Του Γιάννη Σβωλου
Σχεδόν κατάμεστο ήταν την Κυριακή το βράδυ το μαρμάρινο κοίλον του Ηρωδείου, στο μεγάλο γκαλά όπερας, που πρόσφερε η Εθνική Λυρική Σκηνή σε συνεργασία με την Εταιρεία για το Κτήριο της Οπερας και την Ακαδημία Λυρικής Τέχνης «Μαρία Κάλλας». Τα έσοδα της εκδήλωσης θα διατεθούν στην παραπάνω εταιρεία με σκοπό να καλύψουν τη δαπάνη για εκπόνηση μελέτης και εργασίες επισκευής/αποκατάστασης της ιστορικής πολυκατοικίας στον αρ. 61 της οδού Πατησίων, όπου έζησε η Μαρία Κάλλας. Στο αποκατεστημένο αθηναϊκό κτίριο του Μεσοπολέμου θα στεγαστεί η υπό ίδρυση ακαδημία, που, σύμφωνα με την πρόεδρο της εταιρείας, υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου, προορίζεται να λειτουργήσει ως «μια εστία μάθησης και σεβασμού προς τη μέγιστη μουσικό, ένας χώρος εμπειρίας και μάθησης για τους ταλαντούχους νέους που δεν έχουν πρόσβαση σε ακαδημίες του εξωτερικού».
Στο κάλεσμά της να συμμετάσχουν αφιλοκερδώς στο γκαλά ανταποκρίθηκαν Ελληνες και ξένοι μονωδοί: ο βαρύτονος Αρης Αργύρης, η υψίφωνος Δήμητρα Θεοδοσίου, η Ελληνοαυστραλή υψίφωνος Ελενα Ξανθουδάκη, ο Περουβιανός τενόρος Αντρές Βεραμέντι, η Ιταλίδα υψίφωνος Φιορέντσα Τσεντολίνς και ο Ιταλός βαθύφωνος Νίκολα Ουλιβιέρι. Συμμετείχαν η Χορωδία και η Ορχήστρα της ΕΛΣ. Το όλο διηύθυνε δυναμικά, με ακρίβεια και παλμό ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός.
Από τη φύση του, (σχεδόν) κάθε γκαλά όπερας είναι (σχεδόν) πάντα εκτεθειμένο στον κίνδυνο της ανομοιογένειας. Η σύσταση και το γενικό στίγμα του ρεπερτορίου, η αισθητική του τραγουδιού αλλά και το πώς προβάλλουν τον εαυτό τους σκηνικά οι τραγουδιστές, και, βέβαια, το ποιόν των φωνών στοιχειοθετούν μια δέσμη δεδομένων που εύκολα αποκλίνουν εκτός ισορροπίας. Στο Ηρώδειο ακούσαμε μια επιλογή αριών βασικού ρεπερτορίου, που γενικά (αλλά όχι αποκλειστικά) σχετίζονταν με το ρεπερτόριο έργων που τραγούδησε και ηχογράφησε η Κάλλας: φυσικά και αναμενόμενα ο ιταλικός ρομαντισμός και βερισμός κυριάρχησαν, ενώ προστέθηκε από ένας Μότσαρτ, Γκουνό και Γιόχαν Στράους.
Ως εδώ καλά και δικαιολογημένα˙ ούτε θα σχολιάσουμε τι διαφορετικό θα μπορούσε να είχε επιλεχθεί. Ομως, οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε ήσαν έντονα άνισες, κυρίως λόγω των μονωδών: αφ’ ενός διότι αυτοί διέθεταν ετερόκλητο ερμηνευτικό στίγμα, αφ’ ετέρου λόγω των φωνών. Οσον αφορά το πρώτο, οι τρεις άνδρες και η Ελενα Ξανθουδάκη κινήθηκαν -άλλος καλά, άλλος καλύτερα- στην περιοχή της ισορροπημένης αμεσότητας, προβάλλοντας το νεανικό τους ταμπεραμέντο με αμεσότητα, φυσικότητα, αυτοπεποίθηση και, γενικώς, ισορροπημένη οικονομία. Αντίθετα, οι δυο ωριμότερες κυρίες, η Φιορέντσα Τσεντολίνς και η Δήμητρα Θεοδοσίου, επένδυσαν στην εκφραστική εκζήτηση και στη στήριξη/ολοκλήρωση της συμμετοχής τους με έντονα αυτοσκηνοθετημένη ενδυματολογική παρουσία και κινησιολογία˙ ειδικά η δεύτερη επιδόθηκε σε ένα ακραίο ρεσιτάλ θεατρικών ακκισμών ντίβας, παρωχημένης αισθητικής.
Φωνή: υπέρτατα εκφραστική, υπέρτατα εύθραυστη
Φωνητικά και ερμηνευτικά, το πράγμα υπήρξε επίσης άνισο. Από τους έξι, μόνον τρεις –η Ξανθουδάκη, ο Ουλιβιέρι και ο Βεραμέντι– διέθεταν υγιείς, παρ’ ότι όχι αξιομνημόνευτα ωραίες ή μεγάλες φωνές. Και οι τρεις αξιοποίησαν το εφόδιο αυτό γενναιόδωρα και με καλή τεχνική: η Ελληνοαυστραλή υψίφωνος καλαίσθητα, με τέχνη, παιχνιδιάρικη ελαφράδα και ζωντάνια, ο Ιταλός βαθύφωνος με θερμό, αρρενωπό τραγούδι και εύπλαστη φραστική, ο Περουβιανός τενόρος με κάπως ακατέργαστο ταμπεραμέντο, δυναμικά, με διαπεραστικές εξάρσεις.
Ο βαρύτονος Αρης Αργύρης έχει φθείρει κάπως τη φωνή του, η οποία, παρά την ηλικία του, εμφανίζει «μπαλάρισμα» στην υψηλή περιοχή, ενώ τείνει συστηματικά σε υπερβολικές εξάρσεις. Αντίστοιχη φωνητική φθορά φαίνεται να έχει και η Τσεντολίνς. Τέλος, η Δήμητρα Θεοδοσίου διαθέτει σήμερα έναν αντιφατικό συνδυασμό φωνητικής απόδοσης: αφ’ ενός παραμένει ολοφάνερο ότι γνωρίζει άριστα και σε βάθος τα μυστικά της τέχνης της μπελ-κάντο, αφ’ ετέρου επιμένει να καταπιάνεται με ρόλους, οι φωνητικές απαιτήσεις των οποίων εκτείνονται έκδηλα πέραν των δικών της, με αποτέλεσμα ερμηνείες φωνητικά συμβιβαστικές. Το διαπιστώσαμε πέρυσι τον χειμώνα όταν τραγούδησε Λαίδη Μάκβεθ, το διαπιστώσαμε και στο συγκεκριμένο γκαλά… Πάντως τίποτε από τα παραπάνω δεν μείωσε τον ενθουσιασμό του κοινού!
Πρωτοβουλία ασαφής, αν και καλοπροαίρετη
Το πόσο σημαντική και ουσιώδης είναι η παρουσία μιας σοβαρά οργανωμένης και στελεχωμένης κρατικής Μουσικής Ακαδημίας στην πολιτιστική ζωή μιας ώριμης ευρωπαϊκής χώρας είναι πασιφανές˙ μόνο στην Ελλάδα, όπου επικράτησε αδιαπραγμάτευτα από τον Μεσοπόλεμο το ακλόνητο κατεστημένο των Ωδείων, δεν γίνεται αυτό αντιληπτό. Οι συνέπειες είναι γνωστές. Προσπερνώντας τον βεβιασμένο συσχετισμό της προσφοράς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος με τις επιδιώξεις της εταιρείας, της οποίας προΐσταται η κ. Παπαντωνίου, αναρωτιέται κανείς: Αν αντί της κ. Παπαντωνίου και της Ακαδημίας Λυρικής Τέχνης «Μαρία Κάλλας», τα ονόματα ήσαν διαφορετικά –π.χ. κ. Τάδε, Ακαδημία Λυρικής Τέχνης «Οπερα για την Ελλάδα»- ποια θα ήταν η ανταπόκριση καλλιτεχνών και θεσμών στη συστράτευση για ίδρυση μουσικής ακαδημίας λυρικής τέχνης; Επίσης: μια μουσική ακαδημία είναι πρωτίστως οι δάσκαλοι που διδάσκουν σ’ αυτήν. Ποιοι, λοιπόν, θα κληθούν να διδάξουν στην υπό ίδρυση Ακαδημία «Μαρία Κάλλας»; Τέλος, τι νόημα έχει η έμπρακτη υποστήριξη από έναν κρατικό θεσμό μιας ιδιωτικής πρωτοβουλίας, καλοπροαίρετης μεν, αλλά δίχως σαφή σχεδιασμό και ορίζοντα υλοποίησης;