30/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το χρέος μειώνεται …και έτσι

Ιδού η πρόταση των οικονομολόγων Παρί και Βιπλόζ για το πώς μπορούν να απομειωθούν οι ελληνικές υποχρεώσεις εντός των τειχών και των αρχών της ευρωζώνης, την οποία ανέφερε ως παράδειγμα ο Γ. Δραγασάκης.
      Pin It

Του Νίκου Σβέρκου

 

Την ώρα που το ελληνικό χρέος λειτουργεί σαν θηλιά στον λαιμό της οικονομίας, η συζήτηση για τη διαχείρισή του στο επίπεδο της ευρωζώνης γίνεται διαρκώς πιο έντονη. Το ενδεχόμενο δε να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που θα «αλλάξει τον ευρωπαϊκό πολιτικό χάρτη και τον συσχετισμό δυνάμεων», επιταχύνει τις σχετικές διεργασίες στους κόλπους των οικονομολόγων. Ιδιαίτερα τη στιγμή που η ελληνική Αριστερά θέτει ως κύρια προτεραιότητα την ανάγκη απομείωσης του ελληνικού χρέους μέσα από μια σκληρή διαπραγμάτευση, ώστε να μπορέσει η ελληνική οικονομία να πάρει μπρος προς όφελος των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων που «πληρώνουν» την κρίση.

 

Ο Γιάννης Δραγασάκης, εκ των κορυφαίων του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ και υπεύθυνος για την κατάρτιση του προγράμματος του κόμματος, σε συνέντευξή του (Real News, 28/9), ανέφερε ότι «μία από τις πολλές λύσεις» είναι και αυτή που έχουν διατυπώσει οι οικονομολόγοι Πιερ Παρί και Σαρλ Βιπλόζ, που κωδικοποιείται με το ακρωνύμιο PADRE (Πολιτικά Αποδεκτή Αναδιάρθρωση του Χρέους στην Ευρωζώνη). Το «μανιφέστο» τους, που κινείται απολύτως εντός των τειχών της ευρωζώνης και των αρχών της, δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2014, ενώ το πλήρες σκεπτικό τους είχε δημοσιευτεί νωρίτερα, τον Αύγουστο του 2013, σε άρθρο τους με τίτλο «Για να τελειώσουμε με την κρίση της ευρωζώνης, για να θάψουμε το χρέος για πάντα».

 

Οι πέντε «λύσεις»

 

Οι δύο οικονομολόγοι ανέλυσαν τις διαφορετικές επιλογές για την αντιμετώπιση της κρίσης στην ευρωζώνη, παραθέτοντας όμως και τα επιχειρήματα βάσει των οποίων τις απορρίπτουν ή τις εγκρίνουν:

 

Κατά την πρώτη επιλογή, που ακολουθείται σήμερα, την ακραία υφεσιακή επιβολή «δημοσιονομικής λιτότητας», οι συντάκτες του άρθρου επισήμαναν ότι «ένα βασικό λάθος της τρόικας ήταν να επιβάλει άμεση δημοσιονομική λιτότητα χωρίς να αρθρώνει κανένα μακροπρόθεσμο όραμα», συμπληρώνοντας ότι «χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία πιθανώς θα χρειαστούν 20 χρόνια ή και περισσότερο για να φτάσουν στο επίπεδο που επιβάλλει η Συνθήκη του Μάαστριχτ (60%)».

 

Ως δεύτερη επιλογή περιγράφεται η «πώληση δημόσιας περιουσίας», η οποία όμως και πάλι απορρίπτεται, βάσει της έλλειψης οικονομικών δεδομένων, ακόμα και χωρίς να εξετάζονται οι κοινωνικοί παράγοντες κάθε χώρας. Οι δύο οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι δεν μπορεί να αξιολογηθεί κατά πόσον αυτή βοηθά στην απομάκρυνση από το φάσμα της χρεοκοπίας, ενώ για να πετύχει πρέπει να διεκπεραιωθεί σε δυο ή τρία χρόνια, γεγονός ανέφικτο.

 

Η τρίτη επιλογή αφορά την «κλασική αναδιάρθρωση χρέους», η οποία όμως πρέπει να είναι πολύ «βαθιά». Ωστόσο, με δεδομένη την εμπλοκή των τραπεζών στη δανειοδότηση των κρατών, «μια αναδιάρθρωση χρέους αρκετά βαθιά ώστε να φέρει το χρέος στο 60% του ΑΕΠ είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει μια τραπεζική κρίση, η οποία θα απαιτήσει κυβερνητική παρέμβαση και περισσότερο χρέος» εκτιμούν οι Παρί και Βιπλόζ.

 

Η διαγραφή χρέους περιγράφεται ως τέταρτη επιλογή, την οποία όμως οι Βιπλόζ και Παρί απορρίπτουν, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι «το ίδιο το μέγεθος του έργου το καθιστά επίσης οικονομικά αδύνατο», αφού στην περίπτωση που διαγραφεί το 25% των χρεών της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας, τότε το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 30% του ΑΕΠ των υπόλοιπων εύρωστων χωρών. Ετσι αποφέρει και άλλα αποτελέσματα: το χρέος της Γερμανίας θα φτάσει στο 110% και της Ελλάδας στο επίπεδο που είχε στο ξέσπασμα της κρίσης. Αν αυτή η λύση μάλιστα εφαρμοζόταν μόνο σε μια χώρα, τότε λόγω «ελκυστικότητας» θα έπρεπε να εφαρμοστεί και σε όλες τις υπόλοιπες «προβληματικές» χώρες.

 

Η πέμπτη λύση αφορά τη «νομισματοποίηση του χρέους», ωστόσο «μια απλή αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ δεν θα έχει αποτέλεσμα για δύο λόγους: πρώτον, κάθε χώρα πρέπει να πληρώνει τόκους στα ομόλογά της, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχει στην κατοχή της η κεντρική τράπεζα», ενώ όταν «το χρέος ωριμάζει, η χώρα θα πρέπει να εξοφλεί το κεφάλαιο. Συνολικά, η ανακούφιση είναι βέβαιο ότι θα είναι περιορισμένη» σημείωναν οι συντάκτες.

 

Η πρότασή τους

 

Η λύση λοιπόν που προτείνεται από τους Παρί και Βιπλόζ προϋποθέτει τον «περιορισμό του χρέους από τη στιγμή που αποκτηθεί από την ΕΚΤ». Για αυτόν τον σκοπό προτείνεται η ΕΚΤ να αγοράσει ομόλογα μιας χώρας αξίας π.χ. 100 ευρώ και να τα ανταλλάξει έναντι «ενός αέναου, άτοκου δανείου των 100 ευρώ. Το δάνειο θα παραμείνει επ' αόριστον ένα «asset» στο «βιβλίο» της ΕΚΤ, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα αποπληρωθεί ποτέ (εκτός και εάν εκκαθαριστεί η ΕΚΤ)». Το μοναδικό αποτέλεσμα θα είναι «να εμφανιστεί στην πλευρά των υποχρεώσεων του ισολογισμού της ΕΚΤ μια αύξηση 100 ευρώ στη νομισματική βάση», ενώ, σύμφωνα με τους δυο οικονομολόγους, δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι κίνδυνοι εκτίναξης του πληθωρισμού, αφού ο πολλαπλασιαστής χρήματος είναι σχεδόν μηδενικός, ενώ η υψηλή ανεργία έχει επιφέρει ένα αποπληθωριστικό περιβάλλον.

 

Αν μάλιστα αυτός ο κανόνας εφαρμοστεί στο σύνολο της αγοράς ομολόγων και παραμείνει αμετάβλητο το μέγεθος της νομισματικής βάσης, τότε, υποστηρίζουν οι δυο οικονομολόγοι, από τη μετέπειτα αποπληρωμή των τόκων θα επέλθει μια αποτελεσματική «μοιρασιά» των ζημιών σε όλες τις χώρες-μέλη που συμμετέχουν στην ΕΚΤ. Σύμφωνα μάλιστα με αυτό το σενάριο, ο ισολογισμός της ΕΚΤ θα αυξηθεί κατά 50%, «σε τεράστιο αλλά όχι άνευ προηγουμένου βαθμό» λένε οι δυο οικονομολόγοι. Αφού από τον Ιούλιο του 2007 μέχρι σήμερα διπλασιάστηκε.

 

Οι δυο οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι «η «μια και έξω» ενέργεια είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνη από ό,τι ένας μόνιμος ηθικός κίνδυνος», ωστόσο, για να μην επαναληφθεί η ίδια κατάσταση στο μέλλον, απαιτείται «η υιοθέτηση ενός ισχυρού πλαισίου δημοσιονομικής πειθαρχίας».

 

…………………………………………

 

Ποιοι είναι

 

Οι δυο αρθρογράφοι προέρχονται από τη «συστημική» δεξαμενή σκέψης και αποτελούν δύο από τους οικονομολόγους τους οποίους επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ όταν υπογραμμίζει ότι υπάρχουν «ρήγματα» στην πολιτική Μέρκελ. Η δε πρόταση που κατέθεσαν θεωρείται ότι είναι μεν ριζική, αλλά μπορεί να γίνει αποδεκτή από τις ισχυρές χώρες της ευρωζώνης.

 

Ο Πιερ Παρί έχει διατελέσει κορυφαίο στέλεχος του κολοσσού «Bain & Company» στο Λονδίνο και το Παρίσι, της «Baring Brothers» και της «Morgan Stanley». Το 2001 έγινε επικεφαλής της UBS στη Γαλλία και τη Δυτική Ευρώπη. Από το 2009 εισήλθε ως συμμέτοχος στην «Banque Pâris Bertrand Sturdza SA» με έδρα την Ελβετία, της οποίας είναι σήμερα διευθύνων σύμβουλος.

 

Ο Σαρλ Βιπλόζ είναι διδάκτωρ Οικονομικών του Χάρβαρντ και έχει εργαστεί ως σύμβουλος της ρωσικής κυβέρνησης από το 1992 μέχρι το 1998, ως σύμβουλος στο ΔΝΤ, στην Παγκόσμια Τράπεζα και ως ανεξάρτητος οικονομικός σύμβουλος του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

Scroll to top