Pin It

Του Λευτέρη Κουγιουμουτζή

 

Τη Νίσα την πρωτοσυνάντησα στο χωριό λίγα χρόνια πριν. Από τότε που τελείωσε το Γυμνάσιο δούλευε τα καλοκαίρια στο ζαχαροπλαστείο, στην πλατεία. Ψηλή κοπέλα, καλοβαλμένη, με μια έμφυτη συστολή κι ευγένεια, γλυκομίλητη, με σπινθηροβόλο βλέμμα γεμάτο ζωντάνια κι εξυπνάδα. Τσακάλι στη δουλειά της, ήταν η πιο γρήγορη υπάλληλος, αυτό που λένε «στριφογυρισμένος» άνθρωπος. Κι έχει κόσμο το ζαχαροπλαστείο τα καλοκαίρια, δεν προλαβαίνουνε ν’ αδειάσουν τα τραπέζια, καθότι το χωριό είναι πέρασμα για τη θάλασσα και από χρόνια οι διερχόμενοι το έχουν έθιμο να κάθονται για καφεδάκι και γλυκό.

 

Δε γνωρίζω αν γεννήθηκε εδώ, σίγουρα πάντως θα ήταν πολύ μικρή όταν οι γονείς της ήρθαν από την Αλβανία. Μόχθησαν, ρίζωσαν, έφτιαξαν την οικογένειά τους, έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της τοπικής κοινωνίας, όπως και τόσοι άλλοι. Ο πατέρας της, ηγετική προσωπικότητα, κατάφερε σύντομα να επιβληθεί στη μικρή παροικία των συμπατριωτών του και να δημιουργήσει όχι και λίγες αντιπάθειες στους ντόπιους. Δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι τον ξένο που συχνά τους ξεπέρναγε σε εργατικότητα, ευρηματικότητα αλλά και πονηριά. Πάντως για τις σοβαρές δουλειές δεν τολμούσαν να εμπιστευτούν άλλον, ο Γιάνναρος –έτσι τον βάφτισαν, το αλβανικό του όνομα δεν το θυμάται πια κανείς– ήταν εργάτης τεφαρίκι και δεν έκανε τσαπατσουλιές.

 

Από την πρώτη στιγμή αντιπαθήσαμε τους Αλβανούς, ίσως επειδή μας θύμισαν τους εαυτούς μας όπως κάποτε ήταν, την εποχή που, αγνοί ακόμα, δεν είχαμε αλλοτριωθεί από το νεοπλουτίστικο lifestyle, το εύκολο χρήμα των επιδοτήσεων και των δανείων, την «γκλαμουριά» και τα τηλεοπτικά πρότυπα. Οταν ακόμα μας φαινόταν γελοίο και παράταιρο το ευρωπαϊκό κοστούμι και νιώθαμε άνετα μέσα στον δικό μας πολιτισμό και τις αξίες μας. Και ήρθε αυτό το ανθρώπινο ποτάμι, ανόθευτο από το δυτικό παραλήρημα, που δραπέτευσε θαρρείς από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας, να μας κάνει να νιώσουμε άβολα. Να προκόψει δίπλα μας με μόνα του όπλα την εργατικότητα και την υπομονή, την ίδια ώρα που εμείς βυθιζόμασταν στην παραζάλη της επίπλαστης ευδαιμονίας μας και στις αγκάλες του κομματικού αποστήματος.

 

Δεν το παράτησε το σχολειό η Νίσα, σε αντίθεση με τις περισσότερες συγχωριανές της. Πρόκοψε και στο Λύκειο, κανένας δεν την έφτανε σε βαθμούς και επιδόσεις. Δικαιωματικά την πήρε πέρσι τη σημαία στην παρέλαση, κι ας της έκαναν σκηνικό κάποιοι στο χωριό, που μποϊκόταραν την εθνική επέτειο γιατί τους χάλαγε το φρόνημα η «Αλβανίδα». Οι ίδιοι, τόσο πατριώτες που ούτε ένα μήνυμα στο κινητό δεν μπορούν να στείλουν σε σωστά ελληνικά, αντί να τα βάλουν με την αγραμματοσύνη τους, να παρακινήσουν τα παιδιά τους να διεκδικήσουν μια αλλιώτικη ζωή και μια καλύτερη πατρίδα, τα βάζουν με τη Νίσα επειδή τόλμησε να τους ξεπεράσει. Επειδή τους έδειξε τη γύμνια τους και τους απέδειξε ότι, όταν υπάρχει θέληση και πίστη, όλα είναι εφικτά. Τυφλωμένοι, δεν βλέπουν ότι το χωριό έχει ακόμα σχολειό και δεν ξενιτεύονται τα παιδιά τους σε άλλα μέρη, επειδή ακριβώς υπάρχει η Νίσα. Δεν συνειδητοποιούν ότι μπορούν και συντηρούν τις περιουσίες και τα μαγαζιά τους, ότι μπορούν και έχουν ακόμα το χωριό τους, επειδή ακριβώς υπάρχει η Νίσα. Ευτυχώς η ίδια δεν πτοήθηκε κι έδωσε τιμή κι αξία στη σημαία σηκώνοντάς την στα δουλεμένα χέρια της.

 

Σύντομα θα φύγει η Νίσα απ’ το χωριό. Θα πάει στην Αθήνα, στο Πανεπιστήμιο, να σπουδάσει την Ελληνική Γραμματεία για να τη μεταλαμπαδεύσει κάποτε στα παιδιά αυτού του κόσμου. Ποιος ξέρει, μπορεί και να την εμπλουτίσει μια μέρα. Ονειρεύεται ν’ ασχοληθεί και με τη ζωγραφική. Δεν τη φοβίζουν οι δυσκολίες και η κρίση, έχει ατσαλωθεί από μικρή στα ζόρικα και θα επιβιώσει. Αυτοί που μάθανε τόσα χρόνια να παρασιτούν, οι ξενιστές κι οι παρατρεχάμενοι είναι που θα τα βρούνε σκούρα. Θέλει να γυρίζει πίσω τα καλοκαίρια, στο χωριό της, να βλέπει συγγενείς και φίλους κι ίσως να συνεχίσει να βγάζει το χαρτζιλίκι της στο ζαχαροπλαστείο. Και να χαμογελά ευγενικά ακόμα και στους στενόμυαλους που κάποτε θέλησαν να την πληγώσουν. Αλλωστε αυτά δεν έχουν πια καμία σημασία. «Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!»…

 

Scroll to top