05/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η Αργυρώ Χιώτη σκηνοθετεί στη Στέγη τα «Αίματα» του Ευθύμη Φιλίππου

Οι πληγές μας είναι η ταυτότητά μας

Η σχέση του σεναριογράφου του Γιώργου Λάνθιμου με το θέατρο φαινόταν και από τις ταινίες τους («Κυνόδοντας», «Αλπεις»). Ανυπομονούμε για το πρώτο του καθαρόαιμο θεατρικό έργο, που ακούγεται φρικτό, αλλά είναι φοβερά αστείο, όπως μας διαβεβαιώνει η σκηνοθέτις.
      Pin It

Της Εφης Μαρίνου

 

Ενα έργο πλημμυρισμένο στο αίμα, αλλά με έξυπνο χιούμορ, λοξή ματιά, σουρεαλισμό. Μετά τον «Κυνόδοντα», τις «Αλπεις» και το «The Lobster», τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου, ο συν-σεναριογράφος του Ευθύμης Φιλίππου γράφει το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο «Αίματα» αποκλειστικά για τη θεατρική ομάδα Vasistas. Ανεβαίνει στις 8 Ιανουαρίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

 

Η Αργυρώ Χιώτη σκηνοθετεί μια παράλογη συναυλία-παράσταση, γεμάτη παραδοξότητες και σκοτεινό χιούμορ, ένα πανκ ορατόριο για τις αγιάτρευτες πληγές μας. Για πληγές που φαίνονται και για πληγές θαμμένες. Για τραύματα που αναγνωρίζουμε και προσπαθούμε να διαχειριστούμε και τραύματα που απομένουν χωρίς αιμάτινη διέξοδο, αφού δεν θέλουμε ή δεν ξέρουμε να αναγνωρίσουμε για να ιαθούν. Είτε γιατί απωθούμε την εμφάνισή τους είτε γιατί χαζεύουμε απολαμβάνοντας τα τραύματα των άλλων, ενώ ο χρόνος κυλάει…

 

«Ο Ευθύμης Φιλίππου έγραψε το έργο ειδικά για μας», λέει η Αργυρώ Χιώτη. «Ξεκινήσαμε βήμα βήμα αναζητώντας τη φόρμα της παράστασης. Το κείμενο μου αρέσει γιατί είναι έκπληξη, με ωραίο πεδίο έρευνας για όλους. Απλό και ανθρώπινο. Η βία που προδίδει ο τίτλος και το θέμα δεν υπάρχει. Η βία είναι εσωτερική, προέρχεται από τη μοναξιά του καθενός. Αφορά το εγώ, την ταυτότητα, τη σχέση με το κοινωνικό σύνολο, την αδυναμία να υπάρξουμε και να συνυπάρξουμε. Το παράλογο έρχεται μέσα από το παιχνίδι των σκέψεων. Οταν κάποιος μιλάει για τον εσωτερικό του κόσμο, επιτρέπεται να “φύγει”. Και τότε προκύπτει το σουρεαλιστικό στοιχείο».

 

Μια παρανοϊκή, αλλόκοτη, εξωφρενική αλληλογραφία. Δύο φίλοι ανταλλάσσουν είκοσι μία συνεχόμενες επιστολές. Ενα είδος «ψυχαναλυτικών συνεδριών», που συνδέονται από μια κατακόκκινη κλωστή: το αίμα που ρέει στη ζωή του ενός διαποτίζοντας τα πάντα γύρω του.

 

Δημήτρης Καλαφάτης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο 40χρονος Δημήτρης Καλαφάτης (Ευθύμης Θέου) σκίζει κατά λάθος τον λαιμό του τον Ιούλιο του 1989. Εκτοτε η πληγή δεν κλείνει, κακοφορμίζει κι αφήνει παντού αιμάτινα ίχνη: στο πουκάμισό του, στο μαξιλάρι του, στα σώματα της συζύγου και των παιδιών του. Γράφει γι’ αυτή στον επιστήθιο φίλο του. Περιγράφει το πώς επηρεάζονται η ζωή του, το σπίτι του, το περιβάλλον του απ’ αυτή τη χαίνουσα πληγή και πώς αναζητεί λύση για τη θεραπεία της. Οι πληροφορίες που δίνει ξεκινούν ιατρικά, από την εξειδικευμένη τεχνικά περιγραφή της πληγής, μέχρι σε θεωρητικό και μεταφορικό επίπεδο. Κι όλα αυτά με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Σ’ ένα από τα γράμματά του εξηγεί πώς μεταποίησαν όλα τα έπιπλα και τους τοίχους του σπιτιού σε κόκκινο και μαύρο χρώμα ώστε να μη φαίνεται το αίμα που τρέχει σκεπάζοντας τα πάντα, αποφεύγοντας έτσι γάζες και άλλα σχετικά που έτσι κι αλλιώς δεν επαρκούσαν…

 

Ο Καλαφάτης κάποια στιγμή απαγγέλλει έως και μια επίκληση προς την πληγή: «Αίματα του σώματός μου σταματήστε». Η γυναίκα του είναι απολύτως απορροφημένη από τα αίματα του άντρα της. Ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον τα θέματα της πληγής του…

 

Ευθύμης Σινόπουλος

 

Κι αν ο ένας βρίσκεται πνιγμένος στο αίμα, ο άλλος φίλος είναι μάλλον πολύ χειρότερα, χωρίς όμως να το πολυξέρει. Ο Ευθύμης Σινόπουλος (Γιώργος Γάλλος), συγχυτικός, πρόσωπο ανολοκλήρωτο, ακουμπά στην πληγή του φίλου του με ζήλια και ενδιαφέρον, προσπαθώντας να φανεί αντάξιος φίλος στον τυχερό που έχει κοτζάμ πληγή να πορεύεται και να διαπραγματεύεται μαζί της. Τρέφεται από το τραύμα του άλλου, προσπαθεί να τον ακολουθήσει σ’ αυτόν τον αιματοβαμμένο δρόμο. Αναζητά τη δική του πληγή, επιπόλαια, και δεν τη βρίσκει. Η σχέση με μητέρα, φίλους, περιβάλλον είναι ταραγμένη. Τσαλαβουτά πηγαίνοντας γύρω γύρω, αλλά αίμα πουθενά…

 

Οταν ο Καλαφάτης τον ρωτά σχετικά με την υγεία της μητέρας του, εκείνος απαντά «δεν ξέρω αν ζει ή πέθανε, αλλά θα με ειδοποιούσαν», πλάθει όμως μια υπερρεαλιστική ιστορία γι’ αυτήν. Της αγόρασε πανί και κλωστές για να μάθει να κεντά. Εκείνη προσπάθησε να του φτιάξει ένα λουλούδι. Το κέντημα βγήκε λίγο στραβό, αλλά πάνω του είχε ράψει και την αριστερή της παλάμη. Εκείνος, αντί να κόψει το ύφασμα της έκοψε το χέρι για να μείνει πάνω στο κέντημα. Μετά αναζητούσε κάδρο με τέτοιο όγκο ώστε να χωράει το έργο μαζί με το χέρι των διογκωμένων φλεβών και πρησμένων δακτύλων…

 

«Το έργο δεν είναι τόσο φριχτό όσο ακούγεται, όσο φοβερά αστείο. Ο τρόπος που διηγείται ο Γιώργος Γάλλος την ιστορία είναι απλός, ήσυχος ώστε δεν ακούς το παράδοξο της ιστορίας. Αυτό που σημειώνει το μυαλό σου είναι η αναπηρία στη σχέση με τη μητέρα, η αποκοπή του απ’ αυτήν. Δεν μας ενδιαφέρει αν η ιστορία ισχύει ή όχι, πηγαίνουμε πιο βαθιά, πιάνουμε χορδές εσωτερικές σχέσεων, σκέψεων, επιθυμιών με τρόπο απλό και χιουμοριστικό. Στη διάρκεια της αφήγησης -σαν να ακούει από μακριά τη μάνα του να λέει διάφορα- ηχούν οι φωνές των γυναικών, κάθε μια με συγκεκριμένο τόνο και χροιά. Οι πληγές καθορίζουν μια πραγματικότητα. Αν δεν είναι οι δικές μας, μοιάζει σαν η πραγματικότητα που πλάθουμε να είναι πλαστή, όπως αυτή του Σινόπουλου. Το έργο αναφέρεται στον τρόπο που ο καθένας συνδέεται με τον εαυτό του και τι αντίκτυπο έχει αυτό στους άλλους. Ισως να διαφαίνεται και η σχέση του καθενός με την πληγή που φέρει, με την προσωπική του ταυτότητα».

 

Η πληγή κάποτε κλείνει. Και τότε ο Καλαφάτης δεν έχει τι άλλο να γράψει. Διακόπτει την αλληλογραφία αφήνοντας τον φίλο του «πεινασμένο» σε μια ενημέρωση στην οποία έχει εθιστεί. Το έργο τελειώνει με μια ευδαιμονία επίπλαστη. Ολοι βρίσκουν τα πάντα φανταστικά, υπέροχα, σε βαθμό υπερθετικό.

 

Παρά το σουρεαλιστικό του πράγματος κάποια διάσπαρτα… κανονικά στοιχεία των επιστολών δίνουν την ψευδαίσθηση ότι ενδεχομένως να ήταν και υπαρκτή αυτή η αλληλογραφία. Κι αν το έργο αναφέρεται στη δεκαετία του ’90, τότε που η επιστολογραφία ήταν το κυρίως μέσον επικοινωνίας των ανθρώπων, είναι συγχρόνως και άχρονο. Θα μπορούσε να συμβαίνει και σήμερα μέσω email ή inbox.

 

Ερωτικό τραγούδι για το ‘90

 

Η σκηνή διαμορφώνεται σε ρινγκ και μέσα εκεί η Αργυρώ Χιώτη ενορχηστρώνει «κινούμενες εικόνες» μιας παράλογης παράστασης-συναυλίας: ενός ορατορίου σωμάτων και συναισθημάτων, ξέφρενων φαντασιώσεων και αποκαλυπτικών παραδοχών. Στη μια άκρη του ρινγκ ο Καλαφάτης και οι δικοί του, στην άλλη ο Σινόπουλος με τα κορίτσια του: τη γυναίκα, την ερωμένη, μια γυναίκα που κάνει δύυο ρόλους. Οι μεν και οι δε. Αντίπαλοι στη διεκδίκηση του πόνου, στη ζήλια, την επιθυμία για λύση. Τα πρόσωπα της αλληλογραφίας ζωντανεύουν κάνοντάς μας μάρτυρες της πραγματικότητάς τους. Κάπως έτσι, το έργο γίνεται ένα μακροσκελές ερωτικό τραγούδι για την Ελλάδα της δεκαετίας του ’90, για τα προσωπικά και συλλογικά τραύματα. Για το παράλογο του να ζεις σε έναν κόσμο στοιχειωμένο από τις ανοιχτές πληγές και τα ζωτικά ψεύδη.

 

Η μουσική είναι απολύτως ενσωματωμένη στο κείμενο. Το έργο είναι σχεδόν μουσικό. «Ο λόγος του συγγραφέα είναι απλός, πεζός, σχεδόν προφορικός με ορισμένη απεύθυνση και ρυθμολογία – σε κάποια σημεία εξαιρετικά έντονη. Η γκάμα του λεξιλογίου περιορισμένη, με επαναλήψεις και μουσικότητα, φτάνει μέχρι το τραγούδι. Ο Ευθύμης, συνειρμικός και χειμαρρώδης, αφήνει τη σκέψη του να αποτυπώνεται γρήγορα στο χαρτί. Προσπαθήσαμε ν’ ακολουθήσουμε τη ροή αυτής της σκέψης κυρίως μέσα από τις φωνές, την κίνηση των ηθοποιών όπως σταδιακά προέκυπτε στις πρόβες».

 

● Πώς θα περιέγραφε με λίγες λέξεις αυτό το παράξενο κείμενο η Αργυρώ Χιώτη;

 

«Με μια φράση του Ευθύμη σ’ ένα τραγούδι: είναι περίεργο πολύ, δεν ξέρω πώς συμβαίνει, να το κλοτσάς, να το κτυπάς κι αυτό να μην πεθαίνει…».

…………………………………………………………………………………………………………

 

«Από το ανθρώπινο ξεκινούν όλα, όχι από το καλλιτεχνικό»

 

Αστεία αστεία, η ομάδα Vasistas, με κάμποσες και ενδιαφέρουσες παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, κλείνει φέτος δέκα χρόνια ζωής. Η Αργυρώ Χιώτη ίδρυσε μαζί με άλλους την ομάδα στη Γαλλία με μέλη Ελληνες και ξένους ηθοποιούς. Σκηνοθέτις που τολμά να ρισκάρει νέες φόρμες, την κεντρίζουν θέματα όπως «κοινότητα», «δημόσιος και προσωπικός χώρος», «συλλογική και ατομική μνήμη», «αστική και προσωπική συνείδηση». Στην ομάδα άλλοι ήρθαν κι άλλοι έφυγαν μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία, αλλά ο βασικός πυρήνας συνεργατών εξακολουθεί να την τροφοδοτεί, όπως λέει.

 

«Διατηρούμε ακόμα τη σχέση μας με τη Μασσαλία, παρ’ όλο που η ζωή πολλών άλλαξε μέσα στα χρόνια. Η Αριάν Λαμπέντ συνεργάστηκε στα “Αίματα”, αλλά έπρεπε να φύγει για τις ανάγκες κινηματογραφικών γυρισμάτων, η Naima Carbajal βρίσκεται στο Μεξικό. Ναι, αντέχουν οι ομάδες στην Ελλάδα παρά τις δυσκολίες. Απόδειξη, εμείς. Χωρίς επιχορηγήσεις, χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας πέρα από την ανάγκη μας για ομαδική δουλειά. Δεν πιστεύω ότι τα πράγματα θα γίνουν ευκολότερα. Κι αυτό έχει να κάνει με την ελληνική νοοτροπία που περισσότερο αποθαρρύνει και υποβιβάζει τέτοιες προσπάθειες. Ομως για μας είναι μονόδρομος να συνεχίζουμε με πίστη και πείσμα. Το οικονομικό κομμάτι το παλεύουμε όπως μπορούμε διατηρώντας και ενισχύοντας τις επαφές με το εξωτερικό. Δεν με φοβίζει τίποτα παρά μόνο το ενδεχόμενο ρήξεων στις σχέσεις με τους συνεργάτες. Κι αυτό γιατί ό,τι έχουμε κάνει αφορά τη συνεργασία, το πώς τα οράματα του ενός και του άλλου συναντήθηκαν. Εχω ανάγκη να ζυμώνομαι, να αποκτούμε κοινή γλώσσα που θα τρέφεται συνεχώς για να εμβαθύνουμε και να προχωράμε. Από το ανθρώπινο ξεκινούν όλα, όχι από το καλλιτεχνικό. Με ανθρώπους που εκτιμώ και είναι φίλοι μου θέλω να κάνω παραστάσεις».

 

Scroll to top