Μπορεί να ξεκίνησε από τις μακρινές Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία, ωστόσο το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων γρήγορα διαπέρασε το σύνολο της ευρωπαϊκής επικράτειας ως ένα σύστημα που στόχευε να δώσει διαπραγματευτική ισχύ σε ομάδες συνδικαλισμένων εργαζομένων που είχαν μειωμένη διαπραγματευτική δύναμη έναντι των εργοδοτών και αµείβονταν µε µισθούς που απείχαν παρασάγγας από το να θεωρηθούν δίκαιοι. Αναλυτικότερα, ο θεσμός του κατώτατου µισθού ξεκίνησε περίπου το 1890 στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία και εξαπλώθηκε στην Ευρώπη, µε πρώτη χώρα το Ηνωµένο Βασίλειο, το 1909. Στην Ελλάδα θεσμοθετήθηκε το 1955 και εντάχθηκε στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπέγραφαν εργοδότες (ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ) και εργαζόμενοι (ΓΣΕΕ). Αντικείμενο της ΕΓΣΣΕ ήταν η θέσπιση των ελαχίστων όρων εργασίας που δέσμευαν το σύνολο των εργοδοτών και των εργαζομένων, ανεξαρτήτως εάν οι υπαγόμενοι στις ρυθμίσεις της είχαν την ιδιότητα μέλους των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Μάλιστα, η θέσπιση των γενικών κατωτάτων ορίων αποδοχών αποτελούσε ουσιαστικά αποκλειστικό προνόμιο των κοινωνικών εταίρων σε κεντρικό επίπεδο, χωρίς ποτέ, τουλάχιστον στη σύγχρονη ιστορία των συλλογικών εργασιακών σχέσεων, ο νομοθέτης να έχει παρέμβει άμεσα προκειμένου να καθορίσει τα κατώτατα όρια.
Τζ.Ρ.