών, εκπροσώπων πολιτικών κομμάτων και νεολαιίστικων οργανώσεων.
Η φασιστική Χρυσή Αυγή οργανώθηκε και ανέπτυξε την παράνομη δράση της έχοντας την ανοχή και συγκάλυψη των επίσημων διωκτικών, δικαστικών και κρατικών αρχών και υπηρεσιών. Μέχρι και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η κυβέρνηση, το οικονομικό και μιντιακό κατεστημένο συγκάλυπταν τη δολοφονική δράση της νεοναζιστικής οργάνωσης.
Η νεοφασιστική οργάνωση, εκμεταλλευόμενη τον δρόμο που της έστρωσαν η κυβέρνηση και το μεγάλο κεφάλαιο, έκανε σημαία της τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, ενοχοποίησε τη μετανάστευση και την ταύτισε με το έγκλημα, την αύξηση της ανεργίας και τις παράνομες ενέργειες. Διεκδίκησε για τον εαυτό της τον ρόλο του προστάτη στις συνοικίες και στις γειτονιές, διαμόρφωσε ένα προφίλ ότι είναι η δύναμη που προστατεύει τους αδύναμους και με τον τρόπο αυτό επέβαλε και νομιμοποίησε de facto την παρουσία της, ενώ δυστυχώς τα εκλογικά ποσοστά της ανέβηκαν, ειδικά στις φτωχές λαϊκές συνοικίες.
Με αυτή την παραπλανητική εικόνα διείσδυσε σε κοινωνικές ομάδες που άρχισαν να αποδέχονται σταδιακά ότι αιτία και κακοδαιμονία για την όξυνση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων δεν είναι το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά οι ανεπιθύμητοι μετανάστες.
Εδώ ακριβώς είναι ένα σοβαρό ζήτημα για τον ρόλο που διαδραμάτισε η Αριστερά, εάν αντιστάθηκε και αντιπαρατέθηκε στη νεοναζιστική επέλαση ή παρακολούθησε αμήχανη την εισβολή των νεοφασιστών στις εργατικές συνοικίες και γειτονιές χωρίς να οργανώσει τη δική της αντεπίθεση, αποκαλύπτοντας τι εκφράζουν μέσα από τα ρατσιστικά συνθήματα, αλλά και τις βρόμικες μεθοδεύσεις τους.
Ταυτόχρονα οι νεοφασίστες αξιοποίησαν την κρίση που ξέσπασε στη χώρα την τελευταία πενταετία. Αυτό συνέβαλε στο να αποκτήσει ένα νέο προφίλ η νεοναζιστική φασιστική συμμορία, η οποία επίσης σήκωσε τη σημαία της κάθαρσης, της εξυγίανσης της πολιτικής ζωής και επιζητούσε εδώ και τώρα την τιμωρία των πολιτικών που οδήγησαν τη χώρα και τον λαό στην κατάρρευση και την καταστροφή.
Η Αριστερά και το εργατικό λαϊκό κίνημα πριν απ’ όλα έχουν την ιστορική γνώση και εμπειρία σχετικά με τη φασιστική απειλή και τις μεθόδους που εφαρμόζουν για την παραπλάνηση και εξαπάτηση του λαού. Παρ’ όλα αυτά αποτελεί κρίσιμο ερωτηματικό το πώς η Αριστερά έδρασε, κινητοποιήθηκε και πόσο σχεδίασε και οργάνωσε την αναγκαία πολιτική παρέμβασή της και γιατί ακόμη και μέχρι σήμερα δεν έχει πρωτοστατήσει στη δημιουργία ενός πλατιού μαζικού κοινωνικού και πολιτικού κινήματος ενάντια στη νεοφασιστική απειλή. Αντίθετα με το μέγεθός τους είναι άξιες αναφοράς η δράση, οι πρωτοβουλίες και οι πολιτικές παρεμβάσεις πολλών πολιτικών δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Η κυβέρνηση και τα αστικά κόμματα που ασκούν τη διακυβέρνηση έχουν τεράστια πολιτική ευθύνη για την άνοδο της επιρροής του νεοναζισμού, με όποια μορφή και αν παρουσιάζεται. Ειδικότερα η Ν.Δ. στέγασε ή διατήρησε στις γραμμές της πολλούς ακροδεξιούς, δέχτηκε και επιδίωξε μεταγραφές επίλεκτων ακροδεξιών στοιχείων και αργότερα τους ενέταξε στην κυβέρνηση, κατασκεύασε την άθλια και γελοία θεωρία των δύο άκρων ταυτίζοντας την Αριστερά, τους κομμουνιστές με τις φασιστικές συμμορίες και τα τάγματα εφόδου.
Μετά τη δολοφονία Φύσσα αποφάσισαν οι εμπλεκόμενες αρχές και υπηρεσίες να δράσουν για να αποκαλυφθεί σε μεγάλο βαθμό η εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής.
Από τη δικαστική έρευνα για τη δράση της Χρυσής Αυγής διαπιστώθηκαν δύο σημαντικά στοιχεία για την παρέμβαση στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα.
α) Είχε κάνει την απαραίτητη προπαρασκευή (νομική και πολιτική) ώστε να προχωρήσει σε συγκρότηση διασπαστικών συνδικάτων και β) είχε ήδη ολοκληρώσει τη διαδικασία στην κατάρτιση καταστατικού για τα νέα νεοφασιστικά διασπαστικά συνδικάτα.
Η επίθεση σε στελέχη του ΠΑΜΕ στο Πέραμα το 2013 δεν ήταν τυχαία. Αποτελούσε μια πρόβα για να επιβληθεί (στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, έχοντας ως ισχυρούς συμμάχους εργοδότες της περιοχής) η παρουσία των χρυσαυγιτών και η πολιτική και συνδικαλιστική νομιμοποίησή τους.
Η ασύδοτη δράση των χρυσαυγιτών στην περιοχή, οι εγκληματικές επιθέσεις τους σε Πέραμα, ιχθυόσκαλα και πρόσφατα στο κοινωνικό σχολείο της Νίκαιας κ.λπ. σε συνδυασμό με την οργάνωση που είχαν στήσει, τη στήριξη που απολάμβαναν από επιχειρηματίες, δείχνουν ότι από εκεί θα επιχειρούσαν την παρέμβασή τους για τη δημιουργία στα πρότυπα του νεοφασισμού νέων συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Το συνδικαλιστικό κίνημα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, περιορίστηκε σε αποσπασματικές αναφορές και καταγγελίες. Εστω και καθυστερημένα τα συνδικάτα, τα πρωτοβάθμια σωματεία, θα πρέπει να εντάξουν στις άμεσες προτεραιότητές τους την ανάγκη να οργανωθεί μια συστηματική δουλειά και παρέμβαση στους χώρους δουλειάς, πρωτοβουλίες και δράσεις, συντονισμός στη δράση με τις ομοσπονδίες και τα εργατικά κέντρα. Συνεργασία με άλλα κοινωνικά κινήματα, όπως είναι η τοπική αυτοδιοίκηση, με τις οργανώσεις των επαγγελματοβιοτεχνών, τους δικηγορικούς συλλόγους, με όλο το φάσμα των αντιρατσιστικών και αντιφασιστικών οργανώσεων και κινήσεων. Η εργατική τάξη, ευρύτερα οι εργαζόμενοι, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, η νεολαία, πρέπει να πλαισιώσουν, να στηρίξουν και να ενισχύσουν δυναμικά και αποτελεσματικά την οργάνωση, τη δράση και τις κινητοποιήσεις ενάντια στον νεοναζισμό, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία.
* Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού (ΠΕΝΕΝ) και γ.γ. του Εργατικού Κέντρου Πειραιά