06/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Τι επιδιώκει ο M. Ντράγκι;

Θέλει να αντιμετωπίσει την κρίση επιβάλλοντας δημοσιονομικές ή νομισματικές πολιτικές ανάκαμψης, που διατηρούν, όμως, το ίδιο πολιτικό στίγμα της λιτότητας.
      Pin It

Του Γκαμπριέλε Παστρέλο*

 

Ο Μάριο Ντράγκι βάζει υποψηφιότητα για μοναδικός διευθυντής ορχήστρας της ευρωπαϊκής οικονομίας; Πολλοί σχολιαστές έχουν πράγματι σημειώσει ορισμένες νέες δηλώσεις του στην ομιλία του στη διάσκεψη των κεντρικών τραπεζιτών στο Τζάκσον Χολ. Με αυτή την ευκαιρία πράγματι είπε ότι υπάρχει αναγκαιότητα συντονισμένων δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών, οι οποίες με τη σειρά τους απαιτούν δραστικές δομικές μεταρρυθμίσεις.

 

Το νέο στοιχείο έγκειται στην επίμονη υπογράμμιση της ανάγκης για τον συντονισμό μεταξύ νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Από μόνο του το πράγμα θα μπορούσε να φανεί πρόδηλο. Αλλά το να το λέει επίμονα ένας κεντρικός τραπεζίτης και να το παρουσιάζει ως επιτακτική απαίτηση γεννάει το ερώτημα για το ποιος θα μπορούσε να είναι ο πρωταγωνιστής αυτού του συντονισμού.

 

Η διάταξη των ευρωπαϊκών οικονομικών εξουσιών που προέκυψε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι σαφής. Στα κράτη οι δημοσιονομικές πολιτικές πρέπει να εναρμονίζονται με τις παραμέτρους που ορίζονται από τη συνθήκη· πολιτικές που ελέγχονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά μόνο σε μεταγενέστερο χρόνο. Πράγματι, η Επιτροπή επιβάλλει κυρώσεις για τις παραβάσεις, αλλά μόνον εκ των υστέρων. Βέβαια με το δημοσιονομικό σύμφωνο έσφιξαν τα λουριά, αλλά ακόμα και τώρα δεν πρόκειται για μια άμεση παρέμβαση στην εφαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής.

 

Η νομισματική πολιτική αντίθετα ανήκει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή καλύτερα στο σύστημα των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών. Στην πραγματικότητα οι νομισματικές πολιτικές εφαρμόζονται από τις κεντρικές τράπεζες των επιμέρους χωρών, αλλά οι αποφάσεις παίρνονται αποκλειστικά στη Φρανκφούρτη. Για παράδειγμα, τα ελλείμματα του προϋπολογισμού του ελληνικού κράτους αυτά τα χρόνια χρηματοδοτήθηκαν -κατ’ εξαίρεση, όπως λέγεται συνήθως- από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά στην πράξη οι ενέργειες έγιναν από την ελληνική κεντρική τράπεζα. Αν και είχαν αποφασιστεί στη Φρανκφούρτη. Η ελληνική κεντρική τράπεζα δεν θα μπορούσε ποτέ να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα της κυβέρνησης, αν η διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφάσιζε να μην το κάνει.

 

Τώρα όμως ο Ντράγκι μιλάει για κάτι άλλο. Μιλάει για συντονισμό των δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών. Και συντονισμός σημαίνει ότι ενόσω εφαρμόζονται οι δημοσιονομικές πολιτικές, και όχι μόνο μετά, η κατεύθυνσή τους πρέπει να συντονίζεται με τις νομισματικές πολιτικές που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει ταυτόχρονα. Και ποιος μπορεί να επιδιώκει ένα τέτοιο αποτέλεσμα;

 

Σίγουρα όχι η Επιτροπή, η οποία δεν έχει καμιά αρμοδιότητα για τις νομισματικές πολιτικές και σε κάθε περίπτωση δεν έχει ούτε εκτελεστικές εξουσίες για τις δημοσιονομικές πολιτικές. Σίγουρα όχι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (που σήμερα έχει πρόεδρο τον Πολωνό Τουσκ), το οποίο αν και έχει κομβικής σημασίας εξουσίες διεύθυνσης -εκεί πράγματι το 2010 αποφασίστηκε η γραμμή της επεκτατικής λιτότητας- δεν διαθέτει εκτελεστικές εξουσίες.

 

Απομένει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο πρόεδρός της, ο οποίος, ενώ έχει ήδη τον αποκλειστικό έλεγχο της νομισματικής πολιτικής, με αυτές τις δηλώσεις διεκδικεί να έχει λόγο και για τις δημοσιονομικές πολιτικές. Και στην πράξη έχει ήδη πετύχει κάτι. Πράγματι, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Κατάινεν, κύριος υπεύθυνος για την οικονομία, έχει ήδη πει ότι μια ενδεχόμενη ευελιξία στην εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας θα παραχωρηθεί στα κράτη μόνον αν κάνουν μεταρρυθμίσεις, και ο έλεγχος θα γίνεται μεν από την Επιτροπή αλλά και από την ΕΚΤ, η οποία έτσι συνδέεται στην πράξη με τον τακτικό έλεγχο των οικονομικών πολιτικών των επιμέρους χωρών. Μέχρι τώρα αυτό γινόταν μόνο με την τρόικα και μόνο στην εξαιρετική περίπτωση που μια χώρα βρισκόταν υπό επιτήρηση, όπως ήταν η ελληνική περίπτωση. Το ερώτημα που γεννιέται επομένως είναι: Γιατί λίγο ώς πολύ ρητά ο Ντράγκι ζητάει πλήρεις εξουσίες; Εδώ οφείλουμε να εξετάσουμε τη διάγνωση που κάνουν για την κατάσταση οι Ευρωπαίοι ηγέτες. Η πραγματικότητα είναι πως, παρά το ότι η ρητορική της λιτότητας είναι ακόμα κυρίαρχη, η ευρωπαϊκή ηγεσία συμμερίζεται τη διάγνωση που έκανε ο Ντράγκι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε αποπληθωρισμό, δηλαδή σε πτώση των τιμών, της παραγωγής και της απασχόλησης, που δεν αφορά μόνον ορισμένες χώρες οι οποίες πλήττονται πιο άμεσα από τη λιτότητα, αλλά αφορά ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία, αφού ακόμα και η Γερμανία έμεινε στάσιμη.

 

Τι πρέπει επομένως να κάνουμε; Οι συνταγές διαφέρουν. Η Γερμανία, διά στόματος του υπουργού Οικονομικών Σόιμπλε, απορρίπτει την ιδέα ότι τα επιμέρους κράτη θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την αδυναμία της ζήτησης, για παράδειγμα ενισχύοντας τη δημόσια δαπάνη για επενδύσεις, αλλά προτείνει η ώθηση να έρθει μόνον από την επέκταση της γερμανικής οικονομίας. Ο πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ, Βάιντμαν, πράγματι είχε μιλήσει πριν από καιρό για μια μισθολογική αύξηση ως εργαλείο για να ενισχυθεί η γερμανική εσωτερική ζήτηση και έμμεσα οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες.

 

Ο Ντράγκι αντίθετα προτείνει μια επεκτατική νομισματική πολιτική, όπως εκείνη που εφαρμόζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες αυτά τα χρόνια, την οποία αποστρέφεται η Γερμανία. Επιπλέον θεωρεί ότι μπορεί να υλοποιηθεί μια πολιτική φοροελαφρύνσεων, πολιτική πολύ ελεγχόμενη και εναρμονισμένη ακριβώς με το νομισματικό κίνητρο. Και οι δύο πολιτικές θα πρέπει να ενισχύονται από «δομικές μεταρρυθμίσεις», δηλαδή από πολιτικές στην αγορά εργασίας που θα εμποδίζουν το ενδεχόμενο η δυνητική ανάκαμψη της απασχόλησης να οδηγήσει σε μισθολογικές αυξήσεις.

 

Οπως βλέπουμε, πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για πολιτικές που αποβλέπουν στο να κρατήσουν τις υποβαλλόμενες σε λιτότητα χώρες σε κατάσταση αδυναμίας και στο εσωτερικό αυτών των χωρών να εμποδίσουν το ενδεχόμενο μια δυνητική ανάκαμψη να οδηγήσει σε ενίσχυση των κοινωνικών ομάδων που πλήττονται από τη λιτότητα: εργαζομένων, συνταξιούχων και γενικά αδύναμων κοινωνικών ομάδων.

 

Υπάρχει όμως ένα νέο στοιχείο στη διάγνωση. Ακόμα και η νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή ηγεσία υποχρεώθηκε, αν και όχι ρητά, να αποδεχθεί την αποτυχία της πολιτικής της λιτότητας και να αναγνωρίσει ότι αυτή δεν έφερε καμιά ανάπτυξη, αλλά μόνον πτώση της εσωτερικής ζήτησης σε κάθε χώρα. Τώρα όμως θέλουν να αντιμετωπίσουν την κρίση επιβάλλοντας δημοσιονομικές ή νομισματικές πολιτικές ανάκαμψης, που διατηρούν το ίδιο πολιτικό στίγμα της λιτότητας: κοινωνική συμπίεση του κράτους πρόνοιας και αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων· πολιτικές που αυξάνουν ακόμα περισσότερο τις ανισότητες.

 

Πράγματι, φοροελαφρύνσεις που προφανώς θα ωφελούσαν κυρίως τα υψηλά εισοδήματα θα έπρεπε έπειτα να αντισταθμιστούν ή από περικοπές δαπανών ή από μείωση της κατανάλωσης, που θα έπλητταν τα μεσαία και χαμηλά στρώματα. Πρέπει να αμφιβάλλουμε για το αν το σύνολο αυτών των πολιτικών μπορεί αληθινά να δώσει μια ώθηση στην ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι η κρίση της ζήτησης γίνεται αποδεκτή –σιωπηλά έστω- ακόμα και από τις νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές ηγεσίες θα έπρεπε να αποτελέσει την αφετηρία για έναν στοχασμό της ευρωπαϊκής Αριστεράς, όχι μόνο για να επιβάλει την πολιτική της, αλλά και για να οικοδομήσει κινήματα που θα την υποστηρίξουν.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Ο Γκαμπριέλε Παστρέλο είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Ιστορίας της Οικονομικής Σκέψης στο Πανεπιστήμιο της Τεργέστης. Το ακόλουθο άρθρο του γράφτηκε ειδικά για την «Εφημερίδα των Συντακτών».

 

Scroll to top