ΑΡΧΟΝΤΙΑ ΚΑΤΣΟΥΡΑ

21/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Βυσσινί 2CV και λευκό Taunus

      Pin It

Της Αρχοντίας Κάτσουρα

 

Μεσημέρι Τρίτης και στον δρόμο έξω από το δημοτικό σχολείο είναι μαζεμένες δεκάδες μαμάδες και γιαγιάδες. Τo κουδούνι χτύπησε, τα παιδιά σχολάνε και η διέλευση του στενού είναι δύσκολη, ακόμη και για κάποιον που κινείται πεζή σαν και μένα. Αυτοκίνητα με αναμμένες μηχανές και φανάρια αλάρμ που αναβοσβήνουν, κάποια σχεδόν διπλοπαρκαρισμένα ή σταματημένα όπως όπως, ακόμη και κάθετα στην κυκλοφορία, μια σχολική τροχονόμος με κίτρινο γιλέκο και «στοπ» στο χέρι και μικρά παιδιά που σέρνουν σχεδόν τις τσάντες τους και συνωστίζονται στη σιδερένια έξοδο για να φύγουν. Φωνές ακούγονται από παντού: «Μαμά, εδώ είμαι», «Πώς πήγε το μάθημα;», «Μάθατε κάτι καινούργιο σήμερα;», αλλά και: «Γεια σου, Γιώργο», «Μην ξεχάσεις να μου φέρεις το βιβλίο μου», «Δεν μ’ αφήνει η μαμά να έρθω να παίξω σήμερα, έχω να διαβάσω».

 

Προχωράω κάπως βιαστικά, προσπαθώντας να αποφύγω τη βαβούρα και τα αυτοκίνητα, ψάχνοντας να βρω μια ελεύθερη άκρη στο πεζοδρόμιο για να μπορέσω να συνεχίσω και να φτάσω στη δουλειά μου. Από το στενό πλάι στο σχολείο βγαίνει αργά και κάπως διστακτικά ένα σκούρο βυσσινί 2CV – ξέρετε, από αυτά τα παλιά αυτοκίνητα με τα παράθυρα που διπλώνουν για να ανοίξουν. Είναι φρεσκοπλυμένο και καλογυαλισμένο, σαν καινούργιο, τα τάσια στους τροχούς του αστράφτουν και το δέρμα στα καθίσματά του φαίνεται ολοκαίνουργιο, έχει αλλαχτεί πρόσφατα. Το οδηγεί ένας σχετικά ηλικιωμένος κύριος, κομψός και καλοντυμένος, μάλλον ψηλός, γιατί με δυσκολία χωράει στο κάθισμά του, και με πολλή προσοχή ελέγχει τον δρόμο για να φύγει. Στο πίσω κάθισμα, ένα σγουρομάλλικο αγοράκι, θα ’ναι 8-9 χρονώ, είναι μισοκαθισμένο και έχει αγκαλιάσει με τα χέρια του το μπροστινό κάθισμα. «Παππού», σαν να ακούω ότι λέει, «σήμερα πέρασα πολύ ωραία στο σχολείο»…

 

Σε μια αναλαμπή από το παρελθόν, βλέπω ένα παλιό λευκό Taunus σταματημένο έξω από ένα άλλο δημοτικό σχολείο, πολλά χρόνια πριν. Ο παππούς, εύσαρκος, με κόκκινα μάγουλα, μεγάλο μουστάκι και μια ακόμη πιο μεγάλη καρδιά, περιμένει ακριβώς απέναντι από την πόρτα του σχολείου για να «μαζέψει» τις εγγονές που μόλις σχόλασαν. Βάζει τις βαριές σχολικές τσάντες στο πορτμπαγκάζ και τα παιδιά μέσα, προσέχοντας τα άλλα αυτοκίνητα που περνάνε. Μπροστά από το κάθισμα του συνοδηγού βρίσκονται ακόμη -ανενεργά πια- τα διπλά πετάλια του δασκάλου της οδήγησης. Τα πόδια των κοριτσιών, όσο κι αν προσπαθούν, δεν φτάνουν να τα αγγίξουν.

 

Ακόμη ένας παππούς – από τους πολλούς και τόσο πολύτιμους. Εκείνους που στέλνουν αυγά, τυρί και φρούτα από το χωριό, που από τη διαρκώς μειούμενη σύνταξή τους σχεδόν πάντα κάτι περισσεύει για τα εγγόνια, αλλά και αυτούς που αναλαμβάνουν ρόλο νταντάς – τα παιδιά δουλεύουν και κάποιος πρέπει να είναι εκεί να τα φροντίζει. Στο τέλος της ημέρας τούς βλέπεις κουρασμένους, καμιά φορά πιασμένους και με κόκαλα να πονάνε, γιαγιάδες και παππούδες, αλλά με ένα ήπιο χαμόγελο στα χείλη. Είναι πάντα έτοιμοι να περιγράψουν υπερήφανοι την τελευταία χαριτωμένη αταξία του εγγονιού – κι ας τους έβγαλε από τα ρούχα τους την ώρα που την έκαναν. Ακόμα και το μάλωμά τους για τη σκανταλιά πίσω από το αυστηρό ύφος κρύβει ένα χαμόγελο υπερηφάνειας, σαν να σκέφτονται: «Κοίτα τι πονηριά σκαρφίστηκε ο κατεργάρης…» Αργότερα, όταν ο κατεργάρης ή η κατεργάρα θα προοδεύει στο σχολείο και στη ζωή, το καμάρι τους θα είναι ακόμη μεγαλύτερο: «Το ’ξερα εγώ», θα λένε, «άλλωστε σε μένα έμοιασε το παιδί».

 

Παρατηρώ ακόμα το βυσσινί αυτοκίνητο που στρίβει αργά και φεύγει. Το χρώμα του γυαλίζει κάτω από τον ήλιο του Σεπτεμβρίου και η μηχανή του κάνει αυτό τον χαρακτηριστικό γουργουριστό θόρυβο που κάνουν όλα τα παλιά αυτοκίνητα: είναι ο ήχος ο συνδεδεμένος με τον παππού, που τον μαλώνει η μαμά όταν σε κακομαθαίνει, αλλά είναι εκεί όταν τον χρειάζεσαι, παρ’ όλο που δεν το ξέρεις.

 

[email protected]

 

Scroll to top