14/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

…στην κοτρώνα για να μάθει

      Pin It

ΕΡΓΑΤΗΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, τύπος μποέμ ώς τα βαθιά του γεράματα· ήξερε απέξω κι ανακατωτά όλα τα κουτούκια της Αθήνας. Ως εκ τούτου έντονος διονυσιασμός χαρακτηρίζει το έργο του, πλαστικότητα στην έκφραση, λυρική φαντασία, παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα, που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα. Απόδειξη οι παρακάτω στίχοι του Κώστα Βάρναλη:

 

ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΣΕ ΡΙΜΕΣ Νούρι νούρι μελανούρι/ έχει κούτελο και μούρη/ η Μιράντα το μωρό·/ δε μπορεί να πει το ρω!/ Από καλλιτέχνες σόι/ πήρε και ψυχή και μπόι./ Εργο τέχνης πιο καλό/ πού να βρεις παρακαλώ;/ Με τα μάτια της εκείνα/ που τα ψώνισε στην Κίνα/ και τα κλει για να σε ιδεί/ η Μιράντα το παιδί/ πάει στην Κάζα, πάει στο Ωδείο/ η ώρα οχτώ κ' η ώρα δύο/ όλο γέλιο κι αρεσιά/ με καινούρια φορεσιά./ Με μια τσάντα σαν ασπίδα,/ όλο τρέχα κι όλο πήδα,/ πάει να μάθει πέρα κει/ γράμματα και μουσική./ Μα Κικέρωνες, Βιργίλιοι,/ Ντάντηδες, Μπετόβεν -ήλιοι!/ κ' οι μεγάλες αρετές/ βαρετοί και βαρετές,/ αν δε μάθει το κοράσι/ και κουζίνα και φαράσι/ και βελόνα που τσιμπά/ να μπαλώνει το μπαμπά!/ Ομως… Αν γενεί φασίστρα;/ Μάνα μου και Βαγγελίστρα!/ Θα ρημάξει όλη τη χτίση/ για να την «εκπολιτίσει»!

 

Ο ΓΙΟΚΑΣ Αγαλμα ο Τοτός/ ήλιος απλωτός/ κολυμπά στη Βούλα/ και δικά τ' είν' ούλα./ Είκοσι χρονώ…/ Θάλασσα ουρανό/ και στεριά δικά του/ πατρογονικά του!/ Και στην πολιτεία/ κείνος πρώτη αιτία,/ κι ολονών αρχή/ κι ολονών ψυχή…/ Ασωτα υλικά/ για τα θηλυκά,/ π' αγρυπνούν σιμά του,/ μνέγουν στ' όνομά του./ Είναι τυχερό του/ να 'χει στον καιρό του/ γέρο παραλή,/ μάνα παρδαλή./ Και φαντάρος; Μπα/ μ' έτοιονε μπαμπά!/ Ολα τα στρατόπεδα/ για τα χωριατόπαιδα!/ Πάντα καθαρός/ καίει μ' αγνή χαρά/ στα Προπύλαια μπρος/ έργ' αριστερά.

 

ΣΚΕΡΤΣΟ Περνούσε με κοντά σοσόνια/ (αφτή κι όχι άλλ’) η χήρα η Σόνια/ και σήκωνεν αχό κι αντάρα, η σαραντάρα!/ Ακράταγοι και θαμαστοί/ καλπάζανε γοφοί, μαστοί/ με τα βιολιά της μουσικής-/ ολάκερη φύλλον συκής!/ Μπροστά σε κόκκινο πανί/ τάβροι φρουμάζαν Ισπανοί/ και τυφλορμούσανε μπροστά σου!/ – Καμάκωσέ μας, αλλά… στάσου!

 

ΗΤΑΝ ΑΡΓΑ Στην καρδιά δεν είχε αγκάθι,/ στο μυαλό τριβέλ' η Αγάθη:/ πάντα πρίμο τον αέρα/ νύχτα μέρα!/ Ηξερε, πως αν τα κλείσει,/ άλλη δεν υπάρχει λύση/ κ' έτσι βάλτηκε νωρίς/ ναν τους έχει τρεις./ Εναν είχε το συμβίο,/ τον καλό κουμπάρο δύο,/ τρίτον, παληκάρι αψό, του συμβίου τον ανιψό./ Μονοιασμένοι, αγαπημένοι,/ τέσσερις αγκαλιασμένοι!/ Δέκα χρόνια; Είκοσι χρόνια;/ Μα σαν ήρθανε τα χιόνια/ και μαράθηκε το σώμα, πριν καλοχορτάσει ακόμα, και λακήξανε μιαν Τρίτη,/ πρώτοι, δέφτεροι και τρίτοι,/ χτύπαε το ξερό η Αγάθη/ στην κοτρώνα για να μάθει:/ «Τόσα χρόνια, τρεις μονάχα;/ Χίλιους να 'χα!».

 

ΑΚΡΑΤΑΓΑ ΚΑΙ ΘΑΜΑΣΤΑ/ βαρβατοκαπουλάτα/ μουλάρια τρέχουνε μπροστά/ στη φωτισμένη στράτα/ οδηγώντας του ήλιου τ' άρμα/ σε μια μέρα Οχτώβρη χάρμα.

 

Μετέωρος [email protected]

 

Scroll to top