ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ

10/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η αρχή δεν είναι ποτέ πίσω μας

      Pin It

Της Μικέλας Χαρτουλάρη

 

ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

«Βρίσκεσαι σκαλωμένος ανάμεσα σε δύο φόβους, ανάμεσα στον φόβο που γεννά η φωτιά και στον φόβο που γεννά το σκοτάδι, και δεν ξέρεις τι να κάνεις, δεν ξέρεις ποιος απ’ τους δύο φόβους είναι ο χειρότερος, ποιον από τους δύο φόβους να διαλέξεις. Και τότε σε πιάνει ένας άλλος φόβος πιο μεγάλος, γιατί καταλαβαίνεις πόσο τρομακτικό είναι που έχεις αρχίσει ν’ αντιδράς όχι σαν άνθρωπος αλλά σαν κάτι άλλο, γιατί κανείς άνθρωπος δεν θ’ αναρωτιόταν ποτέ αν το φως είναι χειρότερο απ’ το σκοτάδι…»

 

Αυτός ο άνθρωπος έχει δειλιάσει. Δεν τα έχει όλα λυμένα μέσα του. Ξέρει τι πρέπει να κάνει αλλά δεν ξέρει αν πρέπει να το κάνει. Η ζωή του ήρθε τούμπα. Εχει πρόβλημα βιοπορισμού. Κάτι προσπαθεί να ξαναστήσει, όμως τον τρώει η αγωνία και ο φόβος. Βλέπει να τον αντιμετωπίζουν σαν ξένο σώμα. Θέλει να νιώθει ελεύθερος και ασφαλής αλλά νιώθει εγκλωβισμένος. Δεν καταφέρνει, όπως άλλοτε, να φέρει τη ζωή στα μέτρα του, τον φέρνει εκείνη στα δικά της. Αλλάζει συνεχώς διάθεση. Και στάση. Δεν έχει θεωρητική σκευή για να εξηγήσει το γιατί, έχει όμως τη δύναμη να αμφισβητήσει τον εαυτό του. Κι έχει το θάρρος να ελπίζει. Ξορκίζει το κακό λέγοντας συνθηματικά πως το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα.

 

Ακριβώς αυτός είναι ο τίτλος του πολυαναμενόμενου βιβλίου του Χρήστου Οικονόμου (εκδ. Πόλις), και αυτός είναι ο κόσμος που το κατοικεί. Είναι οι «ξενομπάτες». Εφτασαν πριν από τρία χρόνια εσωτερικοί μετανάστες σε ένα νησί του Αιγαίου, και βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι με τους «αρουραίους» που τους «ρουφάνε τα όνειρα». Διότι στην Ελλάδα του 2014, επικρατεί το «ο θάνατός σου η ζωή μου».

 

Κι όπως λέει ο συγγραφέας στην« Εφ.Συν.», ο πυρήνας της σύγκρουσης μεταξύ εξουσίας και εξουσιαζόμενων είναι ο βιοπορισμός. Από εκεί, από τα βασικά, ξεκινά για τον απλό κόσμο η επανατοποθέτησή του απέναντι σε όλες τις μέχρι τώρα σταθερές της ζωής του. Ακόμα κι απέναντι στην ίδια του την ταυτότητα, στα πιστεύω του ή στις σχέσεις του με τους άλλους. Και έτσι διαμορφώνει μια καινούργια συνείδηση που εκπορεύεται από την κρίση. Οχι όμως από την οικονομική κρίση –η φράση δεν υπάρχει στο βιβλίο– αλλά από την οντολογική κρίση. Αυτή τη διαδικασία αναδεικνύει με τον πιο διεισδυτικό τρόπο στις τέσσερις καινούργιες νουβέλες του ο 44χρονος σήμερα Οικονόμου, ο συγγραφέας-έκπληξη του 2010 που πρώτος συνέλαβε την επερχόμενη κοινωνική απόγνωση.

 

Αφουγκράζεται «ανθρώπους με σπασμένες γέφυρες, ανθρώπους σαν σπασμένες γέφυρες» και ξανασυζητά από την αρχή όλα όσα θεωρούν δεδομένα. Διότι τα διλήμματα που μπαίνουν πια στην ελληνική κοινωνία δεν είναι τα γνωστά κοινωνικο-πολιτικο-πολιτισμικά ή υπαρξιακά. Είναι οντολογικά. «Ή είσαι σαν κι αυτούς ή δεν είσαι».

 

…………………………………………………………..

 

Ή είσαι σαν κι αυτούς ή δεν είσαι

 

Το 2010, στα 16 διηγήματα τού Κάτι θα γίνει θα δεις ο Χρήστος Οικονόμου είχε έναν λόγο έμμεσα πολιτικό. Το 2014 που οι συνέπειες της κρίσης έχουν γίνει καθεστώς και έχουν διαμορφώσει μια νέα κανονικότητα, με οξύτερες κοινωνικές ανισότητες, ο Οικονόμου γράφει αλλιώς. Ποτέ όμως δεν γράφει δημοσιογραφικά κι ας εργάζεται από καιρό ως πολιτικός συντάκτης στο «Εθνος». Στο Καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα (πρώτη συλλογή μιας τριλογίας για την οντολογική κρίση), ο λόγος του είναι άμεσα πολιτικός, όχι όμως στρατευμένος, παρότι ενσωματώνει κάποια επιχειρήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Και οι σουρεαλιστικές εικόνες του, τα σπαρακτικά ψυχογραφήματά του, οι παρεκβάσεις των εσωτερικών μονολόγων, οι λυρικές περιγραφές του, ο συνδυασμός αγοραίας, ειρωνικής και ποιητικής γλώσσας κάνουν τις ιστορίες του πιο αληθινές από την πραγματικότητα. Ετσι καταφέρνει να πείσει τον αναγνώστη πως ο «εχθρός» δεν είναι το σύστημα αλλά το σύστημα σκέψης.

 

«Γιατί παραδινόμαστε μια ζωή, χωρίς μάχη;», απορεί ο Τάσος ο μανάβης, που προσπαθεί να οργανώσει τους ξενομπάτες σε συνεταιρισμό «χωρίς αφεντικά και κομματόσκυλα», να τους πείσει να διεκδικήσουν από τους αρουραίους χρήματα για το κοινό καλό, για το Κέντρο Υγείας, τις δεξαμενές νερού, τον βιολογικό καθαρισμό. Μάταια. Αντ’ αυτού ο Τάσος θα βρεθεί δεμένος στο καπό του αγροτικού από τους μπράβους της πιάτσας, που θα τον περάσουν από το πλυντήριο και θα ξεπετσιαστεί από τα χημικά. Κι ούτε καν η γυναίκα του δεν θα μιλήσει, αφού «πρέπει να μάθεις να ζεις με το κακό». Κι όλοι θα πιστέψουν πως ο Τάσος ηττήθηκε, πως πρόδωσε. Επειδή δυσκολεύονται να καταλάβουν τι σημαίνει να μην είσαι «σαν κι αυτούς»…

 

«Γιατί μεταθέτουμε στην εξουσία τη δική μας ευθύνη να κάνουμε το προσωπικό καλό», απορεί ο Χρόνης, ο παραπληγικός που ενώ βλέπει στο απέναντι σπίτι ένα κορίτσι να πληρώνει τα χρέη της μάνας της στα χέρια ενός γέρου, δεν φωνάζει τους μπάτσους. «Γιατί κατάφεραν να μας κάνουν να βλέπουμε τον εαυτό μας με τα δικά τους κι όχι με τα δικά μας μάτια;», απορεί ο Λάζαρος που νόμιζε ότι βοηθούσε τον χαμένο τώρα, γιο του να προκόψει, όταν τον έστειλε να μάθει τους τρόπους των λεφτάδων. Καμία απάντηση δεν είναι προβλέψιμη. Ετσι ο Σταύρος με την Αρτεμη θα πετάξουν αετό πάνω από τα αποκαΐδια της ταβέρνας που άνοιξαν με τις αποζημιώσεις τους. Για να εγκαινιάσουν, λέει, ένα δικό τους έθιμο. Αφού «η αρχή δεν είναι ποτέ πίσω μας, είναι μπροστά μας».

 

…………………………………………

 

Αλλο παραμύθι

 

«Η ελπίδα δεν είναι κάτι ιδεατό αλλά γεννιέται από τις πράξεις μας», μου έλεγε προχθές ο Χρήστος Οικονόμου. Και οι πρωταγωνιστές των καινούργιων ιστοριών του ενστερνίζονται αυτό το πιστεύω. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απευθύνουν ένα κάλεσμα «να φτιάξουμε ένα άλλο παραμύθι, έναν καινούργιο εαυτό», «να βρούμε κάτι να μας ενώνει πέρα από το χρήμα», «να μην αφήσουμε τον ιδρώτα μας, το χέρι μας, την καρδιά μας να ξεραθεί». «Να ξαναγράψουμε τον κόσμο».

 

Ο ίδιος πάντως, με συγγραφική τόλμη «ξαναγράφει» τις στερεότυπες αναφορές των σημερινών Ελλήνων: αρχαιότητα, χριστιανισμό και δυτικό πνεύμα. Το νησί που βλέπει ο αναγνώστης δεν είναι μια Ιθάκη, και οι ξενομπάτες, παρά τα δεινά τους, δεν είναι καταξιωμένοι στη σημερινή Ελλάδα όπως ο Οδυσσέας. Τα ονόματά τους παραπέμπουν στην ιστορία και στη θυσία του Χριστού, όμως το ζητούμενο γι’ αυτούς δεν είναι κάποια ανάσταση αλλά μια αναγέννηση. επίσης μια καινούργια κοινή γλώσσα, όπως αυτό υπονοείται από την αφήγηση που συνδέει τη μια ιστορία με την άλλη. Αλλά κι ο διάλογος με τους Ευρωπαίους δασκάλους «διορθώνεται» αφού ο Οικονόμου απαντά στον σαιξπηρικό Αμλετ, ή στον Κάφκα της Μεταμόρφωσης (και σε άλλους πολλούς) ότι «σ’ αυτή τη χώρα το μεγάλο ερώτημα δεν είναι αν ζεις αλλά πώς να ζεις». Απαντά ότι «είμαστε καλύτεροι από αυτό που γίναμε»…

 

[email protected]

 

Scroll to top