06/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Seven – Ενα έργο για τη Γάζα», Θέατρο Ανετον – Θεσσαλονίκη

Τα Εβραιόπουλα διδάσκονται το ψέμα και τη βία

Αυτό απασχολεί την Κάριλ Τσόρτσιλ στο πολύκροτο έργο της, που έγραψε εν θερμώ και διασχίζει μέσα σε δέκα μόνο λεπτά εβδομήντα χρόνια ιστορίας: από το Ολοκαύτωμα στις αιματοχυσίες στη Γάζα. Τρεις θεσσαλονικιώτικες ομάδες συμπράττουν σε μια παράσταση, υπόδειγμα ουσιαστικού πολιτικού θεάτρου.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Το ελληνικό θέατρο δεν έχασε ίσως ποτέ την πολιτική του διάθεση, εν τούτοις οι ίδιες οι συνθήκες τα τελευταία χρόνια μοιάζουν να επιβάλλουν μια εκ νέου πολιτική συνειδητοποίησή του. Το πολιτικό θέατρο, όπως πάντα πίστευα, δεν είναι μόνο ζήτημα έργων, ρεπερτορίου ή φόρμας. Είναι ζήτημα ουσίας, που σημαίνει ιδιαίτερη στάση απέναντι στο ίδιο το αντικείμενο της τέχνης, θέση ενάντια στο πολιτικό περιβάλλον και ασφαλώς -ίσως το πιο χαρακτηριστικό από όλα- συγκεκριμένη σχέση των συντελεστών με τη διαδικασία παραγωγής. Με άλλα λόγια, το πραγματικό πολιτικό θέατρο -και όχι το θέατρο πολιτικής στόχευσης- γίνεται από μέσα προς τα έξω, από τον τρόπο που λειτουργεί και σκέφτεται ένας θίασος, προς τις επιλογές και τις στοχεύσεις του.

 

Ιδού ένα παράδειγμα. Περαστικός από τη Θεσσαλονίκη για λίγες μέρες πρόλαβα να δω μια παράσταση αληθινά πολιτική – όχι ως προς τη θέση αλλά ως προς την ίδια τη δόμησή της. Τρεις νεανικές ομάδες της συμπρωτεύουσας, οι Ars Moriendi, Oberon και Ρίσκο, συμπράττουν επιτακτικά και ουσιαστικά στο ανέβασμα ενός κατ’ εξοχήν πολιτικού έργου, του γνωστού μας «Επτά Εβραιόπουλα» της Κάριλ Τσόρτσιλ. Υπάρχει σε αυτή τη σύμπραξη μια κίνηση, κάτι το ενδιαφέρον, που με τα τελευταία γεγονότα της Γάζας δίνει στο ίδιο το έργο διαφάνεια, τιμιότητα και ευθυκρισία. Το έχω πει και άλλοτε: είναι άλλο πράγμα να ανεβάζεις μια παράσταση με πολιτικό ενδιαφέρον, και εντελώς άλλο να εκπροσωπείς το πολιτικό θέατρο.

 

Επειτα έρχεται το ίδιο το έργο της Τσόρτσιλ. Να το θυμίσω βιαστικά: Πρόκειται για ένα ταχυδράμα, θέατρο-ντοκουμέντο (όπως τουλάχιστον το είδος μεταλλάχτηκε μετά τα ’90s), το οποίο σε δέκα μόλις λεπτά διασχίζει την ιστορία εβδομήντα χρόνων του εβραϊκού έθνους, από το Ολοκαύτωμα μέχρι το 2008, χρονιά της συγγραφής του και της επέμβασης στη Γάζα. Η φόρμα είναι ιδιαίτερη: στηρίζεται σε επτά σκηνές στις οποίες απρόσωποι εκπρόσωποι του περιβάλλοντος επτά διαφορετικών Εβραιόπουλων συζητούν κατ’ ιδίαν για το τι θα πουν στο παιδί τους απ’ όσα τρομερά συμβαίνουν γύρω τους. Το κύριο ερώτημα είναι βέβαια το εξής ένα: Ποιο μέρος της αλήθειας μπορεί και οφείλει να μεταφερθεί σε ένα παιδί, ποιο μέρος πρέπει να μείνει κρυφό; Ερώτημα που με τη σειρά του οδηγεί σε χίλια άλλα «δευτερεύοντα»: Τι σημαίνει αλήθεια και ψέμα για τη μια πλευρά ενός πολέμου; Πώς διδάσκεται η βία; Σε ποια στοιχεία στηρίζεται η ιστορία ενός έθνους; Τελικά ποιος φοβάται και ποιος ευθύνεται για την αλήθεια τη δική του και -κυρίως αυτό!- των άλλων;

 

Ολα αυτά σε δέκα μόλις λεπτά… Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για ένα από τα πιο σύντομα αριστουργήματα της σύγχρονης δραματουργίας. Και αυτό όχι μόνο γιατί μπορεί να δημιουργήσει ανατριχίλα και οργή για τα εγκλήματα πολέμου. Αλλά γιατί με έναν παράξενο τρόπο μεταφέρει την αλυσίδα τρόμου, ευθύνης αλλά και τιμωρίας από τη μεριά του θύματος στην πλευρά του θύτη. Με δύο αισθήματα φεύγεις από τη δεκάλεπτη παράσταση: με αναμενόμενη οργή για τα όσα γίνονται στη Γάζα σε βάρος των Παλαιστινίων. Και με αναπάντεχη λύπη για τον θόλο ψέματος, αυτο-δικαιολόγησης, διλήμματος, πίεσης και αντίφασης τα οποία σηκώνει ο λαός του Ισραήλ. Αυτό το συνεχές τραμπάλισμα ανάμεσα στο «πες του!» και το «μην του πεις!» –δομικό στοιχείο του έργου της Τσόρτσιλ- είναι ο δικός τους σταυρός, η δική τους, αν θέλετε, τιμωρία. Η Τσόρτσιλ τον παρουσιάζει σαν έναν λαό που έχει χάσει όχι μόνο το δίκιο αλλά και τον ύπνο του.

 

Οπως είναι φυσικό, το έργο σήκωσε θύελλα αντιδράσεων από πολλές πλευρές και απέκτησε το γνωστό στίγμα του αντι-σημιτισμού. Για να είμαι ειλικρινής, κανείς δεν θα φύγει από το θέατρο με αισθήματα συμπάθειας ή κατανόησης για τα όσα διαδραματίζονται στη Γάζα. Και γιατί άραγε να το κάνει; Το έργο είναι καθαρά πολιτικό, αληθινή αγκιτάτσια, και είναι έργο πραγματικής καταγγελίας. Δεν γράφτηκε από κάποιον ουδέτερο, αμφιβάλλω για το αν γράφτηκε κι από κάποιον αντικειμενικό ή έστω ψύχραιμο. Ο θυμός μας όμως βιαστικά διαλύεται στο επίπεδο μιας ιστορικής θεώρησης, ικανής να δείξει ότι το όποιο θύμα μπορεί να γίνει κάποτε ο όποιος θύτης (γι’ αυτό άλλωστε από τον τίτλο του «Ανετον» απουσιάζει ο εθνικός προσδιορισμός). Και έπειτα, το ίδιο το έργο βυθίζεται στη συγκίνηση που γεννά η σιωπή των απανταχού «χαμένων», αλλά και η αγωνιώδης, σπασμωδική, ενοχική ομιλία των εκάστοτε «νικητών».

 

Περνάω με αυτό στην παράσταση του «Ανετον», σχεδιασμένη και εμπλουτισμένη από τον σκηνοθέτη και διασκευαστή της, Θάνο Νίκα, ώστε να εκταθεί σε λίγο μεγαλύτερο διάστημα, να μετασχηματιστεί σε μια παράσταση στα παλιά πρότυπα του πολιτικού, συμμετοχικού, φορτισμένου σε νόημα και σωματική κατάθεση θεάτρου. Οι δέκα νέοι ηθοποιοί των τριών ομάδων δημιουργούν σχήματα και δομές ενός Χορού που αγωνίζεται να οργανώσει τη μνήμη και την εθνική αφήγησή του, που προσπαθεί να δώσει νόημα σε μια ιστορία πολύ τραγική και τραγικά σύντομη.

 

Από ψηλά αιωρούνται κούνιες μιας χαμένης αθωότητας ή σήματα ενός τραυματικού παρελθόντος (Πηνελόπη Χατζηδημητρίου) και πίσω ολοένα και πιο γρήγορα, πιο εφιαλτικά περνούν οι εικόνες της φρίκης του Ολοκαυτώματος και της γενοκτονίας (Μαρία Δήμητρα Βέττα). Κι αν οι ηθοποιοί έμοιαζαν κάπως άτεχνοι και απροετοίμαστοι, ακόμα καλύτερα: το θεμιτό είναι αυτό το θέατρο να βγαίνει από την πλατεία της πόλης, να κινείται ανάμεσά μας. Και να μας διδάσκει μιλώντας μας γι’ αυτά που δεν θέλουμε να ακούσουμε: Αλέξανδρος Αντωνίου, Πασχάλης Αραμπατζής, Ευρώπη Αργυροπούλου, Λίλη Λαμπούδη, Ελευθερία Μαυρίδου, Αγγέλα Μπολέτση, Ανοιξιά Μπουντζιούκα, Αλέξανδρος Νικολαΐδης, Δήμητρα Σιάχου, Μελίνα Τριανταφυλλίδου.

 

Τα έσοδα της παράστασης, σύμφωνα με την επιθυμία της συγγραφέως και των συντελεστών της παράστασης, διατέθηκαν στα θύματα των νέων βομβαρδισμών της Γάζας.

 

Scroll to top