Flanagan-Richard

16/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, φετινό βραβείο Man Booker

«Χωρίς μια ιστορία αγάπης κάθε τέχνη είναι ψεύτικη»

Ο Αυστραλός συγγραφέας κατάφερε να γράψει το «The Narrow Road to the Deep North» με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γιαπωνέζων στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού συνάντησε και συγχώρεσε τους βασανιστές του ίδιου του πατέρα του.
      Pin It
REUTERS/ ALASTAIR GRANT

REUTERS/ ALASTAIR GRANT

Τους Αμερικανούς φοβούνταν οι Βρετανοί, από τους Αντίποδες το βρήκαν. Για ακόμα μια χρονιά, και μάλιστα την πρώτη που άνοιξε στους συγγραφείς πέραν του Ατλαντικού, το περίφημο λογοτεχνικό βραβείο Man Booker πήγε στο νότιο ημισφαίριο. Πέρυσι το πήρε η Νεοζηλανδή Ελινορ Κάτον. Φέτος ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, ο τρίτος Αυστραλός, μετά τον Τόμας Κένελι (1982) και τον δις βραβευμένο Πίτερ Κάρεϊ (1988, 2001).

 

Μετά, βέβαια, τη βράβευσή του φρόντισε να τα ρίξει στην πατρίδα του, «ντρέπομαι που είμαι Αυστραλός» δήλωσε, αφού είναι οικολόγος, μεγάλωσε και ζει στα δάση της Τασμανίας και φαίνεται ότι η κυβέρνηση κάνει πολλά και διάφορα για να τα καταστρέψει.

 

AUSTRALIAN ARCHIVE

AUSTRALIAN ARCHIVE

Κατά τα άλλα, στη διάρκεια της βράβευσής του, δεν ήταν δα και το φαβορί, πέταγε από τη χαρά του. Μέχρι που άρπαξε και φίλησε την Καμίλα, τη δούκισσα της Κορνουάλης, που το απένειμε. Αναφέρθηκε και στην Αυστραλία. «Δεν πρoέρχομαι από καμιά μεγάλη λογοτεχνική παράδοση. Ερχομαι από μια μικροσκοπική πόλη ανθρακωρύχων στο τροπικό δάσος ενός νησιού στην άκρη του κόσμου (σ.σ. την Τασμανία). Οι παππούδες μου ήταν αγράμματοι. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα στεκόμουν σήμερα μπροστά σας σ' αυτή τη λαμπρή αίθουσα του Λονδίνου και θα δεχόμουν μια τέτοια τιμή σαν συγγραφέας», είπε αποδεχόμενος το Man Booker για το μυθιστόρημά του «The Narrow Road to the Deep North» (Ο στενός δρόμος προς τον βαθύ Βορρά).

 

Και συνέχισε: «Δεν μοιράζομαι την απαισιοδοξία της εποχής μας για το μυθιστόρημα. Είναι μία από τις μεγαλύτερες πνευματικές, αισθητικές και διανοητικές εφευρέσεις. Σαν είδος εμάς τους ανθρώπους μάς κάνει να ξεχωρίζουμε ότι λέμε ιστορίες. Και ένας από τους καλύτερους τρόπους έκφρασης των ιστοριών είναι το μυθιστόρημα. Τα μυθιστορήματα δεν είναι περιεχόμενο, ούτε καθρέφτης της ζωής ή εξήγηση και οδηγός ζωής. Τα μυθιστορήματα είναι ζωή. Αλλιώς δεν είναι τίποτα».

 

Με αυτή την έννοια το βραβευμένο δικό του είναι μεγαλύτερο από τη ζωή. Το έχει αφιερώσει «στον φυλακισμένο san byaku san ju go», όπως λέγεται στα γιαπωνέζικα το νούμερο 355. Είναι ο πατέρας του, ένας από τους 500 χιλιάδες αιχμαλώτους πολέμου, τους οποίους χρησιμοποίησαν το 1943 οι Γιαπωνέζοι για την κατασκευή της περίφημης σιδηροδρομικής γραμμής Ταϊλάνδη- Μπούρμα. Ο πατέρας του επέζησε. Τα θύματα, όμως, αυτής της πρωτοφανούς αγριότητας «ξεπέρασαν και τη Χιροσίμα», όπως έχει πει ο Φλάναγκαν, «περισσότερα πτώματα από όσες οι λέξεις στο μυθιστόρημά μου».

 

Το έγραφε δώδεκα ολόκληρα χρόνια και συνεχώς αποτύγχανε. «Ενιωθα ότι αν δεν καταφέρω να γράψω γι' αυτή την ιστορία, δεν θα μπορέσω να γράψω άλλο μυθιστόρημα», έχει εξηγήσει σε σημείωμά του στην «Γκάρντιαν». Και τότε συνειδητοποίησε ότι ο πατέρας του, ήδη στα 90 του χρόνια, γινόταν όλο και πιο αδύναμος. Επρεπε να το τελειώσει πριν πεθάνει.

 

Τότε πήρε φόρα. Πρώτα αποφάσισε ότι το μυθιστόρημά του έπρεπε να διηγείται μια ιστορία αγάπης. Να πώς το εξηγεί: «Οι ιστορίες πολέμου ασχολούνται με τον θάνατο. Ο πόλεμος, όμως, δίνει νέο φως στην αγάπη, γιατί η αγάπη είναι η μεγαλύτερη έκφραση της ελπίδας. Χωρίς αγάπη κάθε ιστορία ακούγεται ψεύτικη. Αν αρνιόμουν να προσθέσω ελπίδα σε μια τόσο σκοτεινή ιστορία η τέχνη μου θα ήταν ψεύτικη».

 

Μετά ταξίδεψε στην Ιαπωνία. Συνάντησε πολλούς φρουρούς στο στρατόπεδο του πατέρα του, ανάμεσά τους κι έναν που οι αιχμάλωτοι αποκαλούσαν Φίδι, τον μόνο για τον οποίο ο πατέρας του, «ένας ευγενικός, ειρηνικός άνθρωπος», έτρεφε πάντα βίαια συναισθήματα. Στο τέλος της συνάντησής τους ο Φλάναγκαν ζήτησε από τον Γιαπωνέζο, γέρο πια και μετανιωμένο, να τον χτυπήσει πολύ δυνατά στο πρόσωπο, όπως έκανε και στους φυλακισμένους. Στο τρίτο χτύπημα ένας σεισμός 7,3 Ρίχτερ ταρακούνησε το Τόκιο. «Τότε είδα το Φίδι έντρομο. Κατάλαβα ότι οποιοδήποτε κακό έψαχνα δεν βρισκόταν πια στο ίδιο δωμάτιο με μένα και αυτόν τον γέρο άνδρα».

 

Απελευθερωμένος γύρισε στην Τασμανία, απομονώθηκε μισό χρόνο σε ένα από τα μικρά νησιά της, και τελείωσε το μυθιστόρημα. Τη μέρα που το έστειλε με e-mail στον εκδότη του, ο πατέρας του πέθανε.

 

Επιμ.: Β.Γεωργ.

 

Scroll to top