23/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΚΦΡΑΣΗ

      Pin It

Το τσιγάρο κι εγώ

 

Το βάζω πρώτο από σεβασμό. Υπήρξε δυνατός αντίπαλος. Τις δύο πρώτες φορές που πάλεψα μαζί του, έξι μήνες και δύο χρόνια αντίστοιχα, βγήκε νικητής. Την τρίτη φορά, από την Πρωτομαγιά του 1984 και κρατεί μέχρι σήμερα, το έβγαλα νοκ άουτ αφού μου άφησε βαθιά πληγή μια χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Το άρχισα νωρίς, έφηβος με μια λαθεμένη γύρω μου αντίληψη για γρήγορη ωριμότητα και ανδρισμό. Οταν συνειδητοποίησα την πλάνη μου, ήταν πλέον αργά. Ημουν εξαρτημένος. Μακριά από τους άλλους, κρυφά από τους αυστηρούς γονείς μου, έφευγα όταν ξέμενα περασμένα μεσάνυχτα από τα Βριλήσσια με το ποδήλατο, για να βρω περίπτερο ανοιχτό στο Χαλάνδρι. Οταν αργότερα, φοιτητής Ιατρικής, και με την πρώτη απόπειρα διακοπής έδινα αφειδώς συμβουλές στους άλλους επιμένοντας στους κινδύνους για την υγεία, πήρα το πρώτο μάθημα από έναν αδειούχο εξόριστο ξωμάχο που του ζάλισα το κεφάλι στη δουλειά του επάνω. Κοσκίνιζε χαλίκια που αποσπούσε σ’ ένα νταμάρι με τον κασμά, για να πουλήσει την άμμο και να θρέψει την οικογένειά του. Μου ιστόρησε τα βάσανα της εξορίας και την παρηγοριά του καπνού. Αλύγιστος στις «πιστολιές που έπαιζε με το κράτος» -δικά του λόγια- το έβρισκε σύμμαχο. Στις συμβουλές μου έγινα φειδωλός. Ακόμη και στις γυναίκες καπνίστριες που ήταν υποψήφιες για καισαρική στο μαιευτήριο όπου εργαζόμουν τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια ως αναισθησιολόγος, τους επέτρεπα να κάνουν κάποιο τσιγάρο με τον όρο να μη με προδώσουν στους συναδέλφους μου ή την προϊσταμένη. Το προτιμούσα για προνάρκωση έναντι της επίσημης και καθιερωμένης φαρμακευτικής αγωγής. Τόσο τα λιποβαρή παιδιά που πιθανόν να γεννούσαν ή τα αναπνευστικά τους προβλήματα που θα παρουσίαζαν και θα αντιμετώπιζα, δεν θα οφείλονταν σ’ αυτό το τελευταίο παραστράτημα αλλά στις χιλιάδες, τις δεκάδες χιλιάδες των άλλων που προηγήθηκαν.

 

Είναι δυνατό και σωματοφθόρο ναρκωτικό και δύσκολος ο αγώνας για απεξάρτηση. Δεν ελαττώνεται… Κόβεται! Για μήνες, για χρόνια θα έρχεται στα όνειρα… Σειρήνες το όμορφο σκληρό ή μαλακό πακέτο, το άρωμά του, ο καφές, το συμπλήρωμα ενός καλού φαγητού, οι παρέες, οι στενοχώριες, οι απογοητεύσεις και τα διλήμματα στη ζωή, θα σου φωνάζουν, θα σου γνέφουν για παραίτηση. Απαιτείται σιδερένια θέληση, υπομονή και επιμονή με δέσιμο στο κατάρτι μιας ακλόνητης απόφασης!.. Η νίκη μπορεί να αργήσει αλλά θα ’ρθει οριστικά με ικανοποίηση, ανταμοιβή με υγεία και δικαίωση, στο φόντο των αμέτρητων καθημερινών θυμάτων του, συγγενών, γνωστών και φίλων, επώνυμων και ανώνυμων, όσο και αν αγαπημένες φιγούρες, όπως π.χ. του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, θα παραμένουν για πάντα με ένα τσιγάρο στο χέρι…

Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος,  συνταξιούχος του ΤΣΑΥ

Βριλήσσια

 

……………………………………………

 

Ακατοίκητη σιωπή

 

Εκεί πάνω στις κορυφές της Ζήρειας, τώρα στο τέλος του καλοκαιριού, ο φίλος μου, λατρεμένος, με το λεβέντικο χωριουδάκι του και το μυαλό του στο πώς να παραβιάσει έστω και μια μέρα ακόμη την άδειά του για να ζήσει ανθρώπινα, για να μου δείξει ένα δώρο! Πάμε πάνω κάτω στα μονοπάτια, στην ομορφιά όλου του κόσμου! Αφήνουμε πίσω το τόσο μικρό, όλο πέτρινο, αλλά τόσο «πονηρό» σπιτάκι του (λειτουργικό και φιλόξενο) και ξεκινάμε από τον γέρικο-ιστορικό πλάτανο στην καρδιά του χωριού, όλα τα λεφτά! Σιμά το μικρό καφενεδάκι, ό,τι πιο παραδοσιακό -πρέφα, κολτσίνα και ρακί, τι ζωή..! Οταν έχεις ζεστή συντροφιά, τον γέρο Αυστραλό, ένα μετανάστη ν’ αστράφτει απ’ ό,τι έφτιαξε εκεί στην πρώτη πόλη του κόσμου. Πίκρα όμως κι αυτός, αφού δεν ξέρει πώς να μοιραστεί Ελλάδα – χωριό με τα τόσα λατρεμένα εγγόνια του που τον καλούν κάθε φθινόπωρο!

 

Να οι αμυγδαλιές μου, μια ζωή πόλεμος με τον πάγο εκεί στον Γενάρη. Το σχολείο δεξιά επιβλητικό χωρίς παιδιά, χωρίς γήπεδο ζωντανό, να και το πατρικό χωρίς ζωή όπως μια φορά! Τώρα θα δεις και το θαύμα: μες στα πλατάνια. Τι νερά θεέ μου! Ν’ αναβλύζουν πηγές και με τις ψιχάλες να ψάχνεις από πάνω, από κάτω, τι γίνεται εδώ. Κοντά στα κοινά ο φίλος με την παιδεία του, τη λατρεία στα γράμματα και τον πολιτισμό να μου διηγείται: Ολο το χωριό μ’ ένα χαρτοκοπτικό! Για την ανάδειξη του θεϊκού δώρου της φύσης. Ιτιές, νούφαρα, πεζούλες, πέτρινα και πιο κάτω ένας χώρος σκέτο φυσικό θέατρο φάτσα στην αμφιθεατρική θέα του χωριού, αλλά ο δήμαρχος -να σου βράσω τον «Καλλικράτη»- να κάνει τον Κινέζο… Τι ζητάει αυτός βέβαια, η εξουσία μια ζωή να μας βλέπει γραφικούς…

 

Φυσικό επακόλουθο, η εγκατάλειψη. Ο φίλος όμως εκεί, με πείσμα στον δικό του μύθο να ζει τη σκληρή πραγματικότητα: Κοίτα τι αφήνω αύριο, ένα σωρό κηπευτικά όψιμα και τόσο ζουμερά, ραποσίτια, χωρική οινοποίηση, ζωικά όσα θες και όχι σαβούρα -γάλα και κρέας!

 

Οσο όμορφο ή στενάχωρο κι αν υπήρξε το καλοκαίρι μας, το αποχωριζόμαστε πάντα με θλίψη. Σάμπως να κρατούσε μέσα του μια υπόσχεση ευτυχίας… Υπολογίζαμε βλέπεις ότι αφού διαρκεί ακόμη μπορεί να πραγματοποιηθεί. Αλλά η σκληρή πραγματικότητα, της εγκατάλειψης του κάθε χωριού της Ελλάδας ολάκερης, οδηγεί κατ’ ανάγκη και στις «ακατοίκητες εκτάσεις της σιωπής»! Σιωπή που δεν είναι αφηρημένη έννοια του χρόνου, αντικατοπτρισμός στον άυλο χώρο, σταμάτημα του ρολογιού μέσα στην ενδοχώρα με χώμα εύφορο και σπόρους που τη μουσκεύουν, σκοτεινές πηγές και δέντρα αμάραντα να τη στολίζουν.

 

Κάπως έτσι αποχαιρετιστήκαμε μονολογώντας για την Ελλάδα μας, τη ζωή μας όπως την καταντήσαμε, τα όνειρα και τις προσδοκίες του φίλου μου με τη μόνιμη διάψευσή του στο να μπορούσε να ζήσει στο χωριό του, εκεί στα χιόνια με τα έλατα, χωρίς μαυρίλα γενικά. Ακόμη ένα καλοκαίρι της απλής καταφυγής εξ ου και οι ελπίδες για επούλωση των πληγών… ίσως κάποια μέρα!

 

Γιάννης Π. Κορδής

 

Scroll to top